Ο Λαυρέντης Μαχαρίτσας δεν ήταν απλή περίπτωση. Ήταν Η περίπτωση. Όταν αποφάσιζε να μιλήσει δεν χάιδευε αυτιά. Αντίθετα, οι μουσικές του σού χάιδευαν τα αυτιά, το μυαλό και την ψυχή σου… Ο Λαυρέντης δεν πήγε πίσω ούτε βήμα στο πώς ήθελε να περάσει τα χρόνια που τού είχε κληρώσει ο Θεός πάνω σε αυτόν τον πλανήτη. Και δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Κάπως έτσι πλακώθηκε, λάθος, πλάκωσε έναν καθηγητή που του έκανε καψόνια και μετά δεν έβρισκε Γυμνάσιο να τον δεχτεί. Μετά πλακώθηκε με τον αποθηκάριο στη ΜΙΝΩΣ που τον έπρηζε με τον ωράριο και την κοπάνησε και από εκεί… Ήθελε να καθορίζει αυτός τη ζωή του. Τι ώρα θα ξυπνάει, τι ώρα θα κοιμάται, σε ποιον θα μιλάει, κάθε πότε θα βγάζει δίσκους… Ήθελε τον έλεγχο. Όταν όμως συμφωνούσε κάτι, όταν έδινε τα χέρια ο Λόγος του ήταν συμβόλαιο. Δεν υπήρχε περίπτωση να σε πουλήσει, να σε στήσει, να μην είναι συνεπής. Ήθελε όμως δική του την επιλογή και την απόφαση.
Από βοηθός αποθηκάριου και μονίμως… μανουρατζής, επέστρεψε στη ΜΙΝΩΣ με ψηλά το κεφάλι, με το συγκρότημα του, τους ΤΕΡΜΙΤΕΣ και άρχισε τα θαύματα. Η «Σκόνη», το «Πόσο σε θέλω»… Από το 1984 μέχρι και το 1989 που αποφάσισε να βάλει τέλος στην κοινή πορεία του με τους ΤΕΡΜΙΤΕΣ και να συνεχίσει στο δικό του μοναχικό δρόμο, ο Λαυρέντης και οι συνοδοιπόροι του, Μιτζέλος, Κικριλής, Βασαλάκης και Σπυρόπουλος, έδωσαν σε αυτό που λέμε «ελληνικό ροκ» πολλά μαζεμένα φιλιά της ζωής… Τραγούδια που μέχρι σήμερα, κρατάνε ψηλά τη σημαία σε αυτό το δύσκολο είδος μουσικής. Κι ας μην βγάζουν μεροκάματο…
Ο Λαυρέντης ψάχνει και ψάχνεται… Σκέφτεται ακόμη και να τα παρατήσει. Διηγείται τη ζωή του στον Γιάννη Σπουρόπουλο και αυτός την κάνει τραγούδι. Και τι τραγούδι… Θαύμα. Θαύμα-θαυμάτων. 1991. Ο Γιώργος Νταλάρας απογειώνει το «Διδυμότειχο Μπλουζ» και μαζί τον καλό του φίλο! Ο Λαυρέντης των «Τερμιτών», γίνεται πια σημείο αναφοράς. Ο δρόμος ανοίγει. Ο Λαυρέντης βγάζει επιτέλους τα πρώτα σοβαρά χρήματα από αυτό που ονομάζουμε μουσική βιομηχανία… Με αφορμή αυτό το τραγούδι. Το τραγούδι της ζωής του.
Το νερό μπαίνει στο αυλάκι… Και το ένα αριστούργημα διαδέχεται το άλλο… «Μικρός Τιτανικός», «Παυσίλυπον», «Ρίξε Κόκκινο στη νύχτα», «Τι να πω»… Ο Διονύσης Τσακνής, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο μέγας Διονύσης Σαββόπουλος, οι Κατσιμιχαίοι, ο Αντώνης Βαρδής, ο Κώστας Μακεδόνας, ο Γιάννης Κότσιρας… Ο Λαυρέντης τραγουδάει μαζί τους ή τους δίνει τραγούδια. Φτιάχνει πια Σχολή. Τη σχολή Μαχαιρίτσα. Αυτή που δεν θέλει πολλά-πολλά φκιασίδια…
Ο Λαυρέντης μιλάει μέσα από τα τραγούδια του. Κι όταν αποφασίζει να τοποθετηθεί εκτός… πενταγράμμου το κάνει χωρίς περιστροφές. Μιλήσαμε 3 φορές. Αφορμή ήταν πάντα ο Παναθηναϊκός. Αιτίες πολλές. Η τελευταία φορά ήταν το 2015. Στο σπίτι του, στο Λυκαβηττό. Στο μέσο της κρίσης. Ο Λαυρέντης ανησυχούσε. Όχι για τον ίδιο ή τη γενιά του. Για τα παιδιά. Για την κόρη του. Για τα νιάτα που έπαιρναν το δρόμο της ξενιτιάς. Δεν μπορούσε να το δεχτεί. Τον πόναγε. Αλλά συνάμα τον πείσμωνε: «Η κρίση σε γιγαντώνει, η ευμάρεια και το ρούφηγμα του καναπέ σε κάνουν βλάκα. Κάτι θα βγει λοιπόν απ' όλα αυτά» έλεγε. Κι ίσως να είχε δίκιο… Θεωρούσε ότι η σωτηρία κρύβεται πάντα στο «εμείς». Γι’αυτό και σιχαινόταν το «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;». Τους «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» ακόμη περισσότερο. : «Το μυστικό είναι το μαζί, δεν μπορείς να είσαι στη μοναξιά. Θέλει μαζί, όλοι μαζί…».
Ίσως για αυτό, λάτρευε τις Κυριακές. Γι’αυτό το όλοι μαζί… Λάτρευε τις Κυριακές και σιχαινόταν τις Δευτέρες: «Θα ήθελα να απαγορευτεί αυτή η μέρα διά νόμου, να γίνει συνταγματική αναθεώρηση και από τα πρώτα άρθρα του Συντάγματος να αναφέρει ρητά ότι απαγορεύονται οι Δευτέρες από τούδε» … Σαν να το ‘ξερε ο μπαγάσας… Σαν να ήξερε ότι μια Δευτέρα, μια ρημάδα Δευτερά θα ξυπνάγαμε μαθαίνοντας ότι ο Λαυρέντης δεν ξύπνησε. Ότι έφυγε.
Τι βιασύνη ήταν αυτή ρε; Τι βιασύνη είναι αυτή ρε Λαυρέντη;