Όχι δεν τη γούσταρα πολύ τη Γερμανία στην αρχή, την πρώτη φορά είχα πάει για να παίξω μουσική κι έτσι δεν είχα καταλάβει και πολλά γιατί συνεχώς μετακινούμουν από πόλη σε πόλη, και κάπως η παγιωμένη άποψη μου για έναν ολόκληρο λαό ακόμη με ταλαιπωρούσε σαν παλιά πληγή που δεν έλεγε να γιάνει.
Αυτή τη φορά έσκασα για αναψυχή, σπρωγμένος από την αυξανόμενη μελαγχολία μου που τις γιορτές πιάνει κόφτες. Δεν ήθελα και πολύ να ξεκουνήσω από την Αθήνα, χτυπάς ένα αεροπλανάκι φτηνό κι είσαι σε δυο ωρίτσες Βερολινάρα, παίρνεις ένα blablacar και σε άλλες δύο ωρίτσες σκας στο άμοιρο Braunschweig.
Καφέ σιωπή σημαίνει το όνομα. Όνομα και πράμα.
Παντού απλώνεται μία γκρίζα τούρτα από σύννεφα η οποία είχε σκοπό να με καταπλακώνει και τις 5 μέρες που θα έμενα εκεί. Ήταν σαν να ζούσα σε ένα γκρίζο όνειρο. Ευτυχώς δεν έκανε πολύ κρύο αλλά εγώ καλού κακού είχα φασκιωθεί σαν το Άγιο Βρέφος, όλο το πακέτο, γάντια, μακριά σώβρακα, σκελέες, σκούφους, κασκόλ, γάντια, ωτοασπίδες, σπρέυ πιπεριού, δέκα αναπτήρες, δέκα πακέτα φιλτράκια, καλαμάκι για τις μπύρες, αναπνευστήρα, φάρμακα υποχόνδριας χρήσης...μόνο πιτόγυρα σε ταπεράκι δεν είχα πάρει…έτοιμος για όλα, έτοιμος για άλλη μία Γερμανική απόβαση. Φοβόμουν για την γνήσια Ελληνική ψυχή μου βλέπεις...
Το blablacar με μάζεψε από ένα σταθμό μετρό του Βερολίνου, εγώ και άλλοι δύο άγνωστοι τύποι μέσα σε ένα Μάζντα 3 να τρέχουμε στο autobahn σαν παλαβοί. Ο Πέδρο ήταν καλός οδηγός, γεννημένος Γερμανός με μητέρα Σενεγαλέζα, του άλλου το όνομα δεν το θυμάμαι αλλά θυμάμαι πως μιλούσαν Γερμανικά σε όλη την διαδρομή κι εγώ είχα βρει ευκαιρία να τον «πάρω» λίγο στο πίσω κάθισμα γιατί ήμουν κομμάτια από το αεροπλάνο.
Το τοπίο όχι και τόσο ενδιαφέρον, άπειρες εκτάσεις από δέντρα χωρίς φύλλα, εργοστάσια με κάτι φουγάρα τόσο μεγάλα που λες πως δεν είναι αληθινά, βιομηχανία και πάλι βιομηχανία, λάσπη και πάλι λάσπη και αμάξια...πολλά αμάξια και νταλίκες.
Στη πόλη με περιμένανε κάτι παλιοί φίλοι Γερμανοί φοιτητές από την Σχολή Καλών τεχνών του Braunschweig, κάπως μουδιασμένοι από το ψιλόβροχο και τα γλέντια της Πρωτοχρονιάς - εμφανώς έπασχαν όλοι από ένα σβουριχτό γερμανικό hangover- με μαζέψανε από κάποια άγνωστη γωνία της πόλης με ένα λευκό Audi, όπου στεκόμουν σαν άγαλμα που το πλένει το σάλιο που έπεφτε από τον ουρανό/γκρίζα τούρτα.
Στο σπίτι όλα μαύρα (ίσως καλύτερα βαθύ καφέ), σκότος ανελέητο και ιδρωμένες κάλτσες, και δεν είναι πως δεν είχανε ρεύμα οι άνθρωποι, αλλά κανένα φως από πουθενά, νυχτώνει από τις 16:30 κι άμα σ' αρέσει...
Κατευθείαν όμως εγώ έτοιμος για περισυλλογή αξιοπερίεργων εμπειριών. Κατευθείαν έξω, μία επίσκεψη στα κυριλάτα στούντιο των φοιτητών μ' αφήνει να επιβεβαιώσω την υποψία μου πως η γνήσια Γερμανική ψυχή είναι κρυμμένη στην Οργάνωση και αυτό ποτέ δεν πρόκειται ν' αλλάξει όσο κι αν οι πάγοι λιώνουν στις Άλπεις και σε λίγο καιρό θα πούμε το νερό νεράκι.
Ναι. Αυτό δεν ήταν σχολή Καλών Τεχνών, αυτό που είδα το λες περισσότερο ένα κουλ ξενοδοχείο με τρελή οργάνωση στο παραμικρό. Ο κάθε φοιτητής το δικό του στούντιο για να εργάζεται και δεν συμμαζεύεται…εκθέσεις, ψαγμενιές, σεμινάρια, εστιατόριαρα μέσα, αίθουσα μπάσκετ/τενις/ποδοσφαίρου, μπογιές παντού αλλά όλα κάπως ακίνδυνα βρε παιδί μου…κάπως Γερμανικά. Τίποτα δεν μου έκανε εντύπωση...
Αισθανόμουν αυξανόμενα κι επικίνδυνα σαν όρθιο, χλιαρό sauerkraut.
Είχα και μία φοβία πως κανείς δεν θα μιλάει αγγλικά (μιας και δεν ξέρω γερμανικά γρι, εκτός από το κλασικό scheiße) αλλά συνάντησα το αντίθετο. Πιο καλά μιλούσαν τα αγγλικά οι Γερμανοί παρά τα γερμανικά.
Και δεν είναι καθόλου κρύος λαός που όλοι λένε, το αντίθετο, είναι πολύ ανοιχτόκαρδοι και ζεστοί. Γνώρισα πολύ κόσμο και όλοι μα όλοι μιλούσαν ακατάπαυστα για το οτιδήποτε. Είχα ήδη αρχίσει να αισθάνομαι εγώ ο πιο Γερμανός από τους ίδιους τους Γερμανούς. Συνειδητοποίησα πως δεν είχα και πολλά να πω και προτιμούσα να μένω σιωπηλός και να καπνίζω ρουφώντας την πάμφθηνή μπύρα μου που τη βρίσκεις στο σούπερ μάρκετ με εξήντα λεπτά το μεγάλο μπουκάλι.
Τα είχα ζήσει όλα αυτά ξανά και ξανά, είχα μιλήσει για τέχνη και μουσική τόσο πολύ που πλέον τίποτα δεν μου έκανε εντύπωση. Κάποιοι από αυτούς το πήρανε σαν προσβολή αλλά προσπάθησα ευγενικά να εξηγήσω τι μου συνέβαινε. Δεν ξέρω αν με καταλάβανε βέβαια…
Τα πεζοδρόμια καθαρά σαν πάγκοι κουζίνας, μπορείς άνετα να φας από κάτω. Δρομάκια αλφάδι με δέντρα και ποτάμια επίσης αλφαδιασμένα από το Γερμανικό δάχτυλο, γραμμές τρένων, ποδήλατα, πολλά ποδήλατα, άπειρα ποδήλατα. Και το πιο καλτ τζαζ μπαρ σε όλη τη Γερμανία...το ένδοξο Baßgeige.
Και ο ουρανός μπετόν αρμέ γκρίζα τούρτα.
Όλα κάπως μίζερα κι ευχάριστα σαν σκηνικό ταινίας κι εγώ με την δική μου κατάθλιψη να παλεύω σαν θηριοδαμαστής το κάθε λεπτό.
Κάποιοι μου λέγανε πως ντρέπονται για τη σημερινή Γερμανία, πώς υπάρχει κρυμμένος ρατσισμός (και όχι μόνο κρυμμένος αλλά και πολύ φανερός) και πως αυτό το βλέπεις μόνο όταν ζεις εκεί. Εγώ δεν είδα κάτι τέτοιο πάντως. Στην Ελλάδα είμαστε πιο ρατσιστές σίγουρα. Και δεν νομίζω πως οι Έλληνες είναι πιο ζεστοί. Όλοι ίδιοι είναι.
Το μόνο ρατσιστικό σκηνικό που βίωσα ήταν σε ένα μπαρ (το οποίο άλλαζε όνομα κάθε εξάμηνο όπως με πληροφορήσαν και τώρα λεγότανε "Το Μεταλλικό Κουτί"), μαζί μας είχαμε και κάποιον από την Σαουδική Αραβία, φοιτητή, ο οποίος φορούσε την παραδοσιακή ενδυμασία του τόπου του και είχε μούσι. Η μπαργούμαν (μεθυσμένη Γερμανίδα νταρντάνα με άπειρα τατού), μόλις μπήκαμε μέσα, τον ρώτησε αν ήταν τρομοκράτης. Μετά από αυτό έγινε χαμός από τους υπόλοιπους Γερμανούς οι οποίοι και αμέσως αντέδρασαν στο σχόλιο της και φύγαμε κακήν κακώς από το μπαρ.
Οι μόνιμοι θαμώνες, τρία με τέσσερα άτομα μονίμως μεθυσμένα που παίζουν βελάκια και φρουτάκια, δεν είπαν τίποτα παρά μόνο έμειναν να μας κοιτάνε που μαλώναμε με την τρελαμένη μπαργούμαν η οποία όμως ποτέ δεν ζήτησε συγνώμη για το ρατσιστικό σχόλιο στο φίλο μας.
Αλλά ας επανέρθουμε στον ρομαντικό ταξιδιωτισμό μας...
Τα τρένα ΕΧΟΥΝ καθυστέρηση και στη Γερμανία αλλά είναι πολλά, τόσα πολλά και τόσο συχνά που μπορείς να πας ότι ώρα θες, όπου θες. Και γρήγορα, πολύ γρήγορα...όχι σαν εδώ που θες μια ώρα να πας από Ομόνοια Κηφισιά με τη καρβουνιάρα τη χελώνα. Εκεί σε μια ώρα έχεις φτάσει Αμβούργο...
Οι Γερμανοί είναι εντάξει αλλά μπορούν να γίνουν και πολύ παγωμένοι αν το θέλουν. Στη γειτονιά που έμενα είχαν αυτοκτονήσει μέσα σε δύο χρόνια δύο άτομα από πτώση από παράθυρο, ο δίπλανός μας ήταν σχιζοφρενής και ούρλιαζε κάθε μισή ώρα. Τα ναρκωτικά ανθίζουν αλλά κανείς δεν πειράζει κανέναν, ο καθένας είναι στον κόσμο του και δεν ασχολείται με τους άλλους. Παρόλα αυτά όμως αν ρωτήσεις κάτι στο δρόμο θα σκιστούν να σε εξυπηρετήσουν. Κι επίσης δεν μπορείς να πληρώσεις με κάρτα σχεδόν πουθενά...όλοι θέλουν τα μετρητά σου...
Εκτιμούν την τέχνη και το ζωντανό πνεύμα, το χρήμα είναι παντού και πληρώνεις και για να κατουρήσεις (κυριολεκτικά), το φαΐ είναι κακό, η μπύρα άφθονη και φθηνή, τα τσιγάρα επίσης φτηνά. Αυτό όμως που σου κάνει εντύπωση, ακόμη και στους φοιτητές μίας σχολής καλών τεχνών, είναι η οργάνωση που είναι στο αίμα τους.
Την ίδια οργάνωση που έχουν αυτοί στην επαρχιακή σχολή τους εμείς δεν την έχουμε ούτε στα Υπουργεία μας.
Δεν ξέρω αν θα ξαναπήγαινα εκεί αλλά σίγουρα ήταν οι πρώτες διακοπές που έκανα κι αισθάνθηκα λίγο σαν συνταξιούχος Ελληνάρας με χρόνια κατάθλιψη και το ευχαριστήθηκα.
Κι ένα τελευταίο…οι Γερμανοί αγαπάνε πολύ τη μουσική και τους δίσκους. Δεν έχω ξαναδεί DJ να παίζει με βινύλια μέχρι τις 8 το πρωί μέσα σε μαγαζί-καλύβα-ψευδοροφή με ντισκομπάλα γεμάτο μεθυσμένους εργάτες της Βολγκσβάγκεν φορώντας στο κεφάλι κράνος Stormtrooper!