Οι νεότερες γενιές ενδεχομένως να μην μπορέσουν ποτέ να καταλάβουν τι εστί πραγματικά William Hurt. Αν έχει να επιδείξει κάτι τα τελευταία χρόνια αυτό είναι ως «Thunderbolt» Ross στις ταινίες της Marvel, όπου φορώντας το περουκίνι που έβγαζε μάτια κυνηγούσε διαρκώς τους Avengers και τον Incredible Hulk. Για όσους όμως θεωρούν ότι αυτό είναι ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει έχουν καταλάβει πολύ λάθος.
Το όνομά του θα μπορούσε να εξυμνείται κάλλιστα σήμερα όπως εκείνα των De Niro ή Pacino, αλλά ο αντιστάρ που έκρυβε μέσα του ενδεχομένως να του στέρησε αυτό που λέμε καριέρα πρώτης γραμμής. Αν και εδώ που τα λέμε δεν έχει καταφέρει και λίγα αν σκεφτεί κανείς ότι όλο το Hollywood stardom στηριζόταν πάνω του στη δεκαετία των 80’s.
Άλλωστε η φιλμογραφία του είναι γεμάτη επιτυχίες και φυσικά ένα Όσκαρ Α’ Αντρικού Ρόλου για το περίφημο «Kiss of the Spider Woman» όπου πρωταγωνίστησε μαζί με τον Raul Julia.
Η πτώση που ποτέ κανείς δεν κατάλαβε
Είναι πραγματικά φοβερό το πώς ένα τύπος που μεσουρανούσε να γύρισε ξαφνικά το διακόπτη και από πρωταγωνιστής σπουδαίων παραγωγών να το γύρισε σε δευτεραγωνιστή κατωτέρων ταινιών. Σίγουρα δεν θέλουμε να θυμόμαστε το «Lost in Space» του 1998 όπου μαζί με τα απαράδεκτα εφέ και τους Gary Oldman και Matt Le’Blanc (και όμως ισχύει) κακοποίησαν ένα franchise με υψηλό πρεστίζ, ωστόσο πέραν αυτού κάθε του εμφάνιση σε ταινία ή σειρά έβγαινε κερδισμένη από την παρουσία του.
Ήταν κάτι σαν τον Christopher Plummer ένα πράγμα.
Από το «Α.Ι.» του Spielberg, στο «Smoke» του Wayne Wang, το «Sunshine» αλλά και το θρίλερ «The Village» του M. Night Shyamalan μέχρι το τηλεοπτικό «Damages» με την πρωταγωνίστρια Glenn Close να βλέπει εφιάλτες έχοντάς τον πλάι να κλέβει όλα τα credits του δεύτερου κύκλου.
Ο William Hurt άφηνε τη στάμπα του σε κάθε του εμφάνιση, ακόμα και αν ο ρόλος του είχε ελάχιστη παρουσία σε σχέση με τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές. Είχε αυτό το know how να γεμίζει την οθόνη απλά και μόνο εκφωνώντας λέξεις με την μπάσα και αλήτικη φωνή του. Ήταν το παγερό του βλέμμα το οποίο σε έκανε να τρέμεις αλλά ταυτόχρονα να υποτάσσεσαι πριν καν εκφωνήσει οτιδήποτε.
Σου έβγαζε ότι είναι ικανός για το απρόβλεπτο, ακόμα και αν ο ρόλος δεν ήταν γραμμένος για κάτι τέτοιο. Ήταν αυτό που λέμε η αναβάθμιση που ζητούσε κάθε παραγωγή για να έχει ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα, έστω και αν πλέον δεν ήθελε ο ίδιος να στηρίζονται πάνω του.
Όταν ο Cronenberg τον επέλεξε για guest εμφάνιση στο «A History of Violence» o William Hurt έκανε απλώς αυτό που ήξερε καλύτερα από όλους. Να στρέψει τα φώτα όλη της ταινίας πάνω του, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα τους Viggo Mortensen και Ed Harris που κονταροχτυπιόντουσαν καθ’ όλη τη διάρκεια του φιλμ για τα φώτα του πρωταγωνιστή.
Αν πιστεύεις πως με 5-10 λεπτά παρουσίας δεν μπορείς να κερδίσεις υποψηφιότητα για Όσκαρ, τότε το φινάλε του «Α History of Violence» και ο Hurt θα σε κάνουν να αλλάξεις γνώμη. Εμείς πάλι θα έχουμε πάντα το παράπονο ότι αν δεν είχε επιλέξει να αποτραβηχτεί από τα φώτα της δημοσιότητας, σήμερα θα λέγαμε William Hurt και θα τον είχαμε πλάι στους κορυφαίους του είδους. Και η είδηση του θανάτου του στα 72 του χρόνια (από φυσικά αίτια) μόνο θλίψη θα μπορούσε να μας προκαλέσει.
Κυρίως όμως επειδή είχαμε την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα επέστρεφε για να κερδίσει τον κόσμο όπως κανένας άλλος.