Σοφία Μπραϊμάκου: Η συγγραφέας που θα σε κάνει να χαθείς μέσα στο ίδιο σου το σπίτι

Το νέο της βιβλίο από τις εκδόσεις Νεφέλη, “Μόνιμοι Κάτοικοι”, πλέκει αριστοτεχνικά το όνειρο με την πραγματικότητα εντός των ορίων του σπιτιού μας..

Το πρώτο της βιβλίο με τίτλο Ματάμπρε, Ιστορίες που σκοτώνουν την πείνα, μας έκανε να την γνωρίσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η Σοφία Μπραϊμάκου είναι μία γυναίκα που μεγάλωσε μέσα στα κείμενα και τις λέξεις αλλά την ίδια στιγμή και μέσα στο αστικό περιβάλλον.

Δούλεψε στον περιοδικό τύπο ως αρχισυντάκτρια πολλών εντύπων. Το πρώτο της βιβλίο, Ματάμπρε – Ιστορίες που σκοτώνουν την πείνα (εκδ. Νεφέλη 2018) τιμήθηκε με το βραβείο «Μένης Κουμανταρέας» της Εταιρείας Συγγραφέων.

Τώρα έρχεται το φρέσκο της πόνημα με τίτλο Μόνιμοι Κάτοικοι κι εμείς απλά έχουμε μείνει άφωνοι με την δύναμη της γραφής της που δεν σε αφήνει λεπτό να σηκώσεις το βλέμμα από τη σελίδα.

Μιλήσαμε μαζί της και κάναμε μία πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα για την τέχνη της γραφής, το οικιακό φλανάρισμα και το πως είναι να είσαι γυναίκα συγγραφέας στην Ελλάδα του 2021.

 

-Πόσο καιρό ασχολείσαι με το γράψιμο και τι είναι αυτό που σε έκανε να ξεκινήσεις;

Το πρώτο μου βιβλίο, Ματάμπρε, Ιστορίες που σκοτώνουν την πείνα, γράφτηκε όταν οι βεβαιότητες που είχα διαμορφώσει ως εκείνη τη στιγμή άρχισαν να καταρρέουν η μία μετά την άλλη, δίνοντάς μου ένα κάποιο κίνητρο για γράψιμο και κάνοντας χώρο για μια παράφραση της γνωστής ρήσης του Αντρέ Μαλρό: «Η γραφή (όπου κουλτούρα) είναι αυτό που μένει όταν όλα τα άλλα έχουν φύγει».

μονιμοι κατοικοι

-Μίλησε μας λίγο για το νέο σου βιβλίο, Μόνιμοι Κάτοικοι.

«Μπορεί ποτέ κανείς να χαθεί μέσα στο ίδιο του το σπίτι;» Αυτό το παρεϊστικο φιλοσοφικό ερώτημα στριφογύριζε για χρόνια στο μυαλό μου μέχρι που αποτέλεσε την αφηγηματική εκκίνηση του Μόνιμοι Κάτοικοι. Πρόκειται για μια σύγχρονη, γλυκιά, πικρή, σκοτεινή και ολέθρια ιστορία που έχει το ένα της πόδι βουτηγμένο στον ρεαλισμό και το άλλο μέσα σε μια θολή, ονειρική ζώνη και μιλάει για τον αγώνα που δίνουμε να ορίσουμε τη ζωή μας, αρχίζοντας από τον βασικό μας χώρο που δεν είναι άλλος από το ίδιο μας το σπίτι. Η ηρωίδα είναι μια νέα γυναίκα που μετακομίζει με τον σύντροφό της σε ένα παλιό σπίτι στο κέντρο της Αθήνας· προκειμένου να το καταστήσουν κατοικήσιμο πέφτουν με τα μούτρα σε μια ξέφρενη ανακαίνιση. Από την άλλη, το σπίτι, ως ζωντανός οργανισμός αντιμετωπίζει τους κατοίκους του σαν εισβολείς, αντιστέκεται στις παρεμβάσεις τους επιστρατεύοντας τη φθορά του, ενώ μια σειρά από κλιμακωτές εντάσεις θίγουν την αξιοπιστία της αφήγησης στον αναγνώστη: από φλανέρ που περιπλανιέται από μνήμης στα δωμάτια του σπιτιού που κατοικεί, καταβυθίζεται στα πιο ανήλιαγα δωμάτια του μυαλού της.

Στην ιστορία αυτή προσπάθησα να φωτίσω μια αντίφαση βγαλμένη από την πάλη μιας ηρωίδας σάρκινης που είναι γέννημα θρέμμα της πόλης, της κρίσης, του αγώνα για επιβίωση και εν τέλει, του σήμερα με ένα τέρας άυλο που δεν μπορεί κανείς να νικήσει γιατί περιστρέφεται με εμμονική ακρίβεια γύρω από τον άξονά μας, χωρίς να μας χαρίζει ποτέ ούτε ένα δευτερόλεπτο.

 

"Ένας άντρας πρέπει να υπακούει στην αδιαπραγμάτευτη εντολή του «όχι», ιδίως, όταν εκείνη βγαίνει από γυναικεία χείλη."

 

 

-Τι σε τράβηξε να φτιάξεις το συγκεκριμένο σενάριο για το βιβλίο; Είναι βγαλμένο από τη ζωή σου με κάποιο τρόπο; Τι ήταν αυτό που σε έκανε να το ξεκινήσεις.

Όπως και στο πρώτο μου βιβλίο, έτσι και σε αυτό, υπάρχει μια αναπόφευκτη προσωπική εμπλοκή που όμως κρατάει αποστάσεις από οποιαδήποτε ανάγκη αυτοβιογραφικής αποτύπωσης, η οποία θα οδηγούσε σε μια συνθήκη εξομολογητικής γραφής. Πάντως, έχει ενδιαφέρον πως ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου γράφτηκε μέσα σε καθεστώς καραντίνας και κατά διαβολική σύμπτωση μιλάει για τον εγκλεισμό μιας γυναίκας μέσα σε ένα παλιό σπίτι σε μια μάλλον εμμονική και άτυχη προσπάθεια να περιφρουρήσει τον χώρο της. Έχοντας στο μεταξύ βιώσει κι η ίδια το άγχος μιας μετακόμισης σε ένα σπίτι που έπρεπε να ανακαινίσω σταδιακά -ευτυχώς, λιγότερο μυθιστορηματικό και περίεργο από αυτό που περιγράφω στο βιβλίο -, γνωρίζω από πρώτο χέρι πως τα σπίτια μας είναι κάτι περισσότερο από δοκάρια, πατώματα, τοίχους και ταβάνια· στα θεμέλιά τους δε, με έναν παράδοξο τρόπο στηρίζεται η ζωή μας. 

 


- Στο βιβλίο μιλάς για ένα παλιό σπίτι, ποια είναι η σχέση σου με τα παλιά σπίτια της Αθήνας;

Νιώθω οικειότητα μέσα σε αυτά. Μεγάλωσα και κατοικώ σε ένα παλιό σπίτι, ενώ όλες μου οι παιδικές μνήμες περιστρέφονται γύρω από σπίτια συγγενικών και φιλικών προσώπων με μωσαϊκά, αυλές με λευκά φερ φορζέ και κουζίνες που απέχουν τουλάχιστον δέκα τετραγωνικά μακριά από το σαλόνι. Όπως καταλαβαίνετε λοιπόν, νιώθω μια μεγάλη έλξη από αυτά, ενώ τρέφω μια αναπόφευκτη δυσανεξία στο «μοντέρνο διαμέρισμα του εργολάβου» με τις σύγχρονες βακελιτικές επιφάνειες και τη μυρωδιά της φορμαλδεϋδης. Ακόμα και η φθορά του παλιού σπιτιού μαρτυράει μια κατάσταση όχι κατ’ ανάγκη μυθιστορηματική, ωστόσο, αναγκαία για να διαφυλάσσω ή κάποτε να επανασυγκροτώ την ταυτότητά μου.

 

-Ποια είναι η διαδικασία σου σαν συγγραφέας; Πως γράφεις; Μέρα ή νύχτα; Θέλεις φασαρία ή ησυχία όταν το κάνεις;

Σε μια άλλη ζωή θα ήθελα να υιοθετήσω την τελετουργία του γνωστού Ιάπωνα συγγραφέα που ξυπνάει αχάραγα και τρέχει μαραθώνιους προτού στρωθεί με ευεξία πάνω στο γραπτό. Όμως, φευ! Έχω γράψει μέσα σε δικά μου δωμάτια, αλλά και σε δωμάτια άλλων ως και σε βαγόνια τραίνου, πρωί, μαύρα μεσάνυχτα, ξημερώματα ή ντάλα μεσημέρι. Συνήθως γράφω αφού πρώτα έχω περάσει αμέτρητες ώρες ανακυκλώνοντας μια ιδέα στο μυαλό μου κι όταν στο τέλος έχω ξοδέψει κάθε πιθανή έννοια αναβολής. Τότε η οθόνη του υπολογιστή έρχεται ως ύστατη χάρη και «νεκρική μετωπίδα της σύλληψης», σύμφωνα με τον αφορισμό του Βάλτερ Μπένγιαμιν. Επιλέγω την απομόνωση και την ησυχία, στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό μέσα σε ένα σπίτι γεμάτο ανθρώπινη δραστηριότητα και ακόμα, την απουσία μουσικής, η οποία στη δική μου τουλάχιστον περίπτωση, δρα μονίμως παραπλανητικά.

 

"Η λογοτεχνία βγαίνει από το στομάχι και διαβάζοντάς την ο χρόνος σταματάει να αποτελεί το μέγιστο ζητούμενο."

 

 

-Το γράψιμο είναι η μόνιμη απασχόληση σου ή κάνεις και κάτι άλλο παράλληλα;

Δηλώνω επαγγελματίας κειμενογράφος, καθώς η βιοποριστική μου δραστηριότητα τα τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί από εκείνη του δημοσιογράφου-αρθρογράφου σε αυτή του «μισθοφόρου γραφιά» που γεμίζει με περιεχόμενο ιστοσελίδες και εταιρικές ταυτότητες κυρίως κάτω από το –κατά τ’ άλλα ρητορικό- ερώτημα «ποιοι είμαστε και τι κάνουμε», αλλά η θητεία μου στον περιοδικό Τύπο είναι μακρά. Έχω περάσει από θέσεις ευθύνης όπως επιμελήτρια ύλης και αρχισυντάκτρια, καθώς και αρθρογράφος σε πολλά γνωστά έντυπα που μεσουράνησαν τα προηγούμενα χρόνια μέχρι να διαλυθούν σαν ασπρίνη μέσα σε μια κουταλιά νερό. Κάπως έτσι, η επαφή αλλά και οι ζυμώσεις με τις λέξεις υπήρχαν από παλιά, έστω σε ένα άλλο επίπεδο γραψίματος, το οποίο στην προσπάθειά του να αποθεώσει οτιδήποτε εφήμερο μου πρόσφερε την επαφή με το κόψιμο, το ράψιμο και τη βασανιστική και ατέρμονη διαδικασία της αναζήτησης της σωστής λέξης.

Πάντως, μέχρι να έρθει η ημέρα που οι συγγραφείς θα μπορούμε να διαβιώνουμε αξιοπρεπώς με την τέχνη μας, καθώς δεν αποτελεί χόμπι μιας λέσχης νάρκισσων γραφομανών, αλλά επάγγελμα που θα έπρεπε να αμοίβεται κανονικά, θα ζω από τις άλλες λέξεις, τις βιοποριστικές.

-Ποιο είναι το αγαπημένο σου είδος λογοτεχνίας;

Η λογοτεχνία που βγαίνει από το στομάχι και που διαβάζοντάς την ο χρόνος σταματάει να αποτελεί το μέγιστο ζητούμενο.

-Ποιος είναι ο συγγραφέας που διαβάζεις τελευταία;

Η Άλις Λισπέκτορ, η Λουσία Μπερλίν και ξανά, ο Στέφαν Τσβάιχ.

-Ο αγαπημένος/η σου συγγραφέας;

Ο Ζοζέ Σαραμάγκου και ο Μ. Καραγάτσης.

 

-Πες μας μερικά από τα αγαπημένα σου βιβλία.

Το Πέδρο Πάραμο του Χουάν Ρούλφο, το Ρέκβιεμ του Αντόνιο Ταμπούκι, το Σύσσημον ή τα Κεφάλαια του Νίκου Παναγιωτόπουλου, ο Ευτυχισμένος Θάνατος του Καμύ, ο Μάγος του Τζον Φόουλς, το Βαλς του αποχαιρετισμού του Μίλαν Κούντερα, η Μετανάστις του Παπαδιαμάντη, η Μεγάλη Χίμαιρα του Μ. Καραγάτση, ο Υπνοβάτης της Μαργαρίτας Καραπάνου, η Γραμμή του Ορίζοντος του Χρήστου Βακαλόπουλου, ο Γυμνός του Ντέιβιντ Σεντάρις, δύσκολο να επιλέξω μόνο ένα του Σαραμάγκου.

-Τι συμβουλή θα έδινες σε έναν άνδρα το 2021;

Να διαβάσει τα Διηγήματα του Ρέιμοντ Κάρβερ, να φοράει ωραία παπούτσια και να υπακούει στην αδιαπραγμάτευτη εντολή του «όχι», ιδίως, όταν εκείνη βγαίνει από γυναικεία χείλη.

-Με το κινηματογράφο πως τα πας; Βλέπεις ταινίες;

Το σινεμά είναι η διασκέδαση που μου έλειψε πιο πολύ κατά τη διάρκεια της καραντίνας. Νιώθω να ανήκω στην ευγενική φατρία των σινεφίλ, έστω κι αν λόγω δυσκολιών, το τελευταίο διάστημα αμάρτησα και υπέκυψα στο ανελέητο streaming. 

-Ποια είναι η άποψη σου για το Netflix κι όλο αυτό που γίνεται με το streaming; Πώς αυτό επηρεάζει τη λογοτεχνία και το βιβλίο;

Το Netflix είναι μια πλατφόρμα που παράγει φασόν σειρές και ταινίες με σημαία την πολιτική ορθότητα του μέσου νου. Σε κάθε περίπτωση όμως, μετά από μια κοπιαστική ημέρα χαρίζεται απλόχερα στον θεατή, κυρίως γιατί δεν απαιτεί οποιαδήποτε προσπάθεια συγκέντρωσης ή πνευματικού κόπου εκ μέρους του, όπως η λογοτεχνία. Νιώθω πως αυτή η ευκολία, η υπεραπλούστευση των προβλημάτων των πάσης φύσεως μειονοτήτων, αλλά και η προβολή των κοινωνικών τάσεων με λάβαρο την ομοιογένεια δεν «απειλεί» τόσο το βιβλίο, αλλά και την ιδέα που διαμορφώνεται για την ψυχαγωγία και το γέμισμα του ελεύθερου χρόνου μας με σενάρια καταδικασμένα στη λήθη. Κοντολογίς, την επόμενη μέρα δεν θυμόμαστε τίποτα από όσα είδαμε, ούτε από τον χρόνο που περάσαμε καταναλώνοντας σειρές και ταινίες μιας χρήσης, σε αντίθεση με το βιβλίο που μας επηρεάζει όχι μόνο την ώρα που το διαβάζουμε, αλλά και μακροπρόθεσμα.

-Τι ετοιμάζεις για το μέλλον;

Προσπαθώνας να ανταποκριθώ σε διάφορες προθεσμίες γραπτών βρίσκομαι στη φάση μιας δημιουργικής αδράνειας όπου στήνω νοερά το επόμενο βιβλίο μου. Ευελπιστώ πως σύντομα θα αρχίσω να το στήνω και στην οθόνη του λαπτοπ.



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved