Κάθε φορά που ο παππούς μου έβαζε έναν από τους δίσκους του σε ένα προπολεμικό πικ-απ το οποίο έφτιαχνε συνεχώς μόνος του αρνούμενος να αγοράσει οτιδήποτε άλλο, ξεκινούσε με τον Σεργκέι Προκόφιεφ πριν περάσει στον Ντίμτρι Σοστακόβιτς. Παρότι οι δυο τους δεν είχαν παρά μερικά χρόνια μόνο διαφορά στην ηλικία, ο παππούς ήθελε πάντα να ξεκινάει με τις οπερέτες του Προκόφιεφ πριν περάσει στον «εξυψωμένο ρομαντισμό» του Σοστακόβιτς – όπως το έλεγε συγκεκριμένα. Μερικούς μήνες πριν πεθάνει το 2016, σε μία κουβέντα που είχαμε για μεγάλους Ρώσους συνθέτες, μνημονεύθηκε μία ατάκα που είχε διαβάσει σε ένα περιοδικό με θεματολογία κλασσικής μουσικής, αναφέροντας πως τον Προκόφιεφ τον ακούς για να θεραπεύσεις την ψυχή σου και τον Σοστακόβιτς για να θεραπευτεί όλος ο υπόλοιπος κόσμος».
Ο Μίκης και ο Ντμίτρι
Προφανώς και τα μεγαθήρια, τα αληθινά μεγαθήρια, δεν μπαίνουν πάντα στη διαδικασία να φάνε το ένα το άλλο, παρότι ο κόσμος προσπαθεί τις περισσότερες φορές να βρει τον καλύτερο αναμεταξύ τους. Κάποιες φορές τα μεγαθήρια απλά συνυπάρχουν και υποκλίνονται το ένα στο άλλο με ένα τόσο ευγενή και καλοσυνάτο τρόπο, που οι απλοί άνθρωποι που έχουν στο νου τους τίποτα περισσότερο από την διάκριση απορούν. Και όλα αυτά χωρίς να γίνει καν κουβέντα για τον Τσαϊκόφσκι. Ίσως ένας από τους λόγους που ο Σοστακόβιτς είχε θέση στο ελληνικό κοινό περισσότερο από τον Προκόφιεφ, ήταν πως ο πρώτος πέρασε και στο ευρύ κοινό εξαιτίας του Μίκη Θεοδωράκη. Ο Σοστακόβιτς, είχε αναφέρει συγκεκριμένα πως ο Μίκης είχε ένα φανταστικό ταλέντο να βάζει φόλκλορ στοιχεία και να τα παντρεύει με κλασσικές συνθέσεις, με αποτέλεσμα αυτό να τον κάνει «την ουσία του μουσικού που απευθύνεται στις μάζες». Ποιος ξέρει, ίσως και ο Σοστακόβιτς να ήθελε αυτή την αναγνώριση στα πρώτα χρόνια της αλλαγής του καθεστώτος μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, όταν ακόμη η «αυτοκρατορική μουσική» όπως ονόμαζε το Γραφείο Συνθετών του Στάλιν, ήταν ένα ταμπού, μία ακόμη αρρωστημένη συνήθεια της μπουρζουαζίας που δεν είχε θέση στο Νέο Κόσμο. Ευτυχώς, για την ιστορία, η Σοβιετική Ένωση αναγνώρισε το μεγάλο έργο και την προσφορά του, παρότι κατηγορήθηκε δύο φορές για φορμαλισμό.
Ο κόσμος του Σοστακόβιτς
Παρότι τα έργα του Σοστακόβιτς, στο μεγαλύτερο μέρος τους, έχουν αρκετά ρομαντικό χρώμα και ιδίωμα, ο ίδιος δεν απαντούσε θετικά σε ερωτήσεις του κόσμου για το αν είναι ο ίδιος ρομαντικός. Για την ακρίβεια, ενώ ήταν πάντα σε θέση να συγκροτήσει έναν άρτιο λόγο τόσο προφορικό όσο και γραπτό, σε ερωτήσεις περί ρομαντισμού απαντούσε μάλλον άκομψα και συνήθιζε να αλλάζει θέμα. Ο γιος του, Μαξίμ, θα έλεγε αργότερα πως μιλούσε για ρομαντισμό μόνο όταν ένιωθε άνετα. Την ίδια στιγμή, παρότι σαν άνθρωπος είχε τις περιέργειες του και τις ιδιοτροπίες του, ο Σοστακόβιτς λειτουργούσε πολύ απλά και καθημερινά. Του άρεσε να ρίχνει πασιέντζες, ήταν διαιτητής σε ματς ποδοσφαίρου, διάβαζε αρκετά βιβλία και έτρεφε μία ιδιαίτερη συμπάθεια στα έργα του Τσέχωφ. Όταν έχανε την ψυχραιμία του μπορούσε να γίνει αρκετά νευρικός, ενώ την εποχή που δίδασκε σύνθεση στο Πανεπιστήμιο του Λένινγκραντ (μάλιστα έκανε ακόμη μάθημα όταν μπήκαν στην πόλη οι Ναζί), οι φοιτητές του μιλούσαν για έναν άνθρωπο που έδινε σημασία σε λεπτομέρειες με ένα τόσο ιδιαίτερο τρόπο, που δεν τον έκανε να φαίνεται ιδιότροπος αλλά γοητευτικός. Όπως δηλαδή και τα έργα του.
Μία ζωή γεμάτη μουσική
Κάθε φορά που βάζαμε μία από τις συμφωνίες και τις οπερέτες του Σοστακόβιτς, υπήρχε πάντα ένα μικρό μάθημα από τον παππού σε όλα όσα επηρέασαν τον συνθέτη από τα παιδικά του χρόνια. Σε καλούσε να βρεις τα στοιχεία του Μπαχ ή του Μπετόβεν, σε παρότρυνε να αναγνωρίσεις την πιο αφηρημένη έκφραση που είχε στη μουσική του πριν το 1936 και τον πιο «μαζεμένο» χαρακτήρα που έδειξε αργότερα – πολλοί λένε εξαιτίας της σχέσης του με το Κόμμα που ήταν ήδη μέλος. Στα έργα του Σοστακόβιτς, οι μεγάλοι πρωταγωνιστές ήταν πάντα τα έγχορδα. Παρότι υπήρχαν κάποιοι λιγοστοί δίσκοι που είχε γράψει σουίτες για τζαζ (αρκετά αργότερα στην καριέρα του) αλλά και κονσέρτα για πιάνο, οι συμφωνίες κατακτούσαν ξεκάθαρα την μουσική του προσωπική βιβλιοθήκη. Υπήρχε μάλιστα και μία ζωντανή ηχογράφηση του «Καταρίνα Ισμαΐλοβα» που ουσιαστικά ήταν μία διασκευή της Λαίδης Μακβέθ που είχε γράψει ο συνθέτης στα μέσα της δεκαετίας του ‘50, ενώ τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70 -εκτός από τις πασίγνωστες συμφωνίες του- κυριαρχούσαν τα κουαρτέτα εγχόρδων (αν και τα πρώτα αφορούσαν το πιάνο). Είχε πάντα το μαγικό ότι, ενώ οι σουίτες του και οι συμφωνίες δεν ήταν ποτέ κάτι το απλό, η ευχαρίστηση ήταν τόσο χαρακτηριστική που μπορούσες να κάνεις την ίδια στιγμή μία ήπια κουβέντα γύρω από την μουσική του, με μουσικό χαλί την ίδια του την δουλειά, λες και συμμετείχες σε κάποιο ντοκιμαντέρ.
Τι να ακούσεις αν θες να ξεκινήσεις με εκείνον
Ο Σοστακόβιτς δεν θεωρείται άδικα -μετά τον θάνατο του Προκόφιεφ- ο απόλυτος κυρίαρχος της Ρωσικής κλασσικής μουσικής σκηνής. Η επιρροή του στη σύγχρονη κλασσική μουσική είναι αναμφισβήτητη, ενώ ευθύνεται για μερικές από τις πιο ιδιοφυείς και εξαιρετικές συμφωνίες που γράφτηκαν τον 20ο αιώνα. Ιδού μερικά κομμάτια για να μυηθείς και να ελαφρύνεις την ψυχή σου από τα βάρη της καθημερινότητας. Το να μιλάει σε σένα, είναι ένα από τα τεράστια προτερήματα της μουσικής του.