«Δεν θέλω να πεθάνω χωρίς σημάδια». Το πιο πιθανό είναι πως αν κάποιος είναι άνω των 35 διαβάσει ή να ακούσει αυτή την ατάκα, δεν χρειάζεται πάνω από τρία δευτερόλεπτα για να καταλάβει από που είναι. Το μόνο που διαφέρει είναι η εικόνα που έρχεται στον καθένα. Τον Brad Pitt να φτύνει αίμα γελώντας. Τον Edward Norton να βλέπει το διαμέρισμά του να καίγεται ή να κρατάει από το χέρι την Helena Bonham Carter ενώ ο πολιτισμός γίνεται στάχτη.
Πίσω στα 90s θα μιλούσαμε εύκολα για το ποπ στοιχείο της ταινίας, βουτηγμένο σε αναρχία, αθεϊσμό και μισανθρωπιά, αν και ο Chuck Palahniuk θα σιχαινόταν οποιαδήποτε ποπ ταυτότητα κοντά στο βιβλίο του. Όμως, αυτομάτως, η μοναδική υποκριτική του Brad Pitt και του Edward Norton με αίμα και αϋπνία, δεν χαρακτήρισε απλά τα 90s αλλά αποτέλεσε και must για την κινηματογραφική ταινιοθήκη όσων θέλουν να εντρυφήσουν στο σκοτεινό σινεμά εκείνης της δεκαετίας. Είναι περιττό να καθίσουμε και να εξηγήσουμε για άλλη μια φορά το τι πραγματεύεται η ταινία, το πόσο γαμάτο ήταν το κούρεμα και οι κοιλιακοί του Brad Pitt για το ρόλο ή πως το στόρι μας οδήγησε να αντιληφθούμε τα θεμέλια μίας σάπιας κοινωνίας που, για τη δική μας γενιά τουλάχιστον, δεν είχε αποκαλυφθεί ακόμη πόσο πραγματικά σάπια ήταν.
Υπήρχαν μηνύματα που κάποιοι άκουγαν για πρώτη φορά. Για τον αντικομφορμισμό και τις περιττές ανάγκες. Για την εναντίωση στο κατεστημένο που θέλει να επιβάλει τον δικό του τρόπο σκέψης και δράσης. Για την προχωρημένη κατάθλιψη που μαστίζει τον μέσο εργαζόμενο που είναι πραγματικά ένα «αντίγραφο ενός αντίγραφου ενός αντίγραφου». Δεν ήταν ούτε πεσιμιστικό, ούτε grunge, ούτε με πανκ διάθεση. Ήταν μια λυπηρή πλευρά της ζωής που εκείνη την εποχή, έδειχνε πιο κουλ γιατί ο Brad Pitt έπαιζε ξύλο στα υπόγεια και μεταμόρφωνε γαϊδαρομπουχέσες σε πολεμικές μηχανές. Ήταν ένα κάλεσμα στα όπλα για αυτό που θα έπρεπε να είσαι και αυτό που θα έπρεπε να πετάξεις. Και δεν ήταν εύκολο. Γιατί πράγματι, εμείς ήμασταν μια γενιά που μεγάλωσε στα σάπια θεμέλια μιας άλλης πριν έρθει η ώρα να κάνει τα δικά της λάθη. Και τα κάναμε. Θέλαμε να γίνουμε ο Tyler Durden, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος μας παραμείναμε το αφεντικό του γραφείου του Edward Norton. Και καλά εμείς. Με τους νέους τώρα τι γίνεται; Η ατάκα «ο πρώτος κανόνας του Fight Club είναι ότι δεν μιλάμε για το Fight Club» έχει κάτι να πει; Ή τουλάχιστον, είναι αρκετή για να βάλει ένα νέο σε σκέψεις;
Πριν φτάσουμε εκεί αξίζει να παρατηρήσουμε κάτι άλλο. Αν ο Palahniuk που όταν έγραφε το βιβλίο υπέφερε από αδιανόητες αϋπνίες, παρατήρησε τότε ότι η κοινωνία πηγαίνει κατά διαόλου, λογικά θα παρακαλούσε να είχε γράψει το Fight Club σήμερα. Χθες. Τώρα. Γιατί όλα όσα θίγονται για τις συμπεριφορές και την πορεία των ανθρώπων, όχι μόνο ισχύουν πέρα για πέρα αλλά έχουν περάσει στο άλλο άκρο της θρασύτητας της περιττής ανθρώπινης ύπαρξης. «Δεν είστε μια όμορφη και μοναδική νιφάδα χιονιού. Είστε η ίδια οργανική ύλη σε αποσύνθεση όπως όλοι και είμαστε όλοι μέρος του ίδιου σωρού κομποστοποίησης».
Όμως πιστεύουμε πως είμαστε αυτή η νιφάδα χιονιού που έχει κάτι να πει. Μέσα από Instagram reels και TikTok videos. Ακόμα και ψαγμένοι πιτσιρικάδες που βλέπουν ένα μέρος του θυμωμένου εαυτού τους σε αυτή την ταινία του 1999, είναι παγιδευμένοι σε ένα κόσμο που επιζητά προσοχή και αναγνώριση, με influencers και attention whores. Αν ο Tyler Durden ζούσε ανάμεσά μας, θα ήταν τα πρώτα του θύματα. Θα έκανε ένα τεράστιο κήρυγμα πιθανότατα, ότι έκανε λάθος για την χειρότερη γενιά της ιστορίας και ότι τίποτα δεν συγκρίνεται με τα σκουπίδια που αντικρίζει σήμερα. Το αν η σημερινή γενιά έμπαινε σε κάποιου είδους αφύπνιση εξαιτίας του βιβλίου που παρουσιάζει ατάκες όπως «Τα πράγματα που συνήθιζες να κατέχεις τώρα κατέχουν εσένα», είναι καθαρά δική της απόφαση. Εμείς ειδικά, δεν είμαστε σε θέση να κρίνουμε. Το αν όμως έχει να μάθει από το Fight Club και τα λεγόμενα του Palahniuk, είναι κάτι αναμφισβήτητο.
Γιατί ο Tyler Durden είναι κατά μία έννοια ένας από τους πιο ευτυχισμένους ανθρώπους στον κόσμο. Είναι πράγματι ο τύπος που θα θέλαμε να είμαστε σε μία δήθεν κοινωνία που έχει μάθει στην αποδοχή των social media, στην διαζεπάμη χωρίς λόγο και στις εφήμερες σχέσεις που ικανοποιούν το «εγώ» και όχι το «εμείς». Που ξαφνικά ένα political correctness κυριολεκτικά στα πάντα, έχει επιβάλει μία νέου είδους τρομοκρατίας έκφρασης και επιβολής σκέψης, σε ένα δήθεν νεωτερίστικο κόσμο όπου η αλήθεια δεν είναι καθολική, αλλά ντύνεται με το μανδύα που βολεύει τον καθένα να την θαυμάσει. Όπου η αντίθετη άποψη δεν έχει θέση ούτε καν να πει την δική της ιστορία και κατακεραυνώνεται από «ειδικούς» και «θεματοφύλακες» πριν την βάλουν στο εδώλιο και την δικάσουν. Ο Tyler Durden θα τους έφτυνε στα μούτρα και θα πήγαινε να κοιμηθεί σαν μωρό στην δική του ιδέα, στον δικό του ελεύθερο μικρόκοσμο, μακριά από τις σημερινές νόρμες που δείχνουν ελεύθερες αλλά χειραγωγούν δίχως αύριο.
Και όλα αυτά γιατί; Γιατί ξέρουμε όλοι βαθιά μέσα μας ότι μόνο όταν χάνουμε τα πάντα νιώθουμε πραγματικά ελεύθεροι. Είναι αυτό το βήμα που ξέρουμε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε γιατί δεν είναι εύκολο. Γιατί όλοι έχουμε κάτι να χάσουμε, όλοι έχουμε κάποιον που θέλουμε να μας προσέξει προσδοκώντας την αποδοχή του.
Οπότε το ερώτημα που σου θέτει μέχρι και σήμερα το Fight Club και θα συνεχίσει να θέτει όσες γενιές και αν περάσουν, είναι ένα και είναι απλό. Ποιος είσαι;