Στην αρχή δεν είχα πάρει χαμπάρι πως μου έλειπε. Ναι είμαι στην Αθήνα τώρα και εφτά χρόνια αλλά πρώτη φορά μου λείπει το πατρικό μου τόσο πολύ.
Δεν ξέρω αν φταίει σίγουρα η καραντίνα και όλα αυτά που γίνονται με τον κορονοϊό αλλά η αλήθεια είναι πως πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται το Ηράκλειο και την Κρήτη.
Στην Αθήνα μετακόμισα λόγω δουλειάς και πάντα έβρισκα την πρωτεύουσα μία απίστευτη πόλη, μία μητρόπολη που όμοια της δεν υπάρχει παγκοσμίως.
Εδώ μπορείς να κάνεις και να βρεις ότι θέλεις. Αλλά όμως μέσα μου η νοσταλγία για την πόλη που μεγάλωσα και γεννήθηκα μάλλον δεν είναι κάτι που σου φεύγει με τον καιρό αλλά το αντίθετο.
Η νοσταλγία για το πατρικό είναι κάτι που γίνεται εντονότερη με τα χρόνια. Απλά μάλλον χρειαζόταν ένα τριγκάρισμα και το τριγκάρισμα αυτό ήταν αυτή η ανελέητη απομόνωση της καραντίνας που μπορεί εκ πρώτης όψεως να λες «έλα μωρέ τώρα, θα περάσει, δεν είναι και πόλεμος» αλλά όμως ασκεί συναισθηματικά μία γιγαντιαία δύναμη πάνω μου, κάπως ύπουλα.
Τα απογεύματα είναι μεγάλα τώρα και η καραντίνα ακόμη στέκει και τα κάνει ακόμη πιο μεγάλα και μελαγχολικά.
Δεν ξέρω, ίσως να φταίει η άνοιξη που για κάποιον περίεργο λόγο με μελαγχολούσε περισσότερο από το κάθε φθινόπωρο της ζωής μου.
Χειμώνας και καραντίνα σίγουρα δεν πάνε και μετά είναι οι σκέψεις που κάνεις μέσα στον ήλιο, εκεί που κάθεσαι στο παράθυρο σου στον πεζόδρομο στα Εξάρχεια και αναπολείς το χρώμα της θάλασσας, τον ήχο της, τα ελιόδεντρα κάτω από το πατρικό, το πράσινο που τώρα θα έχει θεριέψει στα χωράφια.
Μπορεί το Ηράκλειο να είναι μία πόλη σκληρή και με πλάτη γυρισμένη στη θάλασσα, που είπε και ο Σινιόσογλου σε μία συζήτηση που είχαμε πριν λίγες μέρες, αλλά αν πας προς τα μέσα, αν αφήσεις την σκληρή όψη του κέντρου με τα τσιμέντα της και τους σαν λαβύρινθους δρόμους της, θα δεις ένα άλλο τόπο.
Νικήτας ΣΙνιόσογλου: Μία συζήτηση με τον συγγραφέα του ανεξερεύνητου άστεως.
Ναι το σπίτι μου είναι κοντά στην φύση και αυτό είναι που μου λείπει πολύ. Μετά είναι οι γονείς μου που έχω να τους δω από το Νοέμβρη, η αδερφή μου και οι θείοι και οι φίλοι.
Οι γιορτές κύλισαν το ίδιο σαν τις άλλες μέρες μέσα στην ερημιά της καραντίνας. Δεν κατάλαβα τίποτα από γιορτές. Η μητέρα μου έστελνε φωτογραφίες από το ψήσιμο που κάνανε στο σπίτι, τα σκυλιά της αυλής που όταν ακούνε το όνομα μου ψάχνονται να δουν αν ήρθα, όλα αυτά μαζεμένα μαζί με την έντονη απομόνωση των ημερών σε κάνουν πιο ευαίσθητο στις αναμνήσεις.
Ένας Έλληνας σε μία μικρή Γερμανική πόλη.
Και κάπου εδώ συνειδητοποιώ πως μάλλον μου λείπει το πατρικό. Να δω τους φίλους μου ξανά και να πάμε μια βόλτα κάτω στα τείχη του Κούλε, να δεις λίγο νεράκι, να αναπνεύσεις λίγο αλάτι.
Η πόλη του Ηρακλείου σίγουρα δεν την λες και ακριβώς όμορφη αλλά δεν έχει σημασία μιας και όταν είσαι δεμένος απόλυτα συναισθηματικά με κάτι, η ομορφιά αλλάζει μορφή και γίνεται εντελώς προσωπική. Οι νόμοι της αντικειμενικότητας καταρρίπτονται αυτομάτως.
Για μένα όμορφο είναι να ξυπνήσω στο παιδικό μου δωμάτιο και να ανοίξω το παράθυρο που τρίζει από τα χρόνια, να δω εκείνο το καταπράσινο λιόφυτο, να ακούσω τα πουλιά που μιλάνε και τα σκυλιά μου στον κήπο που περιμένουν να παίξω μαζί τους.
Αυτές οι μέρες σίγουρα είναι δύσκολες για όλους μας, και σίγουρα θα περάσουν.
Αυτό που με ευχαριστεί είναι πως η καραντίνα μου έδωσε την ευκαιρία να συνδεθώ λίγο περισσότερο με τα συναισθήματα μου και να κατανοήσω αυτό που λέμε νοσταλγία του τόπου.
Και καθώς ο Μάρτιος είναι στις πύλες και ετοιμάζεται να μας ραντίσει με αλλεργίες, άπειρη ζέστη, κουνούπια και μία χαλάρωση των μέτρων περί κορονοϊού, εγώ χαίρομαι που βρήκα κάτι ζωντανό μέσα μου και κάνω σχέδια για το καλοκαίρι να επισκεφτώ ξανά το αγαπημένο νησί, τους αγαπημένους δρόμους και το αγαπημένο σπίτι.
Ελπίζω να μην μας τα χαλάσει η νέα καραντίνα και να πάνε όλα καλά.