Όλοι λένε, «έλα ρε φίλε, τη ζωή σου κάνεις, ζωάρα, όλη μέρα πιώμα και μουσική και μπλά μπλα μπλά» αλλά δεν είναι έτσι απλά τα πράγματα. Το να βγεις περιοδεία με μηδενικό μπάτζετ στην Ευρώπη με μία σχεδόν άγνωστη μπάντα και να μην μπεις μέσα, είτε οικονομικά είτε ψυχολογικά, δεν είναι κάτι το απλό.
Και όχι, οι περιοδείες ΔΕΝ είναι fun, όπως πολλοί νομίζουν.
Έχεις το day-job σου, πρέπει να είσαι στο γραφείο για να βγει το μεροκαματάκι και το ενοίκιο (και τα delivery). Πρέπει να το κανονίσεις τουλάχιστον ένα μήνα πριν για να πάρεις την απαιτούμενη άδεια σου και να είσαι σωστός, πρέπει να στείλεις δισεκατομμύριά mail σε promoters, bookers, ηχολήπτες, ταρίφες, φουρνάρηδες, παλατζαδόρους και δεν συμμαζεύεται, πρέπει ο δίσκος σου να αρέσει στον κάθε πικραμένο οργανωτή φεστιβάλ ή venue. Γενικότερα, πρέπει, πρέπει, πρέπει…
Και καθώς είσαι έτοιμος να αφήσεις τη χώρα του ΠΡΕΠΕΙ και να μπεις στη διαβολική ατσάλινη πουλάδα που ονομάζεται αεροπλάνο – η μέρα καταφθάνει. Όλα κομπλέ, εισιτήρια, γάτες, σκύλοι, παπαγάλοι, φίδια ταϊσμένα και ποτισμένα, θερμοσίφωνα/μάτια/τοστιέρες κλειστά, κατάθλιψη χημικώς ελεγχόμενη τσεκ, στομάχι χημικώς ελεγχόμενο τσεκ, έχεις κάνει τις χαθακαμασούτρα-όλα λάθος-αυχενικό γιόγκες σου, έχεις κλείσει 1.000 και βάλε ώρες στο στούντιο σαν γνήσιος ηλίθιος μουσικονέρντουλας, έχεις ρίξει τα προαπαιτούμενα μπινελίκια για να ξεστραβώσει το στραβωμένο σύμπαν σου και να σπάσει τη παρθένιά της γκίνιας, έχεις κάνει τις ψυχοζυγοσταθμίοεις σου κι έχεις αλλάξει τα λάδια στη καρδιά σου, έχεις περάσει ΚΤΕΟ τον εγκέφαλο, διαβατήριο στη τσάντα, συνθεσάιζερ, μπαγκέτες, μπάσο, χορδές, καλώδια, σώβρακα, μπανάνες, ηρεμιστικά, τρίφτης για τυρί, μπουζόκλειδο, πουκάμισα, μπριγιαντίνες, ρόλλει, κούτα με τσιγάρα, τριάντα αναπτήρες (καπνιστικό κατοχικό σίντρομ - ΚΚΣ) πιστολάκι, παυσίπονα, σοκολάτες, τζι άι τζο, ξυλομπογιές, αυγά, κορδόνια (αν χρειαστεί να κρεμαστείς σε κάποιο υγρό Γαλλικό μπουντρούμι) – ΚΑΙ ΝΑ που…σε βαράει ξαφνικά και απροσδόκητα μία ξεγυρισμένη, αλλά πάντα καθιερωμένη και πατροπαράδοτη, ζαλάδα-ζεϊμπέκικο-τουίστ-χασάπικο-μπλουζ στο κάθισμα της «Τζάμπα Αλλά Θα Φτύσετε το Γάλα της Μάνας Σας Air» και σε παστώνει κανονικά η γριά Μοίρα στη σαπιοκονσέρβα σου. Έτοιμος για απογείωση
Και κάπου μετά από τρεις ώρες και πολύ φραπόγαλο κοκτέηλ μοχίτο ταρακούνημα προσγείωση σφυρί σαπίλα και πολλά ψυχοσωματικά κλάματα (σ.σ.: μέσα στο αεροπλάνο με πιάνουν όλα τα ψυχολογικά μου και θυμάμαι τη χαμένη μου νιότη, τη χαμένη μου πατρίδα, τη χαμένη μου ξυροδερμία, τη χαμένη μου κάλτσα, τη χαμένη μου οδοντόβουρτσα κι άλλα τέτοια χαμένα στο κενό αέρος ποιητικά Ομηρικά έπη και κλαίω κι όλες οι αεροσυνοδοί με ρωτάνε τι έχω και τι έχω και να μην φοβάμαι γιατί δεν πέφτουν έτσι εύκολα τα αεροπλάνα κι άντε τώρα να τους εξηγήσεις πώς κλαις γιατί ο δίπλα σου απλώνει απλόχερα στη καμπίνα ένα οντετουαλέτ από ροκφόρ μασχάλη ποδαρίλα σάπιο στόμα), φτάνεις στο Σαρλ Ντε Γκολ κι έχει ένα κρύο μα τι κρύο. Μείον τρεις που παγώνει η μύξα σου πριν εκτοξευτεί από το ρουθούνι κι αρχίζεις να βρίζεις που δεν έβαλες τη σκελέα του στρατού μέσα από το παντελόνι.
Μετά από ένα αεροπλανικό ξύλο, πέφτει ένα καινούργιο με τον μπασίστα για το αν θα πάρουμε ταξί η μετρό. Τελικά παίρνουμε ταξί πολυτελείας aka νεκροφόρα, γιατί έχει απεργία το τρένο στο Παρίσι εδώ και δύο μήνες (σ.σ.αυτές είναι απεργίες ρε για να μαθαίνετε πως γίνεται σωστά, όχι σαν εδώ…). Την κάτσαμε. Πενήντα ευρώ τιμή φιξ για να σε πάει κέντρο Παρισιού, 40 λεπτά γκαζωμένος ο Κορεάτης με τα πατομπούκαλα, χωρίς ζώνη, μιλάει όλη την ώρα τηλέφωνο με τη γκόμενα του και οδηγεί με το μικρό δαχτυλάκι άνετος, θεός, εμείς κάτι μεταξύ νύστας, σύφιλης και γρίπης να κοιτάμε το αστικό παρισινό τοπίο.
Φτάνουμε στο σπίτι της booker που μένει με συγκάτοικο στοn 25ο όροφο μίας οικοίας που μοιάζει με τον πύργο του Δράκουλα. Δεν ξέρουμε καν από που μπαίνεις στο θηρίο. Τo Google μπερδεύεται και αναγκαζόμαστε να την πάρουμε τηλέφωνο για να την ξυπνήσουμε. «Έκανα όργια χτες και έχουνε ξεμείνει πέντε έξι στο σπίτι και κοιμούνται στην τουαλέτα, οπότε κάντε μία βόλτα πιείτε ένα καφέ και τα ξαναλέμε σε λίγο». Την φάγαμε.
Περιφερόμαστε στο κρύο. Ο μπασίστας έχει ξεπαγιάσει και μοιάζει σαν γρανίτα με παλτό, μπλάβη και μπαγιάτικη τσιπούρα με πόδια. Βρίσκουμε καφενεδάκι που επιτρέπει το κάπνισμα (σ.σ.: ναι μωρή τρέλα Μπανιολέ), σε πολύ ωραία γειτονιά αν εξαιρέσεις πώς είναι γεμάτο Παριζιάνους. Αράζουμε και πίνουμε δύο εσπρεσάρες αλονζέ -ελληνιστί Αμερικάνο- και καπνίζουμε τη μισή κούτα Κάμελ μπλε μαλακό υπό το γαλλικό φως του ήλιου που μας σκάει ευλαβικά στις λιγδιασμένες φαβορίτες μας και λιώνουνε τα κρούσταλα στο ξύλινο τραπέζι δημιουργώντας λιμνούλες.
Και κάπου εδώ ξεκινάει η ΨΥΧΕΔΕΛΕΙΑ κύριοι και κυρίες...
Ανεβαίνουμε με το ασανσέρι στο 25ο όροφο, όλα κομπλέ, την πέφτουμε για λίγο και μετά την πέφτουμε λίγο ακόμη και νυχτώνει και βγαίνουμε έξω πάλι στο κρύο σουλάτσο για λίγο πάλι καφενεδάκι που τώρα έγινε μπαρ και παίζει τη χειρότερη μουσική όλων των εποχών – το Like A Prayer της Madonna είναι το πιο αξιοπρεπές κομμάτι που βάζει η λίστα. Ξημερώνει και τρέχουμε να βρούμε το τρένο να πάμε στη Ναντ. Τρεις ώρες ταξίδι, ταλαιπωρία, τράβα βαλίτσα, πίνε καφέ με το άλλο χέρι, σταμάτα στη σωστή στάση (σ.σ.: το μετρό του Παρισιού είναι ο εφιάλτης του κουρασμένου μύωπα), μπαίνουμε τρένο φτάνουμε. Μας μαζεύουνε με αμάξι χλίδα, αλλά μας πετάνε σε ένα τρίτης κατηγορίας ξενοδοχείο και μπαίνω στο μπάνιο για κανά τρίωρο κάτω από το καυτό νερό μπας και συνέλθω.
Το βράδυ εμφανιζόμαστε στο venue, μεγάλο κυριλάτο, με δικό μας καμαρίνι , ψυγείο γεμάτο με μπύρεςIndian pale ale και δεν συμμαζεύεται, φαγητό, καναπεδάρες. Ανάβουμε τσιγάρα και κάπου εκεί μπουκάρει η floor manager και μας βάζει χέρι. «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ». Τα πετάμε και αμέσως ανάβουμε καινούργια. Παίζουμε live, τα λεφτά μπαίνουν αμέσως στη τράπεζα και δέκα ώρες κάθομαι στο πάγκο με τους δίσκους μας μπας και πουλήσουμε τίποτα εξτρά στο κοινό. Ο μπασίστας κοιμάται πάνω. Τελικά βγάζω το κατιτίς από τους δίσκους, αλλά νυστάζω, πεινάω και έχω βαρεθεί να ακούω παντού γαλλικά. Γυρνάμε στο ξενοδοχείο μέσα σε ένα τιγκαρισμένο βαν γεμάτο μπανάνες. Αυτή είναι η ζωή του μουσικού. Καμία δόξα παρά μόνο κούραση, τσιγάρα και μέσα μαζικής μεταφοράς. Κάπου εδώ σας διαβεβαιώ…κούραση και πάλι κούραση. Τρένο νύστα πίσω Παρίσι με τρένο. Πίκρα.
Παρίσι μας έχουνε γραμμένους. Tσακώνομαι στα τηλέφωνα με τον promoter, έχει απεργία, δεν κουνιέται φύλλο. Την βγάζουμε με τσιγάρα, ένα μπουκάλι Campari που έχει ξεμείνει και McDonalds. Ο τσίπης δεν έρχεται ποτέ να μας μαζέψει και αναγκαζόμαστε να δώσουμε 40 ευρώ σε ταξί. Πάνε τα λεφτά. Φτάνουμε σε άλλο venue, με τον promoter να γκρινιάζει για την απεργία και ότι δεν θα έρθει κόσμος. Τρώμε ένα σάπιο κους-κους με κρέας από τη Γαλλική Επανάσταση, δύο ποτάκια τσίπικη μεζούρα από μαστρωπό μπάρμαν θηρίο-γορίλα και με παίρνειο ύπνος με το παλτό σε ένα καναπέ. Το backstage είναι μία αποθηκούλα με κούτες για παράθυρα και ποντικοκούραδα. Δεν έρχεται άνθρωπος στο live, παρά μόνο κάτι γερόντια πωρωμένα που γουστάρουν το μπασίστα και μας θυμούνται από πέρυσι που παίξαμε σε ένα καλό φεστιβάλ. Τα δίνουμε όλα, πουλάμε κι ένα δίσκο και μας κοιμίζει ο promoter στο σπίτι του αφού είχε ήδη ακυρώσει το ξενοδοχείο γιατί δεν έβγαινε. Σε κάποια φάση μας είπε, σχεδόν με δάκρυα στα μάτια: «Αυτοί που έχουν το venue δουλεύουν για τη μαφία και τα λεφτά τα έβαλα από τη τσέπη μου». Ελπίζω να μην τον βρούνε με τσιμέντο στα πόδια μέσα στο Σηκουάνα.
Kοιμάμαι με το κεφάλι στο παράθυρο και μπαίνει αγιάζι. Ξυπνάω με μία ψύξη κόκαλο και ύπουλο hangover. Βίδα στο κρανίο, μπάνιο, λίγο ξύρισμα παυσίπονο, μία μπαγκέτα μπαγιάτικη με μαρμελάδα βιολογική και πάλι έξω στο δρόμο με βαλίτσα. Σταθμός, μετρά, τρένα, μία μπουγάτσα μικρογραφία και να που φτάνουμε στις εξωτικές Βρυξέλλες…
Φτάνουμε στο venue, εστιατόριο που το βράδυ γίνεται «λαϊβάδικο», τρώμε μια ψαρόσούπα με ψωμί και μας πετάνε μέσα σε ένα μπουντρούμι-γραφείο στον πάνω όροφο και τη βγάζουμε όλη μέρα στον καναπέ σαν αγάλματα. Ο promoter αργεί και με βάζει να κουβαλάω ντραμς κι ενισχυτές μαζί με κάτι Αφρικανούς μέσα σε μία αποθήκη στα προάστια. «Αυτό ήτανε» σκέφτηκα «με φάγανε ζωντανό και πουλάνε τα όργανα μου αύριο κιόλας». Τελικά τη βγάζω, στήνουμε τα όργανα και έχουμε έναν τελείως σούργελο ηχολήπτη που δεν ξέρει να ξεχωρίσει το μικρόφωνο από το σταντ. Αυτή τη φορά έρχεται λαός, κάτι μεθυσμένοι Βέλγοι κυρίως που είναι και η χειρότερη φάρα. Κάποιοι τραμπουκίζουν το μπασίστα στα μισά του σετ και νευριάζει. Τρώω το μπάσο στο κεφάλι και τελειώνει το λάιβ κάπως άδοξα αλλά και δοξασμένα. Κάποιος φωνάζει: «This is punk!». Εγώ τον στέλνω στο διάολο. Όλοι μένουν παγωμένοι και η νοσοκόμα-μπαργούμαν φέρνει μπόμπες βότκα και πετσέτες για το κεφάλι μου που έχει ψηλοανοίξει.
Την άλλη μέρα Σαρλερουά πάλι τρένο στο πόδι από τις 8 χάλια όλα, στομάχι, πονοκέφαλο. Έχουμε μπει μέσα με τα μπούνια και με τις φάτσες μας γδαρμένες από τη κούραση της πτήσης, μπαίνουμε στο Χ95 και πάμε σπίτια μας. Αυτό είναι η ζωή στο δρόμο.
Κι όποιος ξαναπεί πως κάνουμε ζωάρα εμείς οι μουσικοί, θα τον πάρει και θα τον σηκώσει.
Υ.Γ. Στο Βέλγιο υπάρχει επίδομα μουσικού/καλλιτέχνη που το παίρνεις ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ και είναι 1.000 ευρώ. Αυτό σαν σημείωση για την κατάσταση στην Ελλαδάρα μας που δεν δίνουν ούτε μούτζα.