«Αφού το λοιπόν γίναν γρήγορα και βιαστικά οι μέχρι τότε άγνωστες εκεί τελετές, δεν έβλεπε την ώρα και τη στιγμή ο δον Κιχώτης να ιδεί τον εαυτό του καβαλάρη και να πάρει δρόμο αναζητώντας τις περιπέτειες κι αφού σέλωσε γρήγορα τον Οκνομπροστάρη ανέβηκε […]» Δον Κιχώτης, Miguel de Cervantes.
Όχι εγώ δεν διαθέτω κανενός είδους Οκνομπροστάρη να με οδηγήσει οπουδήποτε, αν και σίγουρα τελευταία περιορίζομαι, φειδωλά μεν έκδηλα δε, απ’ το πρώτο συνθετικό του ευφυολογήματος του Θερβάντες, δηλαδή την ειρκτή της Οκνηρίας.
Έτσι είπα ν’ ανέλθω κάπως του θανάσιμου αυτού αμαρτήματος μου και να πιάσω εξοβελισμένα ρείθρα κι αργυρόηχες ανηφοριές μέσα στο φρεσκοποτισμένο με φθινοπωρινή υγρασία μπετό και να βγω στη ρίζα του δεύτερου πιο ψηλού λόφου των Αθηνών και του πιο δοξολογημένου.
Χαμένος στα προάστια: Η απρόοπτη χρησιμότητα του να μην θυμάσαι που πάρκαρες
Και κάπου δω ξεκίνησα να μιμούμαι άθελα μου, ίσως τον παρθενικό σύγχρονο ήρωα της παγκόσμιας λογοτεχνίας που γέννησε ο Θερβάντες, μόνο και μόνο για να προσδώσω ένα καλό λόγο στα πόδια μου να συρθούνε, κι απ’ το συναυτουργό γραφείο που κάθομαι ολημερίς και γράφω, να σηκωθώ και να παλέψω με τα φασματικά θηρία μου και τους υποχθόνιους χωμάτινους γίγαντες του Λυκαβηττού.
Έβαλα λοιπόν την περιπετειώδη μα άκρως σκονισμένη ενδυμασία μου εκ ερμαρίου, τα περιπατητικά μου υποδήματα που είχανε γίνει το θάλπος αρθροπόδων κι εισήλθα, εξερχόμενος της οικίας μου, στο λαβύρινθο των μπαρουτοκαπνισμένων από το καυσαέριο στενών, τέρμα σχεδόν Ασκληπιού, στον Άγιο Νικόλαο και πάνω. Δεν το περίμενα όμως. Τέτοιο αμάλαγο ανηφόρι καιρό είχα να βοσκήσω. Μάζευα τη γλώσσα μου απ’ το τσιμέντο σ’ όλη τη διαδρομή αλλά τελικά τα κατάφερα ο έρμος.
Όταν έπιασα Λυκαβήττεια ρίζα έπρεπε να προσέξω να μη με κόψουν ωσάν προσφιλές αλλαντικό τα δαιμονισμένα μηχανοκίνητα του περιφερειακού, ζαλισμένος καθώς ήμουν απ’ την υπερβολική και ξαφνική οξυγόνωση των χρόνια τεμπέλικων πνευμόνων μου.
Κάπου ψηλά στον Άγιο Γεώργιο με περίμενε το δικό μου μυθικό πλάσμα, η δική μου Νέμεσις, μόνο που ακόμη δεν το ‘χα συνειδητοποιημένο. Ήμουν αγαθός μέσα στον περιπετειώδη ενθουσιασμό μου για το «άγνωστο». Πόσο αστείο μου φαίνεται τώρα.
Πόσες φορές δεν είχα φαντασιωθεί αυτό το επικό «ταξίδι» των 200 μέτρων, πόσες φορές δεν είχα συλλογισθεί να βγω απ’ το σπίτι και να τρέξω προς την κορυφή του λόφου τελώντας εν παρακρούση. Λύκος σίγουρα δεν ήμουν, μόνο ένα ανόητο και δη αγύμναστο αρνί βουτηγμένο στα μελάνια.
Πώς το μπαρ έγινε ο παράδεισος ενός αμετανόητου και μοναχικού εργασιομανή
Πιάνω το μονοπάτι κι αρχίζω να παλεύω με τους φανταστικούς μου οχθρούς μέσα στα χαρακώματα του λόφου, φτιαγμένα μάλλον περισσότερο για να μην πέφτει το νερό της βροχής στα σπίτια και πνιγεί ο κόσμος από κάτω, ένα έργο καθαρά πολεοδομικό που εγώ το έκανα στο μυαλό μου σκέτη γραμμή Μαζινό.
Οι αναβαθμοί της περιέργειας μου, όσο ανέβαινα σε υψόμετρο, άρχιζαν να θρουλάνε άδοξα, όπως τα χαλίκια που άφηνα πίσω μου
Παντού άνθρωποι με τα σκυλιά τους και τις αθλητικές τους περιβολές, κι εγώ σιγά σιγά να συνειδητοποιώ κάτι που ‘χα λησμονήσει για καιρό. Ένα υποβολιμαίο κενό αέρος στ’ αυτιά μου, ελαφρά ζαλάδα και μία αίσθηση μετεωρισμού στα έντερα. Κάτι δεν ήτανε ορθό.
Συνέχισα όμως την «εκστρατεία» μου προς τον φανταστικό μου εχθρό, εκεί ψηλά στο εκκλησάκι. Σε κάποια στιγμή φτάνω στο θέατρο και βλέπω έναν ελάσσονα πολιτισμό αποτελούμενο από ταξιτζήδες βαριεστημένους και βανάκια ενοφθαλμισμένων τουριστών με τα κινητά "πολυβόλα" ανά χείρας να γαζώνουνε μανιωδώς με φωτογραφίες την εξαίσια θέα της Αθήνας.
Παίρνω γενναία ανάσα και μπαίνω κι εγώ στο τελευταίο δρομάκι που οδηγεί στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Αμ δε. Σάμπως και τα πόδια μου ξαφνικά μπήχτηκαν σε φονική κινούμενη άμμο, δεν μπορούσα να κάνω ούτε βήμα, μία σβουριχτή ζάλη με συνεπήρε κι άρχισα να χορεύω beryozka με το κάγκελο και γύρω οι αδέσποτες γάτες να με κοιτάνε περίεργα.
Είδα κι απόειδα με τον τρελό «χορό» μου κι έκατσα κάτω στη νοτισμένη πεζούλα. Η εκκλησία απείχε μόλις είκοσι μέτρα από εκεί που καθόμουν αλλά τι θα βγει; Δεν ήμουν σε θέση να συνεχίσω για την κορυφή του προσωπικού μου «Έβερεστ». Ναι. Ήμουν ανόητος και μόνο που δεν αρχίνησα το κλαύμα απ’ την οργή μου. Είχα λησμονήσει κάτι πολύ βασικό στην προσωπική μου ιστορία: Την υψοφοβία μου που κοιμόταν σαν ξεχασμένη ασθένεια στα κύτταρα μου κι ανάμενε ακριβώς τούτη δω τη στιγμούλα για να φουντώσει ξανά και να με οβελίσει στο σκυρόδεμα.
Εκεί στην ακρούλα του βράχου, ο γκρεμός μ’ άρπαξε και με νίκησε. Σκέφτηκα να συρθώ μέχρι την εκκλησία αλλά μετά το μετάνιωσα καθώς οι τουρίστες θα νόμιζαν πως το 'χα κάνει τάμα να συρθώ γονυπετής στο ιερό και θ’ ανοίγανε πάραυτα τον ασκό με τους θερμόβουλους Arākī ή θα με παίρναν με τις πέτρες οι ταρίφες.
Ο Δον Κιχώτης νικήθηκε κατά κράτος αλλά τουλάχιστον έκανε λίγο αερόβιο. Σηκώθηκα, χάιδεψα λίγο τις γατούλες που ‘χαν μαζευτεί γύρω μου ωσάν ακροφοβικές νοσοκόμες και τριβόντουσαν, αντί παρηγορητικού, και πήρα τον κατήφορο για το σπίτι.
Κι αύριο μέρα ήταν, ο πόλεμος συνεχίζεται Άγιε Γεώργιε, σκέφτηκα, τουλάχιστον είδα τον Δράκο με τα μάτια μου...εντάξει, τον σκοτώνω άλλη μέρα.
Δες το παρακάτω άλμπουμ για να δεις πως μοιάζει ο Λυκαβηττός: