Τα φυγάνθρωπα μοναστήρια φτιάχτηκαν αποκλειστικά γι' αυτούς που περιμένουν τον Χριστό να έρθει, τα καράβια όμως κατασκευάστηκαν για τους ανυπόμονους οφθαλμόδουλους της ζωής και του χρόνου.
Και οι δύο περιπτώσεις έχουν άμεση σχέση με το ταξίδι κι όχι απαραίτητα με τον κατανυκτικό προορισμό. Ο προορισμός εδώ είναι κάτι που δεν μας ενδιαφέρει άμεσα, φωτίζεται μόνο ωσάν παράπλευρη απώλεια ενός πολέμου της θέσφατης ψυχής με την ψυχρή και μακρινή λογική.
Και τα δύο πλέον προσομοιάζουν - τα καράβια και τα μοναστήρια - με τον δικό τους τρόπο το καθένα, σφάλματα που επαναλαμβάνονται διαρκώς λόγω αρχαίας παράδοσης, θεραπευτικού μαζοχισμού, θρησκευτικής υπομονής και πίστης ή εξαιτίας μιας άκρατης ανάγκης μας προς τη μετακίνηση.
H κατάβαση των ανοιξιάτικων από το πατάρι δεν είναι αγγαρεία. Είναι άθλος
Είχε έρθει εκείνος ο αρειμάνιος καιρός που έπρεπε να κατηφορίσω ωσάν ξεκαύκαλος χοχλιός προς το νησί, τον πατρογονικό μου τόπο, να δω τους γονέους αλλά και τους φίλους μου. Είχε περάσει σχεδόν ένα έτος ολόκληρο απ’ την τελευταία φορά που τους συνάντησα και γεύτηκα την ανάσα τους στο μάγουλο μου. Η καρδιά μου τους είχε πεθυμήσει και ήξερα πως τούτη δω ήταν η κατάλληλη στιγμή να κατέλθω το μελανό υγρό λιβάδι.
Ετοίμασα τη βαλίτσα μου περίπου τρεις ώρες νωρίτερα, ανέκαθεν ήμουν τρομερά αγχώδης και σφιχτοχέρης με τον χρόνο. Περπάτησα μέχρι το μεσημεριανό λείψανο της πλατείας Ομονοίας μέσα στη λάβρα του ανοιξιάτικου ήλιου. Σχεδόν πάντα μου φέρνει πονοκέφαλο όταν με βρίσκει στα μάτια. Ποτέ μα ποτέ δεν σέρνω τη βαλίτσα πάνω στα ροδάκια της διότι με εκνευρίζει λίαν ο ήχος της πάνω στο οδόστρωμα, θυμίζοντας μου τις ορδές των αδέσποτων τουριστών οι οποίοι με ξυπνάνε χαράματα με πανομοιότυπη τύρβη.
Το ταξίδι με το πλοίο είναι ένα από τα παράξενα κι αθώα φετίχ που παραμένουν ζωντανά εντός μου.
Δεν ξέρω καν αν πρέπει να ονομαστεί κάτι τέτοιο «φετίχ», σίγουρα όμως είναι μία κάποια ανωμαλία εντελώς δικής μου ευρεσιτεχνίας. Ετούτο το σφάλμα έρχεται κουτσό εκ του παρελθόντος κι ακόμη ζει, όσο πληγιασμένο κι αν είναι τώρα. Θα μπορούσα κάλλιστα να κλείσω ένα εισιτήριο με το αεροπλάνο και να φτάσω στο νησί μέσα σε 40 λεπτά. Αρνούμαι. Μου λείπει το νερό.
Τώρα έπρεπε το σώμα μου να υπομείνει ένα ταξίδι στη νυχτερινή θάλασσα διάρκειας 7 ωρών και βάλε, αν υπολογίσει κανείς πως επρόκειτο να μπω στο πλοίο 2 ώρες πριν απ’ την αναχώρηση του λόγω άκρατης "χρονομανίας".
Μπήκα στον δροσερό και σχεδόν άδειο σταθμό Ομονοίας και πήρα το ταγγισμένο τρένο για Πειραιά. Τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με την σιωπή μέσα στο βαγόνι, ο ήχος από το σίδερο πάνω στο σίδερο, πάντα διαφορετικός όταν δεν υπάρχει καμία ανθρώπινη ομιλία παρούσα.
Ο Πειραιάς μοιάζει ξανά σαν μία μολυσμένη, γκρεμισμένη χώρα, μία πόλη που κάθε φορά είναι σαν να μην την ξέρω. Περνάω απέναντι το φανάρι του σταθμού και εισέρχομαι στο μικρό λεωφορείο που πάει για τα Κρητικά. Παντού ξέμπαρκοι, ζαλισμένοι φαντάροι και πρώιμοι τουρίστες του Μαΐου. Κάποιος με παρακαλεί να του προσέχω τη βαλίτσα για να πεταχτεί να πάρει τσιγάρα. Μία γυναίκα με τεράστια λευκά σημάδια στο δέρμα κοιτάει το κενό καθισμένη σε ένα παγκάκι. Ο Πειραιάς είναι ένας τόπος όπου τίποτα δεν κουμπώνει με τίποτα. Ένα λανθασμένα κομμένο παζλ.
Σφάλμα προβολής: Πώς οι αναμνήσεις μας μπορεί να μην είναι ακριβώς ιδιοκτησία μας
Στο εκδοτήριο υπάρχει μία μικρή ουρά, βγάζω με επιστροφή και συνειδητοποιώ πως οι τιμές έχουν πέσει πολύ. Τα πρόσωπα των νταλικέρηδων ξέρουν όλη τη ζωή απέξω κι ανακατωτά, ετούτο είναι όλο κι όλο το πτυχίο τους, τα διαπιστευτήρια τους, τα χιλιόμετρα που έχουν γράψει, το ίδιο τους το πρόσωπο είναι η απόδειξη πως έχουν φάει το δρόμο με την τεράστια ατσάλινη κουτάλα του Πολύφημου, η στάση του σώματος τους πάνω στις σιδερένιες κολώνες του εκδοτηρίου μαρτυρούν μόνο εξάντληση.
Πατάω την σιδερένια μπουκαπόρτα και δείχνω τα χαρτιά μου, στις σκάλες ακούω περίπου τρεις φορές το καλωσόρισμα από τους αγουροξυπνημένους καμαρότους, πιάνω πρώτο σαλόνι κι αράζω ξέπνοος απ’ το απροσδιόριστο άγχος σ’ έναν ξεθωριασμένο ψευδομπαρόκ καναπέ.
Παραγγέλνω στο μπαρ τον απαραίτητο καραβίσιο κι ανεβαίνω στο κατάστρωμα για τσιγάρο. Από εκεί συνειδητοποιώ σε τι περιβάλλον ζουν τα αστικά ζώα. Ο Πειραιάς μοιάζει να ‘ναι βγαλμένος από κάποιο βαθύ αντιδραστήρα του Τσέρνομπιλ. Σκόνη, τσιμέντο, καυσαέριο και ήλιος.
Κατεβαίνω ξανά κάτω κι αρχίζω την αέναη κι αγαπημένη παρατήρηση του μικρόκοσμου του σαλονιού. Όλοι οι κλασικοί χαρακτήρες είναι εδώ, σαν ένα βιβλίο που έχει πουλήσει χιλιάδες αντίτυπα και πρόκειται να πουλήσει άλλα τόσα.
Ο παράξενος αρχικαμαρότος με τα χοντρά μαύρα γυαλιά και την καλοσιδερωμένη γκρίζα στολή κατσαδιάζει τον νέο συνάδελφο του για κάποιο του πλημμέλημα, ένα ηλικιωμένος έχει χαθεί στο σαλόνι και τον ψάχνει αγανακτισμένη η εγγονή του, ο ξερακιανός σερβιτόρος κάνει παρατηρήσεις σε μία κυρία που έχει από νωρίς απλώσει την κουβέρτα της στον καναπέ για να κοιμηθεί, οι τηλεοράσεις έχουν μία καθυστέρηση του ενός κλάσματος του δευτερολέπτου και δημιουργούν έναν παράξενο αντίλαλο πάνω στις ψευδοροφές.
Το πλοίο από μέσα μοιάζει σαν δευτέρας διαλογής κέντρο διασκέδασης της Νέας Υόρκης του 1920. Ο κλιματισμός είναι τόσο δυνατός που χρειάζεσαι μπουφάν για να μην παγώσεις.
Αγαπητά σφάλματα: Σημειώσεις προς μία νυχτερινή αποξένωση των ονείρων
Όλα εδώ μέσα βρίσκονται in limbo.
Όλα υπάρχουν για το πέρασμα, το ταξίδι, την αναγκαστική διάσχιση του νερού προς τη στεριά. Το ταξίδι με το πλοίο προς το νησί είναι κατά μία έννοια ο ίδιος ο βίος, μία υποχρεωτική κίνηση από το ένα άκρο στο άλλο. Εδώ δεν υπάρχει καμία επιλογή.
Το πλοίο είναι ένα αλλόκοτο καθαρτήριο που δεν ξέρεις που θα σε φτύσει, άλλοι θα βγουν σε μία παράλληλη κόλαση με εκείνη που ήταν και πριν κι άλλοι σε έναν απόλυτα τεχνητό παράδεισο. Όλοι όμως ταξιδεύουν μαζί, αιωρούμενοι μέσα στο ατσάλινο κτήνος που σχίζει το μαύρο νερό.
Το πρωί το χθόνιο πλήθος είναι αναμαλλιασμένο, μία πλεούμενη φάμπρικα ψυχών. Κανείς δεν ξέρει που πατάει και που βρίσκεται. Το καράβι στρίβει σιωπηλά μέσα στο αχνό φως της μέρας που ανατέλλει. Η άγκυρα πέφτει και τα τζάμια τρίζουν σαν δόντια.
Η μητέρα μου με περιμένει στο αυτοκίνητο και όταν την βλέπω είναι σαν να μη έχει περάσει μία μέρα από την πρώτη φορά που την είδα.
Μία εβδομάδα στον τεχνητό μου παράδεισο και μετά πάλι εδώ στο καθαρτήριο μου προς την αντίθετη κατεύθυνση. Τώρα καταλαβαίνω το κόλπο: Τους τόπους τους κουβαλάμε μέσα μας ωσάν σημάδια από πυρωμένο σίδερο, είμαστε όλοι ένα είδος ναυτικών, με μία χούφτα χώμα μέσα στη τσέπη για να παίρνουμε κουράγιο και να βουτάμε ευθεία μέσα στο σκότος.