Ο Γιάννης Παπαϊωάννου είναι ένας από τους πυλώνες του ρεμπέτικού τραγουδιού. Και ένας από τους παλιούς, καλούς, αυθεντικούς μάγκες. Απ’αυτούς που δεν σου χαρίζουν ούτε μία κουβέντα, μια λέξη, αν δεν την αξίζεις. Η αυτοβιογραφία του Παπαϊωάννου λέγεται «Ντόμπρα και σταράτα». Και από την πρώτη γραμμή μέχρι την τελευταία είναι αυτό ακριβώς. Ο Παπαϊωάννου μέσα σε αυτό το βιβλίο μιλάει για κόσμο και κοσμάκη. Και δεν χαρίζεται σε κανέναν.
Ο Μάνος Λοίζος που γεννήθηκε σαν σήμερα το 1937, κατέχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά του Παπαϊωάννου: «Από αυτούς τους καινούργιους» λέει ο «ψηλός», «μεγάλος μουσικός είναι αυτός ο Λοΐζος. Αλλά πολύ τεμπέλης αδερφάκι μου…», γράφει ο κυρ-Γιάννης.
Στο μυαλό του Παπαϊωάννου, ο Λοΐζος χαράμιζε το ταλέντο του λόγω της τεμπελιάς του. Βλέπεις, η γενιά του Παπαϊωάννου από τον Βαμβακάρη, μέχρι τον Μέγα Τσιτσάνη, έβλεπαν το τραγούδι και βιοποριστικά. Ήξεραν ότι έπρεπε να παράγουν διαρκώς τραγούδια για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, την ώρα που σφύριζαν οι βόμβες γύρω τους, αλλά και μετά που η πείνα συνέχισε να θερίζει τον κόσμο.
Ο Λοΐζος δεν είχε τέτοιο πρόβλημα. Γι’αυτό και οι δίσκοι, τα τραγούδια του ήταν λίγα. Ελάχιστα σε σχέση με το ταλέντο του… Ο Μάνος δεν έπαιρνε χαμπάρι από συμβόλαια και εταιρίες. Έγραφε όταν ήθελε, όποτε ήθελε και για όποιον ήθελε… Για ελάχιστους υποχώρησε. Για έναν. Τον Γιώργο Νταλάρα, τον οποίο στην αρχή δεν είχε μετρήσει καλά και τον θεωρούσε λίγο. Στην πορεία και αφού για να πάει κόντρα στον Μάκη Μάτσα, τον… έθαψε στην πρώτη συνεργασία τους, βάζοντας πάνω στη φωνή του να παίζει μια ολόκληρη ορχήστρα («Ήταν οχτώ εννιά» 1968, δίσκος: Ο Σταθμός), τον εκτίμησε σωστά και έκαναν μαζί αριστουργήματα! Γιατί πέρα από μεγάλος συνθέτης, ο Μάνος ήταν και δίκαιος…
Ο Μάνος που σαν να ήξερε ότι δεν θα μείνει για πολύ καιρό, στα μέρη μας. Ότι θα τον έπαιρνε ο Θεός εκεί πάνω για να του φτιάχνει τραγούδια. Κι ίσως γι’αυτό να προτίμησε να ζήσει από το να φτιάχνει το ένα τραγούδι πίσω από το άλλο. Κι ας ήταν δεδομένο πως το καθένα από αυτά θα ήταν και ένα μικρό θαύμα. Κι ας ήξερε ότι ακόμη κι αν γρατσούνιζε απλά την κιθάρα, θα έκανε και τους παπάδες να τραγουδήσουν. Όπως τραγούδησε τον «Δρόμο» του μια ολόκληρη χώρα. Ή όπως χόρεψε το «μερτικό του απ’τη χαρά» όποιος σέβεται τον εαυτό του ως άντρας. Ίσως αυτό το ζεϊμπέκικο να ζήλεψε ο κυρ-Γιάννης. Γι’αυτό και τον ξεχώρισε από τους πολλούς.