«Τι είδους άνθρωπος μπορώ να είμαι, όταν η ίδια η μάνα μου με θέλει νεκρό;» θα αναρωτηθεί ο Τόνι. Ο capo, ο αρχηγός της εγκληματικής οικογένειας Soprano κουμαντάρει όλο τον υπόκοσμο του Νιου Τζέρσεϋ αλλά δυσκολεύεται να βάλει στη θέση της την μητέρα του. «Να κάνει καλά» την γυναίκα του. Να επιβληθεί στην κόρη του. Για την αδερφή τους ούτε λόγος να γίνεται –τον τρελαίνει κανονικά. Ένα τεράστιο αιμοβόρο ροτβαίλερ που οι κυρίες του κρατάνε τη λαιμαριά σφιχτά. Απλά, καμιά φορά, μπορεί και κάνει καμιά αταξία στον κήπο –γιατί μέσα στο σπίτι κουμάντο κάνουν αυτές.
Θα πάει σε (γυναίκα) ψυχολόγο να τον κάνει καλά. Μόνο που, τελικά, θα τα μπλέξει χειρότερα. Είναι το αφεντικό, ο πιο σκληρός μαφιόζος, είναι δημοφιλής, μάγκας, νταής, χαβαλές και χομπίστας, ξύπνιος και καταφερτζής, πετυχαίνει πάντα αυτό που θέλει· δεν είναι ευτυχισμένος, όλο κάτι τον χαλάει, τον πνίγει η καθημερινότητα, είναι κάτι πιο βαθύ που τον λερώνει, είναι ένας από εμάς.
Όταν η σειρά έγινε το «αφεντικό» της τηλεόρασης
Είκοσι χρόνια πριν η σειρά “The Sopranos” (παραγωγής HBO) προβαλλόταν για πρώτη φορά στην Αμερική. Το σενάριο φαινόταν απλό: σκέψου το “Analyze this” (1999) με τον Ντε Νίρο αλλά σε πιο δραματικούς τόνους. Και αυτό που ξεκίνησε ως μια δειλή προσπάθεια εξελίχθηκε στον ρόλο ζωής του πρωταγωνιστή James Gandolfini και στην πιο βαρβάτη τηλεοπτική σειρά όλων των εποχών που έριξε την αυλαία της ακριβώς 10 χρόνια πριν στις 10 Ιουνίου 2007.
Ξανά και ξανά τα αμερικανικά έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα (New Yorker, Vanity Fair, Time Out, Rolling Stone) θα εκθείαζαν το σενάριο, την κινηματογράφηση, τη μουσική του επιμέλεια. Πολλοί ηθοποιοί που έπαιξαν στις έξι σεζόν του θα σκαρφάλωναν από το «καλάθι των αχρήστων» στις λίστες με τους περιζήτητους. Οι τηλεθεατές θα πολλαπλασιάζονταν κατά τα εκατομμύρια, θα γινόταν ένα ποπ φαινόμενο, τέτοιου μεγέθους ώστε ο υποψήφιος των Δημοκρατικών τότε, Τζον Κέρι, να δηλώσει: «Το να μου κάνει ‘διάλεξη’ ο Πρόεδρος (Μπους) σχετικά με την έννοια της δημοσιονομικής ευθύνης, είναι σα μου κάνει ‘μάθημα’ ο Τόνι Σοπράνο αναφορικά με τον νόμο και την τάξη σε αυτήν την χώρα».
Όσοι είχαμε την τύχη να δούμε τη σειρά παρακολουθήσαμε τις περιπέτειες του Τόνι Σοπράνο και της παρέας του. Τη δουλειά τους, τα νυχτοπερπατήματά τους, τις κόντρες και τα πισώπλατα μαχαιρώματα, τα γλέντια και τις καταστροφές. Όχι μέσα από τη μυθική ματιά του Κόπολα στη Μαφία αλλά σε μια πολύ πιο προσγειωμένη προσπάθεια –και πιο ανθρώπινη τελικά.
Μας κράτησαν κι άλλα «τηλεοπτικά προϊόντα» στην τσίτα: το Lost, το Wire, το Breaking Bad, to Rome. Απλά το Sopranos ήταν εκείνο που άνοιξε πρώτο τον δρόμο για να αλλάξει η έννοια της τηλεοπτικής σειράς. Να γίνει όπως την ξέρουμε δηλαδή, πεδίον δόξης λαμπρόν τόσο για καλλιτεχνικές όσο και εμπορικές προσπάθειες, ξεπερνώντας ακόμα και το σινεμά. Και ίσως κάποιες σειρές να ήταν, τελικά, πιο άρτιες. Δεν είχαν όμως σε τέτοιο βαθμό αυτό που είχε το Sopranos σε τεράστιες δόσεις, ψυχή με άλλα λόγια.
Ο Τόνι δεν ήταν απλά φίλος, αδελφός ήταν
Για εμένα τα 86 επεισόδια της σειράς δεν ήταν απλά η πιο «βαρβάτη» σειρά που παρακολούθησα ποτέ. Ήταν κάτι πολύ περισσότερο, ήταν ένα καταπληκτικό τηλεοπτικό αφήγημα αντάξιο του Μεγάλου Αμερικανικού Μυθιστορήματος· και, εν τέλει, ένα από τα καλύτερα «μυθιστορήματα» που διάβασα ποτέ στη ζωή μου –αφού η φόρμα της σειράς θυμίζει περισσότερο βιβλίο παρά κινηματογράφο, με την έκταση του, την αργή του εξέλιξη και το δέσιμο με τους χαρακτήρες. Ήταν, παραμένει, και θα είναι για πάντα εμπειρία ζωής.
Γέλαγα και έκλαιγα μαζί με τον Τόνι· με τα παθήματά του και με τις αναποδιές που τον έβρισκαν. Σχεδόν χόρευα (με τη συμβία μου) κάθε φορά που έμπαιναν οι τίτλοι αρχής, με μια προσμονή παιδική. Γινόμουν ένα μαζί του, λυτρωμένος από τις δραματικές αρετές της σειράς και χαμογελούσα πλατιά στα άπειρα comic relief –γιατί το χιούμορ δεν έλειπε ούτε στιγμή. Όπως δεν πρέπει να λείπει ακόμα και στις μεγαλύτερες οικογενειακές συμφορές.
Είδα τον Τόνι να παχαίνει, να μην είναι «κύριος» πια, να τα κάνει σκατά. Να ερωτεύεται τις λάθος γυναίκες και να επιστρέφει ταπεινωμένος πάντα στην δικιά του. Τον είδα να αγαπάει τους φίλους του με πάθος και να σέβεται τους εχθρούς του. Τον είδα να κατρακυλάει σιγά σιγά καθώς έχανε τον εαυτό του. Τον είδα αγκιστρωμένο στις λάθος οικογενειακές δομές· να μη μπορεί να ξεκόψει από το δηλητήριο της μάνας του που τον στοίχειωνε. Τον είδα να γίνεται χειρότερος από αυτά που κορόιδευε. Τον είδα από άντρας να γίνεται πάλι κακομαθημένο παιδί, να μην κρατάει πια το λόγο του, να χάνει τον έλεγχο, χάνοντας τους πάντες και τα πάντα από δίπλα του.
Και όταν τέλειωσε το τελευταίο δευτερόλεπτο προβολής, εγώ το ένιωσα σαν θάνατο. Σα να αποχαιρετούσα έναν αγαπημένο φίλο, με όλα τα καλά και όλα τα στραβά του, με όλες τις φάσεις που μοιραστήκαμε: ποτά, τραπεζώματα, πάρτι, τσαμπουκάδες, αράγματα στις καφετέριες, τραπέζια πόκερ και καταδύσεις στον γλυκό και σκοτεινό κόσμο της νύχτας. Ήθελα να του πω, κάτσε λίγο ακόμα, λιγάκι μη μας παρατάς. Αλλά εκείνος, η σειρά δηλαδή, είχε τελειώσει. Έτσι έβαλα ένα αποχαιρετιστήριο ουίσκι για πάρτη του.
Στην υγειά του Τόνι Σοπράνο που δεν μας έμαθε γράμματα, μου έμαθε όμως ζωή.