Εκεί που ήμουνα ωραία, ωραία και πότιζα το φίκο μου πάνω στο γραφείο, κάνω έτσι, και κοιτάω έξω από το παράθυρο, το μάτι μου τράβηξε μία σκοτεινή αλλά ταυτόχρονα και φωτεινή σιλουέτα που πέρναγε το δρόμο βιαστική.
Μαλλιά να ανεμίζουν στη πλάτη. Όπα.
Μένω με ανοιχτό το στόμα. Ήταν όντως αυτή; Μπα. Κι όμως, τρέχω με το ποτιστήρι στο χέρι στα παράθυρα του σαλονιού - βηματισμός Peggy Bundy - και την ακολουθώ μέσα από το σπίτι τρέχοντας.
Δεν προλαβαίνω να δω το πρόσωπο της, αλλά κοιτάω την πλάτη και την χαριτωμένη κορμοστασιά να απομακρύνεται από την Τσαμαδού και να στρίβει Δεληγιάννη προς την ανηφόρα.
Όχι μη το κάνεις, μου λέει ο φίκος. Το κάνω.
Παρατάω ποτιστήρια πάνω στο πικάπ, βάζω καμπαρντίνα γυαλιά ηλίου, παίρνω λεφτά, κινητό και σβουρίζω όξω από την πόρτα σαν άνεμος.
Μπας και την προλάβω.
Βγαίνω από πολυκατοικία, πιάνω να βάλω πρώτη στην ανηφόρα (έχω να περπατήσω και δυο μέρες, έχω ξεχάσει πως γίνεται), συνειδητοποιώ πως την έχω ακόμη στο οπτικό μου πεδίο, καλό αυτό, αρχιλαντζέρης στο στρατό τι να μασήσω, δεν ξέρω αν είναι αυτή, τα παίζω όλα, την ακολουθώ με γρήγορο βήμα, εκείνη στρίβει Καλλιδρομίου, σχεδόν τρέχω λαχανιασμένος.
Μπαίνω στην ανηφόρα, έχει λαϊκή, Σάββατο είναι το ξέχασα, έχω χάσει τις μέρες με την καραντίνα, δεν έχει και πολύ κόσμο, ανοίγω βήμα κι άλλο αλλά η άτιμη ρίχνει τρεχάλα roadrunner, κάνω να ανοίξω κι άλλο το βήμα και ξαφνικά συνειδητοποιώ, αφού κοιτάω προς τα πόδια μου, πως φοράω παντόφλες.
Δεν προλαβαίνω να το σκεφτώ και να κοιτάξω πάλι μπροστά και φλαπ πέφτω με τη μούρη πάνω σε κάτι υγρό, σκληρό και μυρωδάτο!
Τσιπούρες, λαβράκια, σαρδέλες και μπαρμπούνια με περικυκλώνουν, τα βλέπω στον αέρα που πετάνε και μου χαμογελάνε και μου λένε με τον ιδιαίτερο τρόπο τους πως σε μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου θα σκάσουν στη μάπα μου κι εγώ τους κλείνω το μάτι και σκάω πρώτος σαν καρπούζι πάνω σε κάτι αμφιβόλου προελεύσεως νερά.
Φυσικά, Φυσική.
ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ να διαπεράσεις τον πάγκο του Ψαρά, λέει η Φυσική, πρέπει να τον αποφύγεις. Με βοηθάνε κάτι χέρια να επανέλθω σε σωστό επίπεδο, κάνω να ξεσκονιστώ αλλά δεν έχει νόημα, πρέπει να μπω στο κλίβανο, η καμπαρντίνα έχει σουρώσει και στάζω χταπόδια και φύκια.
Βάζω χέρι στη τσέπη και δίνω λεφτά, το βλέμμα ακόμη καρφωμένο στη πλάτη της, δεν την έχω χάσει ακόμη, τη βλέπω μέσα στο πλήθος να πηγαίνει προς αστυνομικό τμήμα μεριά.
Σκέτο ραντάρ.
Κάποιος με σελώνει με μία μπλε πλαστική σακούλα γεμάτη σαρδέλες την κοιτάω την παίρνω παραμάσχαλα, νιώθω μεταλλαγμένος, κάτι ανάμεσα σε Μπομπ Σφουγγαράκη και Μανταλένα, και αρχίζω πάλι τη τρεχάλα με τη παντόφλα να βγάζει σπίθες και να σπινιάρει στο λεκιασμένο οδόστρωμα.
Κάνω ντρίμπλες Βαζέχα, μου κάνουν τάκλιν, αποφεύγω, πιρουέτες Νιζίνσκι, σαρδέλες σκάνε πάνω σε βουνά με πορτοκάλια και κουνουπίδια, πηδάω καρότσια, μόνο ρόδα και κατακόρυφο δεν έχω κάνει αλλά κοντά είμαι, τη βλέπω σχεδόν έξω από το τμήμα τέρμα Καλλιδρομίου, έχω ιδρώσει, μυρίζω Μεσόγειο, σχεδόν την ακουμπάω, είναι γρήγορη όμως η άτιμη, ρίχνουμε άγκυρα σχεδόν ταυτόχρονα Ιπποκράτους και τσουπ, ένα αυτοκίνητο φρενάρει μπροστά της κι εκείνη μπαίνει μέσα.
Φτου σου!
Και δεν φτάνει μόνο αυτό, την ώρα που ανοίγει τη πόρτα του συνοδηγού για να μπει μέσα, με αρπάει μια χερούκλα, λαβή Κουταλιανός, από τον ώμο και με στριφογυρίζει σχεδόν 180 μοίρες και δεν προλαβαίνω να δω αν όντως ήταν αυτή.
Ε ρε φίλε.
«Παρακαλώ, άδεια κυκλοφορίας και ταυτότητα» ακούω τη φωνούλα και βλέπω την άγνωστη φάτσα να με κοιτάει κάπως αδιάφορα μέσα από μία στολή και καπέλο πέργκολα στο κούτελο.
«Ε;».
Επαναλαμβάνει.
Σκατά.
Από την βιασύνη μου να την προφτάσω δεν είχα στείλει μήνυμα στο 13033. Βγάζω ταυτότητα, κάνω να πω μία δικαιολογία, πάω να δείξω το αυτοκίνητο αλλά δεν υπήρχε πλέον αυτοκίνητο.
Μου κολλάει τη κλίση στο κούτελο λες και είμαι ο Χιώτης. Δεν κοιτάω καν το ποσό στο χαρτί.
Μιζέρια και ψαρίλα στάζει ο ουρανός.
Παίρνω τη κατηφόρα κι αισθάνομαι σαν πρωταγωνιστής σε κάποια ταινία του Ζακ Τατί που ποτέ δεν κυκλοφόρησε για ευνόητους λόγους.
Φτάνω σπίτι μου, με το πλαστικό τσουβάλι τις σαρδέλες ακόμη στο χέρι και την κλήση στο άλλο.
Κοιτάω τις σαρδέλες και σκέφτομαι πως δεν έχω καν φούρνο να τις κάνω λαδορίγανη.
Μπαίνω μέσα και μου έρχεται η ιδέα να της γράψω ένα γράμμα. Αρχίζω γράφω, γράφω, γράφω. Σταματάω, κοιτάω το φίκο στο γραφείο, με κοιτάει κι αυτός.
Επιμένω. Επιμένει κι αυτός. Ρεζιλίκια, μου λέει. Τον αγνοώ.
Βάζω το γράμμα σ’ ένα φάκελο και βγαίνω έξω προς αναζήτηση κουτιού ΕΛΤΑ. Δεν προλαβαίνω να κάνω ένα βήμα και κοιτάω τον κάδο απέναντι. Ρίχνω το γράμμα μέσα μαζί με ότι άλλο σκουπίδι είχα στη τσέπη μαζεμένο τώρα και καμιά βδομάδα.
Μεταβολή και σπίτι ξανά. Ακούγεται φασαρία από το δρόμο, το απορριμματοφόρο αδειάζει το κάδο. Με κοιτάει ο φίκος και μου λέει ηλίθιε τη κλήση.
Τρέχω προς τα έξω αλλά τζίφος. Το σκουπιδιάρικο έφυγε και ρουφάω μερακλήδικα το ντίζελ σύννεφο που άφησε πίσω του. Πάει καρφί χωματερή, μαζί του και η κλήση που την είχα τσαλακωμένη στη τσέπη μου παρέα με το γράμμα από τα νεύρα μου.
Κάνω να μπω μέσα στο σπίτι μπας και καταφέρω να κρεμαστώ με την ησυχία μου αλλά όχι!
Ούτε να κρεμαστείς. Η πόρτα του σπιτιού μου έκλεισε από τον αέρα. Κάνω να πιάσω τα κλειδιά.
Τα κλειδιά άφαντα, πουθενά τα κλειδιά. Κλειδώθηκα έξω. Σχεδόν χτυπάω το κεφάλι μου στο τοίχο. Τις σαρδέλες μου σκέφτομαι. Τι θ’ απογίνουν;
Ξαναπάω Καλλιδρομίου με παντόφλα που έχει γίνει μαύρη από τα χιλιόμετρα, να δω μήπως βρω εκείνο το κλιμάκιο μπας και με ξαναγράψουν. Τους βρίσκω Ασκληπιού, βρε μα την έχασα, δεν μας νοιάζει, δεν γίνονται αυτά, βρε τι θα κάνω, πήγαινε σπίτι σου, και πως θα την πληρώσω, δεν μας νοιάζει μαζέψου.
Σκύβω το κεφάλι και παίρνω πάλι το δρόμο για σπίτι.
Κι εκεί κάπου συνέβη.
Ακούω μια γνωστή φωνούλα-καμπανούλες της άνοιξης-μελωδία της ευτυχίας-στάλες της βροχής πάνω σε τριαντάφυλλα κατά Χαριλάου Τρικούπη γωνία με Σόλωνος. Γυρνάω και ο κόσμος λάμπει. Ουράνια τόξα αστράφτουν. Λουλούδια ανθίζουν και ποταμοί από νέκταρ χύνονται στη καρδούλα μου.
«Τι έπαθες;» μου λέει εκείνη. Είχα να τη δω 3 βδομάδες σχεδόν.
«Τι φάση;» μου λέει ξανά και κάνει νόημα προς τη παντόφλα Michelin.
«Τα αναγκαία ψώνια» λέω με ψυχραιμία κατσαρίδας που τη πιάσανε βουτηγμένη μέσα στη ζάχαρη του νεροχύτη. Με κοιτάει στα μάτια και γελάει.
Στίχοι του Δημητράκη του Πορτιέρη σκάνε ύπουλα από σκοτεινές γωνίτσες.
No safety or surprise
The end
I'll never look into your eyes again
This is the end, beautiful friend.
«Σου έστειλα γράμμα» μου λέει. Βρέχει πετιμέζια στη ράφλα μου. «Δεν μου αρέσει το facebook».
Υπάρχουν και τα email σκέφτομαι εγώ ο αντιδραστικός. Τηλέφωνα; Φαξ; Σήματα Μορς, Καπνοί με κουβέρτα; Όχι! Αυτή εκεί. ΓΡΑΜΜΑ. Από την αρχή που τη γνώρισα μου το τσαμπουνάει. Να στέλνουμε γράμματα λέει, στη καραντίνα. Βρε τι ανωμαλία κι αυτή. Που έπεσα ο άνθρωπος; Τον Τριφό μου μέσα.
«Πότε θα;» πάω να ψελλίσω.
«Θα δούμε» μου λέει και μου γυρνάει πλάτη. Αισθάνομαι σαν να είμαι πάλι στο Γυμνάσιο και κάποιος με σφαλιάρωσε στο σβέρκο με χθεσινή ζαμπονοτυρόπιτα.
Αχ βαχ, η πιο ωραία μαχαιριά στη καρδιά που έχω φάει τα τελευταία 30 χρόνια. Την κοιτάω που απομακρύνεται με το μαχαίρι και όλο το αίμα απλώνεται στα πόδια μου υπέροχα και αργά.
Άτιμε Κορονοϊέ, Άτιμη Καραντίνα!
Πετάω στα σύννεφα σαν πουλάκι με παντόφλες. Παίρνω τηλέφωνο τον καλύτερο μου φίλο και του λέω να έρθει να μου ανοίξει με τα κλειδιά που του έχω δώσει για ώρα ανάγκης.
Σκάει και του λέω τον πόνο μου στην εξώπορτα. Γελάμε και πίνουμε παραγγελιά καφεδούμπα στο κατώφλι μου. Με μουτζώνει.
«Πάω ν' απλώσω τις σαρδέλες» του λέω και δίνουμε χέρια. Μέγα λάθος. Ας χτυπήσω μία ξεγυρισμένη σάουνα με αντισηπτικό.
Το αντισηπτικό σου ‘λειπε Φλορεντίνο Αρίσα, μου λέει ο φίκος. Πιάνω το ποτιστήρι για να τον κάνω να σκάσει.
Από αύριο θα τον βάλω στο χολάκι τιμωρία να φυλάει τσίλιες για τον ταχυδρόμο.