Κινηματογράφος/Εικόνα
Ξεκινάω κάπως παράδοξα αλλά το κάνω γιατί νομίζω πως η κοινωνία μας πλέον είναι απόλυτα σχηματισμένη από το σινεμά και την εικόνα γενικότερα. Πώς επηρεάζει το γράψιμο σου ο κινηματογράφος και η εικόνα; Πιστεύεις πως είναι μία τέχνη που αξίζει και αν ναι γιατί. Προσωπικά είμαι λίγο καχύποπτος με το σινεμά, θεωρώ πως είναι μία τέχνη ελαφρώς παραπλανητική, σε παραμορφώνει, σε συγκινεί εκεί που δεν θα έπρεπε να νιώθεις τίποτα γιατί βρίσκεσαι ενώπιον παιχνιδισμάτων του φωτός και των σκιών. Φυσικά βλέπω ταινίες όπως οι περισσότεροι, αλλά δεν παύω να είμαι καχύποπτος.
Η εποχή είναι των θραυσμάτων και των ταχύτατων εφήμερων εικόνων, οπότε ναι, αυτό αντανακλάται στο γράψιμό μου, κι είναι ένας λόγος που δουλεύω με αποσπάσματα και θραύσματα λόγου. Σχεδόν πάντα η αφορμή δίνεται από μια στιγμιαία εικόνα της καθημερινότητας, ή μια εντύπωση που κανονικά δεν θα έπρεπε να εγγραφεί πουθενά, είτε είναι το εικονοστάσι κάτω από το σπίτι μου, είτε οι ρωγμές στο πεζοδρόμιο που εκείνο ανοίγει. Πιστεύω στο σπάραγμα, και τα σπαράγματα έχουν έναν τρόπο να παραπέμπουν το ένα στο άλλο, ώστε τελικά υφίσταται δομή ήδη, μια οργάνωση φυσική και κρυφή.
Αγαπώ πολύ τα σκληρά νουάρ και νεονουάρ. Ωστόσο, ένα αυθόρμητο top-5 είναι το εξής,
Das Boot (1981, Wolfgang Petersen)
Τα φτερά του έρωτα (1987, Wim Wenders)
Damnation (1987, Béla Tarr)
Δον Κιχώτης (1957, Grigori Kozintsev)
Laura (1944, Otto Preminger)
Top-5 αγαπημένων σκηνοθετών: Sam Peckinpah, Woody Allen, Joseph Losey, Sergei Parajanov, Luchino Visconti.
Το γοητευτικο με το σινεμά είναι πως συνδυάζει τις άλλες τέχνες, είναι μαζί θέατρο και μουσική, ζωγραφική, λόγος και κίνηση. Το σινεμά είναι η πιο συνθετική μορφή έκφρασης. Ο χώρος του κινηματογράφου είναι επίσης κρίσιμος, προσφέρει καταφυγή, γι αυτό προτιμώ αίθουσες υπόγειες ή πάντως κλειστοφοβικές, ώστε να μένει απέξω ο κόσμος.
Γράφοντας πριν λίγο καιρό ένα κείμενο για την «Αγέλαστο πέτρα» του Φίλιππου Κουτσαφτή (2000) συνειδητοποίησα πολύ έντονα κάτι ακόμη, ότι κάθε ανάμνηση μιας ταινίας φέρει μαζί τις αναμνήσεις των προηγούμενων προβολών της, δηλαδή ότι ενσωματώνουμε στην ταινία κάτι από τις συνθήκες που την είδαμε τις προηγούμενες φορές – κι έτσι, με έναν τρόπο, όταν επανερχόμαστε σε μια ταινία εμβαθύνουμε σε μια ιδιωτική σκηνοθεσία της, κι αυτή είναι μια διαδικασία που μπορεί να κρατά δεκαετίες. Από αυτή την άποψη, η κρυφή δύναμη του θεατή είναι μεγαλύτερη στο σινεμά απ’ ό,τι στο θέατρο, όπου η διάδραση είναι προφανής, αλλά εφήμερη.
Ο έρωτας
Όσο περνούν τα χρόνια και παρατηρώ την πορεία των ανθρώπων γύρω μου, τόσο φαίνεται να επιβεβαιώνεται ο κανόνας πως στη ζωή αυτή άλλη γυναίκα ερωτεύεσαι, άλλη παντρεύεσαι, και τελικά με άλλη γυναίκα κοιμάσαι. Είναι ο κανόνας που επιβεβαιώνεται καθημερινά, ενώ για τις εξαιρέσεις διατηρούμε πάντοτε αμφιβολίες.
Ποιος μπορεί να εξηγήσει γιατί έχουν έτσι τα πράγματα, γιατί είναι τόσο διεστραμμένα; Νομίζω πως ο έρωτας εκ φύσεως αυτοκαταστρέφεται, ή μεταλλάσσεται σε ό,τι ευφημιστικά λέμε «αγάπη».
Βρίσκω λοιπόν διασκεδαστική τη διάκριση των ειδικών ανάμεσα στον «ναρκισσιστικό έρωτα», όπου παλινδρομεί εμμονικά ο νοσηρός ερωτύλος, και στον ώριμο ή «ενήλικο έρωτα», που τον βαφτίζουν αγάπη. Αυτό που ξέρουν, αλλά δεν λένε, είναι πως ο έρωτας που γίνεται αγάπη δεν είναι πια έρωτας, γι’ αυτό εξάλλου μπορείς να αγαπήσεις πολύ χωρίς να ερωτευτείς ποτέ.
Σε βάθος χρόνου η αγάπη αποδεικνύεται πιο δύσκολη από τον έρωτα. Ωστόσο, νομίζω πως όσο γερνά κανείς, τόσο λιγοστεύουν οι πιθανότητες να ερωτευτεί αληθινά. Ο έρωτας θέλει υπεράνθρωπες δυνάμεις, κι όπως είπε ένας φίλος, θα έπρεπε να απαγορευθεί από μια ηλικία και πέρα.
Στον έρωτα οι άνθρωποι βολεύονται με τα εύκολα όταν έχουν φάει τα μούτρα τους με τα δύσκολα, κι επειδή αυτό τους ενοχλεί κατά βάθος (τόση αυτογνωσία την έχουν) μιλάνε για αγάπες και στοργή, ώσπου στο τέλος πείθονται κι οι ίδιοι πως καλά τα κάνανε όλα. Σε όλα τα πράγματα η πενία τέχνας κατεργάζεται. Επομένως, οι χλιαροί έρωτες είναι στην πραγματικότητα πιο εγωιστικοί από τους «ναρκισσιστικούς», και πάντως υποκριτικοί και διόλου εμπνευστικοί. Ο ναρκισσιστικός έρωτας παίρνει την εκδίκησή του μέσω της τέχνης. Εκεί φέρει τεράστιο πολιτισμικό φορτίο, ενώ οι στοργικοί σύντροφοι είναι ανύπαρκτοι στη λογοτεχνία και παντού, ακόμη και στα καφενεία προκαλούν τη θυμηδία. Μας θρέφει το πάθος και όχι η βολή.
Γυναίκες
Ποια είναι η σχέση σου με τις γυναίκες; Τις λατρεύεις, τις προσκυνάς, τις θαυμάζεις, σε φοβίζουν; Βλέπεις πάνω τους μία αιώνια Μητέρα; Σε ταλαιπωρούν; Τις ταλαιπωρείς; Πως οι γυναίκες εγκαθίδρυσαν την επιρροή τους πάνω στις λέξεις σου;
Είμαι μισογύνης στον βαθμό που είμαι μισάνθρωπος καθ’ υποτροπήν, και θα ήταν ρατσιστικό να μισώ μόνο τους άντρες. Και τα δύο φύλα γίνονται εξίσου αξιομίσητα με πρώτη ευκαιρία, κι έτσι έχουν την ισότητα που τους αξίζει. Από εκεί και πέρα διατηρεί το καθένα τη διαφορετικότητά του, η οποία έχει ρίζες βιολογικές και ψυχολογικές με ιστορία χιλιετιών. Αν κάτι παροδικά ενώνει άντρες και γυναίκες είναι η μοναξιά μπροστά στα ερωτήματα που θέτει η ζωή. Αρκετή δεν είναι;
Συνήθως μέσα σε μια σχέση οι γυναίκες κάνουν περισσότερη υπομονή από τους άντρες, ανέχονται πολλά και δείχνουν μεγαλύτερη φροντίδα, αλλά από ένα σημείο και πέρα είναι πιο έτοιμες να γυρίσουν τον διακόπτη και να τσιμεντώσουν το παρελθόν, και μάλιστα με έναν τρόπο πιο απόλυτο απ’ ό,τι οι άντρες σε αντίστοιχες περιπτώσεις. Ο λόγος είναι πως ακόμη κι οι πιο λάγνες γυναίκες αναζητούν την ασφάλεια, ενώ κατά κανόνα οι άντρες παρασύρονται από μια ανερμάτιστη εκρηκτικότητα διαρκείας που μπορεί να τους κάνει και πιο ρομαντικούς κατά βάθος, αλλά την πληρώνουν.
Οι περισσότερες γυναίκες ερωτεύονται μια φαντασιακή εικόνα του συντρόφου τους – φαντασιακή, επειδή στον κόσμο αυτό δεν υπάρχουν εγγυήσεις ότι κάποιος θα σε προστατεύσει – , και αφής στιγμής την απομαγεύσουν, πορεύονται ολίγον θλιμμένα μαζί του, είτε φεύγουν και δεν επιστρέφουν ποτέ, εφόσον το επιτρέπει η ηλικία κι η κατάστασή τους. Γι΄αυτό λέμε ότι κάθε δυσθυμία και έκρηξη είναι και μια ελάττωση της αρχικής μαγείας, ώσπου από ένα σημείο και πέρα όλα είναι πολύ δύσκολο να συντηρηθούν.
Η γυναίκα δεν επιθυμεί να είναι Μούσα. Μπορεί να τη διασκεδάζει η ιδέα, όμως προτιμά να αγαπιέται εδώ και τώρα παρά να εμπνέει ποίηματα (πόσω μάλλον, όταν αντιλαμβάνεται πως δεν πρόκειται για αριστουργήματα). Παρ’όλα αυτά, είναι μια μοναδική συνάντηση όταν μια γυναίκα εμπνέει εικόνες ή μια λέξη άκοπα και ενστικτωδώς, αντιστρέφοντας τους ρόλους της ζωής χωρίς την παραμικρή προσπάθεια, λες κι είναι εκείνη που δίνει το σπέρμα κι ο συγγραφέας που θα γεννήσει αργότερα. Ελπίζω να ισχύει και το αντίστροφο, δηλαδή κάποιοι άντρες να εμπνέουν τις δημιουργικές γυναίκες, ώστε όλα να επιστρέφουν πάλι μέλι-γάλα στη φυσική τους εκδοχή. Φαίνεται πως ζούμε σε έναν κόσμο γεμάτο με προαιώνιους κι ακούσιους φορείς της έμπνευσης!
Μηχανές Παντός Τύπου
Φτάνουμε αναπόφευκτα στις μηχανές. Τι ρόλο παίζουν οι μηχανές στη ζωή σου; Ποιες είναι οι μηχανές που δουλεύεις και ποιες είναι οι μηχανές που θα ήθελες να δουλεύεις. Όταν λέω μηχανές εννοώ τα πάντα, από γραφομηχανή μέχρι αυτοκίνητο, από μία απλή αριθμομηχανή μέχρι ιδιωτικό αεροπλάνο και μηχανή του γκαζόν. Τι αισθάνεσαι απέναντι στις μηχανές. Είναι μία σχέση ψυχρή, μία σχέση που σε καταβάλλει ή σε ανυψώνει; Τι μηχανές έχεις στην κατοχή σου και τι μηχανές ξεφορτώθηκες μέσα στα χρόνια;
Μου αρέσει πολύ το «αναπόφευκτα» που χρησιμοποιείς για τις μηχανές μετά τα περί γυναικών! Η ψηφιακή εποχή μου προκαλεί αποστροφή και θλίψη. Καθώς όλα γίνονται ψηφιακά, τα αντικείμενα ατονούν, κι η σχέση μας μαζί τους γίνεται επουσιώδης. Είναι, όμως;
Δεν εμπιστεύομαι ανθρώπους που είναι ανίκανοι να δεθούν με αντικείμενα και μηχανές. Τα πράγματα είναι φτιαγμένα για να ταιριάζουν με τα χέρια μας, ας πούμε οι λαβές των όπλων και τα τιμόνια, γενικώς τα αντικείμενα ξυπνούν μνήμες, κουβαλούν χρήσεις, οξειδώσεις, λησμονημένες ιδιότητες, είναι υλοποιημένοι σχεδιασμοί αλλοτινοί που πια γίνονται φανταστικοί γιατί δεν υπάρχει ανάγκη γι’ αυτούς. Γερνάμε μαζί τους, ή έτσι θα έπρεπε.
Το αυτοκίνητο μπορεί να είναι για τον άντρα ό,τι ήταν κάποτε το άλογο για τον ιππότη, ένα μέσο ελευθερίας και αυτονομίας. Αγαπώ αυτοκίνητα που έχουν αποδείξει τον χαρακτήρα τους, ας πούμε το ΜΧ-5, το 2CV ή το Peugeot 205. Έχω συμβιωτική σχέση με το ρολόι μου, δώρο του πατέρα μου όταν πήγαινα στο γυμνάσιο, και με μια πένα Karas Kustoms φτιαγμένη από scrap, δώρο του Γιώργου - Ίκαρου Μπαμπασάκη («και τρακτέρ να περάσει πάνω της δεν παθαίνει τίποτα», μου είπε όταν μου την έκανε δώρο, καθώς έχω ένα μοναδικό ταλέντο να καταστρέφω τις πένες, ακόμη κι αυτές που προορίζονται για επαγγελματίες γραφιάδες). Συμβιώνω και με τη φωτογραφική μου μηχανή. Τώρα που το σκέφτομαι, η φωτογραφική μηχανή και η πένα έχουν κάτι από όπλο, έτσι όπως τις σηκώνεις στα χέρια σου και τα βάζεις με τον χρόνο και με όλους.
Λέξεις
Όπως καταλαβαίνεις δεν γίνεται να μην ρωτήσω. Τι θα ήταν η ζωή σου χωρίς αυτές; Θα ήσουν ο ίδιος αν δεν υπήρχαν; Ποιες είναι οι αγαπημένες σου λέξεις; Αυτές που έχεις μαζί τους μια σχέση σχεδόν εμμονική/ερωτική; Ποιες είναι εκείνες που μισείς; Πότε ερωτεύτηκες για πρώτη φορά τις λέξεις και ποιος ήταν εκείνος που σε μύησε σε αυτές;
Με τις λέξεις είσαι πανίσχυρος. Γράφοντας μπορείς να κάνεις τα πάντα – να γυρίσεις πίσω τον χρόνο, να αψηφήσεις την πραγματικότητα, να λατρέψεις ή να εκδικηθείς όποιο θεό θέλεις. Δεν χρειάζεσαι καν έναν χώρο εργασίας για να κοπανάς γλυπτά ή για να κάνεις πρόβες. Αρκεί ένα σημειωματάριο και γράφεις καθοδόν, είσαι ελεύθερος απ’ όλα, είναι απίστευτο πράγμα, και τόσο απλό. Το μεγαλύτερο μέρος του «Αλλόκοτου Ελληνισμού» το έγραψα στα καφέ μιας ελληνικής πόλης όπου δεν γνώριζα κανέναν, και στο γραφείο ενός πεθαμένου δικηγόρου, όπου δεν μπήκα καν στον κόπο να σφουγγαρίσω.
Η αληθινή μύηση στις λέξεις έγινε με έναν φαινομενικά ψυχρό τρόπο, όταν στο εξωτερικό αναγκάστηκα να σπουδάσω για χρόνια τις ελληνικές πηγές της ύστερης αρχαιότητας για χάρη του διδακτορικού μου. Τα μεταπτυχιακά και το διδακτορικό μου είναι στη Φιλοσοφία, αλλά σε τομέα αρχαίας Φιλοσοφίας που ανήκει σε τμήμα Κλασικών Σπουδών. Εκεί ήρθα σε επαφή με εκδοχές της ελληνικής «ενδιάμεσες» και ρευστές. Και πολλά απογεύματα στις παμπ διάβαζα νεοελληνική λογοτεχνία και ποίηση – θυμάμαι μια περίοδο που κουβαλούσα από το πρωί στον σάκο μου το «Σύσσημον» του Νίκου Παναγιωτόπουλου, και τα βιβλία του Κωστή Παπαγιώργη, τα οποία αγαπούσα από μαθητής και ξαναδιάβασα με άλλα μάτια. Συμβαίνει κάτι μοναδικό όταν μελετάς μια γλώσσα μακριά από τον τόπο της. Την ξαναβρίσκεις χωρίς τα μπαγκάζια του νοσηρού νεοελληνικού περιβάλλοντος. Είσαι μόνος μαζί της.
Δεν υπάρχουν λέξεις που μισώ – ακόμη κι οι πιο άθλιες, από το «κοτομπέικον» μέχρι το «playroom» στις αγγελίες ακινήτων μπορούν να σε ερεθίζουν και να ανακινούν μέσα σου συνδέσεις, όπως συμβαίνει με τις κακές θεατρικές παραστάσεις, που γι’ αυτό δεν είναι κακές. Νομίζω πως η κακία είναι μόνον ανθρώπινη ιδιότητα. Δεν υπάρχουν κακά έργα. Μόνον κάποιοι άσχετοι φιλόλογοι μισούν λέξεις. Εμμονική σχέση έχω με το επίρρημα «αναπόταμα», και με όρους επιστημονικούς που έχουν μια ακούσια ποίηση μέσα τους, όπως ο αστρονομικός όρος «ορίζοντας γεγονότων», ή οι «φυλλοσκόποι» των ορνιθολόγων, τα μεταναστευτικά πουλιά που σήμερα διάβαζα ότι πέθαναν κατά εκατοντάδες, έπεφταν μισοπαγωμένα στην άσφαλτο λόγω των δυσχερών καιρικών συνθηκών, μια ατελής μετανάστευση.
Για την καραντίνα
Πιστεύεις πως το να μένει κανείς μόνος με τον εαυτό του τον κάνει δυνατότερο ή όχι; Εγώ πιστεύω ότι η μοναξιά είναι παγίδα που αν δεν πέσεις μέσα της σε κάνει πιο δυνατό, είναι σαν μια ζωή παράλληλη, ζεις δίπλα με ένα άγριο πεινασμένο ζώο που πρέπει πάντα να προσέχεις να μην σε κατασπαράξει, ζεις με την παγίδα/μοναξιά σου αλλά δεν πρέπει ποτέ να πέσεις μέσα της γιατί μπορεί να χαθείς. Εσύ τι λες γι' αυτό; Πρέπει κανείς τελικά να χάνεται; Πρέπει κανείς να επιδιώκει τη μοναχικότητα του; Τι είναι για εσένα οι τέσσερις τοίχοι; Φυλακή ή Σωτηρία;
Αν δεν μπορείς να βρεις με τον εαυτό σου δεν θα τα βρεις ούτε με τους ανθρώπους. Έπειτα, η ελευθερία έχει πολύ να κάνει με την ικανότητα να διαχειρίζεσαι τη μοναχικότητά σου. Συχνά, η δημιουργία είναι μια μεταβολισμένη μοναξιά και μοναχικότητα (αυτά είναι διακριτά πράγματα: η μοναξιά είναι αθέλητη, ενώ την μοναχικότητα την επιλέγεις). Ακόμη και η υγιής κοινωνικότητα περνάει από τη μοναχικότητα, μάλιστα νιώθω πως η μοναχικότητα βρίσκεται σε μια παράξενη σχέση συμπάθειας με τη φιλία, λες κι η ένταση της φιλικής παρέας εναλλάσσεται με εκείνην της μοναχικής περιπλάνησης, όπως τα μέρη μιας μουσικής συμφωνίας.
Γενικώς πάντως ισχύει μια εξίσωση περί μοναχικότητας που βρήκα στον Σοπενχάουερ: «όσο περισσότερα έχει κανείς καθ΄εαυτόν, τόσο λιγότερα χρειάζεται έξωθεν και τόσο λιγότερα μπορούν να σημαίνουν οι άλλοι γι’ αυτόν». Ή αλλιώς, «...καταλήγει κανείς στην διαπίστωση ότι ο βαθμός κοινωνικότητας κάθε ανθρώπου βρίσκεται σε ευθεία αναλογική σχέση με το πόσο πνευματικά ενδεής και γενικά φαύλος είναι, καθώς στην ζωή δεν έχει κανείς και πολλές επιλογές πέραν από εκείνη μεταξύ μοναχικότητας και φαυλότητας». Γι’ αυτό κι οι σοφοί άνθρωποι γνωρίζουν πολύ κόσμο, αλλά εντέλει προτιμούν την ησυχία τους.
Ανήρ/Πόλεμος
Τι θα έλεγες σε κάποιον άνθρωπο που τώρα ανδρειώνεται; Το απόσταγμα σου σαν άνδρας, αυτό που σε βασανίζει, αυτό που σε κάνει να ξυπνάς το πρωί, αυτό που σε κάνει να μην κοιμάσαι τις νύχτες. Τι θα έλεγες σε ένα αγόρι; Πως θα το συμβούλευες για να πορευτεί στη ζωή του σαν μελλοντικός άνδρας; Ποια θα ήταν η αντίδραση σου αν έπρεπε να αποφασίσεις να στείλεις κάποιον στη μάχη; Θα το έκανες;
Ποτέ δεν θα έστελνα κανέναν στη μάχη. Αν πρέπει να πείσεις κάποιον να πολεμήσει, τότε μάλλον δεν είναι εξαρχής καλός πολεμιστής. Θα κάνει ζημιά. Το θέμα είναι να πολεμάς χωρίς να σε πείθουν. Το μόνο πράγμα στο οποίο έχω ακράδαντη πίστη είναι η ελευθερία του ατόμου να επανιδρύει τον εαυτό του, και να διαλέγει τα όπλα και τις μάχες του. Ο κόσμος είναι γεμάτος πεδία μαχών ορατά και αόρατα.
Συμβουλή για τη ζωή έχω πρώτη, να δρας εγκαίρως. Πολλές κινήσεις είναι δυνατές, ωστόσο κάθε μια έχει τα περιθώριά της για να γίνει. Συμβουλή δεύτερη, απευθείας από τον Μάρκο Αυρήλιο: Ασχολείσου με ό,τι είναι στο χέρι σου, και μην αναλώνεσαι με ό,τι βρίσκεται πέρα από τον έλεγχό σου. Επίσης, ισχύει πάντα ότι εμείς κάνουμε τη δουλειά μας κι οι γελοίοι τη δική τους.
Καλό είναι βέβαια να γνωρίζει κανείς ότι όλες μας οι αποφάσεις, και τα αποτελέσματά τους, μένουν λίγο πολύ αδιαφανή. Ποτέ δεν θα μάθεις αν όντως έκανες ό,τι μπορούσες σε μια περίσταση, γιατί ποτέ δεν φτάνεις να γνωρίσεις τόσο καλά τον εαυτό σου – ίσως έκανες πολύ λιγότερα απ’ όσα μπορούσες, ή και περισσότερα. Αυτή η οριστική αδιαφάνεια προσώπων και καταστάσεων είναι λόγος να μην κλείνει κανείς μάτι τη νύχτα, η βέβαιη γνώση πως τα πράγματα είναι αβέβαια και προϊόντα μιας διαρκούς ταλάντωσης, ας πούμε όταν και ο καλύτερος φίλος σου γίνεται άθελά του χαιρέκακος κάποιες στιγμές, ή όταν η ωραία σου ερωμένη δεν εννοεί οπωσδήποτε όσα λέει, κι ας μην το αντιλαμβάνεται καν. Πορευόμαστε κατά προσέγγιση, η ζωή μοιάζει με ένα ανεπαίσθητο τρέμουλο, κι αυτό στην περίπτωση που θα φερθείς έξυπνα και σχετικά σοφά. Η όποια ηρεμία είναι συγκυριακή. Ο πυρήνας της ζωής μας μένει απρόσβατος.
Η ελληνική γεωγραφία
Ποια είναι η αγαπημένη σου πόλη στην Ελλάδα και γιατί. Η Αθήνα μπορεί να ικανοποιήσει τη δίψα σου για το άγνωστο; Πιστεύεις πως είναι μία πόλη που αντέχει το ψυχικό βάρος ενός αθεράπευτου γυρολόγου;
Όμορφη πόλη είναι εκείνη όπου βιώνεις απότομες εντάσεις, εναλλαγές και ασυνέχειες. Κι αυτό δεν έχει πάντοτε να κάνει με την καλή αισθητική ή την αρχιτεκτονική, όσο με την απουσία τους. Μου αρέσουν μέρη ημιτελή και εκκρεμή, με τις φριχτές «αναμονές» (τι λέξη! Θέλω να γράψω για τις αναμονές...) στις οροφές, με τα σκυλιά στις πυλωτές έτοιμα να σου ορμήσουν, με τα βουλκανιζατέρ να σφύζουν από ζωή δίπλα σε πεθαμένες μεζονέτες και αρχαία απολειφάδια. Πόλεις όπου όλα είναι ρευστά.
Προτιμώ το Ηράκλειο (μιας και κατάγεσαι από εκεί, και το συζητούσαμε) από τα Χανιά, για τον επιπλέον μάλιστα λόγο ότι έχει την πλάτη γυρισμένη στη θάλασσα, καθότι παλιό φρούριο, μια πόλη που σε αγκαλιάζει για να σε προστατεύσει ή για να σε πνίξει, ένα τρελό ζιγκουράτ, ή βόας. Στο Μεσολόγγι με κατέβαλε η αχανής μελαγχολία της λιμνοθάλασσας που κανείς φωτογράφος δεν θα αποδώσει ποτέ, είναι το μέρος όπου παράτησα τη φωτογραφική μηχανή μου ηττημένος. Με γοητεύουν πολύ και κωμοπόλεις όπως η Αμφιλοχία, όπου ο χρόνος σταματά για καλό, ή για κακό. Συχνά μου μένουν στη μνήμη περάσματα από μικρές πόλεις όπου δεν συνέβη τίποτα. Η Αθήνα είναι μια απόλυτη πόλη για φλανερί, από τις πιο δυνατές στην Ευρώπη. Σκληρή.
Η μπάλα και η ψυχαγωγία
Έχω την υποψία πως για σένα το συγκεκριμένο σχήμα είναι απλά ένα σχήμα, ένα αντικείμενο, κάτι που τσουλάει ίσως. Παρόλα αυτά θα τολμήσω να ρωτήσω. Είσαι της μπάλας ή όχι; Θα καθόσουν μέσα για τη μπάλα και την οποιαδήποτε μπάλα, αυτό σαν υπαινιγμός για τις διάφορες αθλητικές ψυχαγωγίες που προσφέρει μία κοινωνία. Και τελικά όπως κάποιος απλά θα ρώταγε, εντελώς φυσικά...τι ομάδα είσαι;
Συμπαθώ δύο ομάδες, τον Απόλλωνα Αθηνών και τον Αστέρα Εξαρχείων, αλλά δεν είμαι αυτό που λένε «οπαδός», και ποτέ δεν ήμουν λάτρης του ποδοσφαίρου. Για να είμαι ειλικρινής, προτιμώ να πάω σε ένα μπαρ από το να δω οποιοδήποτε αγώνα στην τηλεόραση. Μου αρέσουν το σκουός, οι αγώνες αυτοκινήτου, οι τεχνικές αυτοάμυνας. Φαίνεται πως δεν έχω ομαδικό πνεύμα. Προτιμώ την ατομική ευθύνη απέναντι στα πράγματα.
Η μόδα και το στυλ
Επειδή δεν υπήρχε περίπτωση να μην μπω στον πειρασμό να σε ρωτήσω: Ποια είναι η σχέση σου με τα ρούχα και τα παπούτσια; Τι είναι το στυλ για σένα; Αντιπροσωπεύει όντως το μέσα μας το πώς ντυνόμαστε; Ο Barthes στο Το μπλε θα είναι φέτος στη μόδα, μας λέει πως μόνο το ντεμοντέ παράγει διάκριση και όχι η ίδια η μόδα. Ισχύει το ίδιο άραγε και για το στυλ; Πρέπει κανείς τελικά να μην έχει κανένα στυλ για να κάνει τη διαφορά;
Σε όλα τα πράγματα, από το σεξ και το γράψιμο μέχρι το ντύσιμο, σημασία έχει να μην προσπαθεί κανείς υπερβολικά, να μην το παρασκέφτεται. Το στυλ ενός ανθρώπου είναι ένα ανεπιτήδευτο συμβάν, μια φανέρωση λεπτών πτυχών του εαυτού που γίνεται λίγο πολύ από μόνη της, και όχι κάτι μελετημένο ή πρόσθετο. Σε αντίθεση με τη γοητεία της πόλης, η γοητεία του ντυσίματος απορρέει από απαλούς συνδυασμούς. Ίσως γι΄αυτό μου αρέσουν διακριτικές vintage νότες που μπορούν να περνούν ανεπαίσθητες. Τα ντυσίματα που κραυγάζουν την ένταξη σε μια ομοιογενή ομάδα πάντοτε με προβλημάτιζαν, είτε πρόκειται για τυποποιημένα κοστούμια, είτε για τα μαύρα ρούχα ενός δήθεν αναρχικού, ή για τα ράσα ενός παπά. Κατά τα άλλα, ισχύει πως τα σωστά παπούτσια δεν έχουν βαρύτητα μόνον για τους φλανέρ, και ότι κάτι που πάντα είναι σκόπιμο να παρατηρείς στους ανθρώπους που συναντάς είναι το ρολόϊ τους, ή την απουσία του.
Οικογένεια, δεσμοί αίματος, χρόνος και θάνατος.
Κλείνω με μονό αριθμό έτσι για γούρι και ρωτάω: Οικογένεια, δεσμοί αίματος, χρόνος και θάνατος. Πώς είναι δυνατόν να ξεγελάσουμε τον Θάνατο; Γιατί κάποιος να κάνει οικογένεια και να διαιωνίσει το είδος; Και ο χρόνος που μας απομένει είναι χρόνος βιώσιμος ή απλά μία φασματική τρεμάμενη οπτασία του εαυτού μας που οδεύει προς το τίποτα;
Είμαι της άποψης ότι η ζωή επιθυμεί τη ζωή. Λένε, επίσης, ότι η οικογένεια σε βγάζει από ένα εγωκεντρικό σύμπαν και σου δίνει ένα σημείο αναφοράς, φαίνεται λοιπόν πως με την οικογένεια συμβαίνει μια μετάθεση του εαυτού και μαζί ένα κεντράρισμα. Παρατηρεί βέβαια κανείς πως συχνά αναπαράγονται οι πιο ανόητοι κι οι χειρότεροι των ανθρώπων, ενώ προσωπικότητες εξαιρετικά ταλαντούχες και σύνθετες σβήνουν έγκλειστες στην βαθύτατα προβληματική τους φύση. Οι βιολόγοι δίνουν μια εξήγηση του φαινομένου, και λένε πως παντού στη φύση πολλαπλασιάζονται ευκολότερα οι πιο στοιχειώδεις οργανισμοί. Τα πολύπλοκα πράγματα δεν αντέχουν.
Για τον θάνατο και το Τίποτα, που ρωτάς, τα έχει πει ωραία ο Harry Dean Stanton σε έναν αγαπημένο μονόλογο από μια ταινία που αγαπώ πολύ, το Lucky. Ξαναείδα τη ταινία αυτή πριν λίγες μέρες – με συγκινεί όταν ένας καρατερίστας μεγαλουργεί ως πρωταγωνιστής, και όσα λέει συμπυκνώνουν μια στάση ζωής που σέβομαι πολύ.
Τα βιβλία του Νικήτα Σινιόσογλου κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κίχλη:
Οι φωτογραφίες του συγγραφέα είναι της Ελένης Ονάσογλου. Οι υπόλοιπες φωτογραφίες είναι του Νικήτα Σινιόσογλου.
Το τελευταίο βιβλίο του Νικήτα Σινιόσογλου είναι το «Λεωφόρος Νάτο» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.