Αν πάρεις μία ζυγαριά και στη μία πλευρά βάλεις όλα τα, αγωνιστικά και μη, χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του Ντάνιελ Χάκετ κι από την άλλη τα 15 λεπτά συμμετοχής του μέσο όρο σε Πρωτάθλημα και Ευρωλίγκα, τότε καταλήγεις στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για τον ίσως πιο παραγκωνισμένο παίκτη του φετινού Ολυμπιακού.
Αν συνυπολογίσεις δε, τον ρόλο που είχε πέρυσι, αποτελώντας ένα από τα πρώτα σκυλιά του πολέμου και μάλιστα πρώτης γραμμής που επιστράτευε ο Γιάννης Σφαιρόπουλος κάθε φορά που πήγαινε κάτι στραβά. Ο προπονητής του Ολυμπιακού είχε μία πεπατημένη για κάθε προσδοκώμενη ανατροπή, καταφεύγοντας σε χαμηλά σχήματα και χρησιμοποιώντας μία τριπλέτα αθλητικών «κοντών», όπως ο Στρόμπερι ή ο Όντομ και φυσικά ο Χάκετ, που ήταν σημείο αναφοράς των σχημάτων ανάγκης.
Πολλά παιχνίδια είχαν γυρίσει ή πήγαν να γυρίσουν από τον ίδιο τον Ντάνιελ, ο οποίος ξεδίπλωνε μέσα στο παρκέ όλα τα αγωνιστικά και ψυχικά του προσόντα, κλέβοντας τις καρδιές του «ερυθρόλευκου» κόσμου. Ώρες-ώρες ήταν λες και ακολουθούσε κατά γράμμα τας γραφάς που υπάρχουν στο κατά «Πρίντε, ψυχάρα» Ευαγγέλιο.
Το περσινό του ματς κόντρα στη Χίμκι στο ΣΕΦ ήταν λες και επρόκειτο για τη μπασκετική παραβολή «του Ιταλού στρατιώτου και τον συν αυτώ φιλοπόνων Αμερικάνων». Μπήκε στο παρκε με το μαχαίρι στα δόντια και αποχωρησε με μια θέση στην καρδιά των Ολυμπιακών.
Η σκυλίσια άμυνα, ο τρόπος που τρέχει στο τρανζίσιον, το ποστάρισμά του, αν και πλέι μέικερ, οι παθιασμένοι πανηγυρισμοί, οι γεμάτες αυτοθυσία βουτιές για να κλέψει μια μπάλα, μαζί με την φήμη ότι πρόκειται για το καλύτερο παιδί που έχει έρθει στην Ελλάδα για λογαριασμό του Ολυμπιακού, συνέθεσαν την αγιογραφία ενός παίκτη που φαίνεται ότι βρήκε το λιμάνι του από τον πρώτο κιόλας χρόνο του σε αυτό.
Κι όμως, η δεύτερη σεζόν δεν φάνηκε να λειτουργεί σαν επιβράβευση της πρώτης. Ο Ντάνι, από παίκτης που έρχεται από τον πάγκο κατά (τη) δύσκολη συνθήκη, έγινε παίκτης που έρχεται από τον πάγκο, απλά κατά συνθήκη. Χωρίς συγκεκριμένο ρόλο, απλά σαν ένας πλέι μέικερ της σειράς που υπάρχει για να ξεκουράζει τον Μάντζαρη, ή τον Σπανούλη.
Κι όμως, ο τραυματισμός και η είδηση της απώλειας ενός παίκτη χωρίς συγκεκριμένο ρόλο και πολύ χρόνο, παρά μόνο σε κάποια παιχνίδια όπου τον κέρδισε μόνος του (όπως με τον Παναθηναϊκό στο ΟΑΚΑ), έπεσε σαν κεραμίδα στο ΣΕΦ. Προκαλώντας μία γενικότερη μεμψιμοιρία, πλαισιωμένη από ένα «όχι ρε γαμώτο» που αποδίδει εν πολλοίς και την αναγνώριση προς το πρόσωπο ενός παιδιού που αντί να ξενερώσει από τον όποιο παραγκωνισμό του συνέχισε σεμνά και ταπεινά να δουλεύει και να δράττει κάθε ευκαιρία.
Τι χάνει τελικά ο Ολυμπιακός από τον Χάκετ; Έναν παίκτη που κάθε προπονητής θέλει να έχει στην ομάδα, στον πάγκο, στο παρκέ. Ένα στοιχείο, βασικό, για τη χημεία κάθε ομάδας.
Ένα αμυντικό πολυεργαλείο, από τα τελευταία της φαρέτρας και της όποιας αμυντικής φιλοσοφίας έχει απομείνει στον Σφαιρόπουλο. Αλλά και έναν παίκτη που μπορεί να μη σου δώσει 10 στην επίθεση, στο σκοράρισμα ή στο σουτ, αλλά θα σου δώσει κι από λίγο σε όλα! Οργάνωση, ποστάρισμα, drive, σουτ και ψυχή, πολλή ψυχή…
Το «κρίμα», όμως, δεν αντανακλά μόνο στην απώλεια όλων των παραπάνω από τη δίμηνη απουσία του. Κυρίως αποδίδεται στην αδικία, στη στενοχώρια και το ξενέρωμα του φιλάθλου που συμπάσχει με έναν παίκτη για τον οποίο δεν θα ευχόταν να τραυματιστεί ούτε ο χειρότερος εχθρός του. Για έναν παίκτη ομάδας, που κάθε ομάδα θα ήθελε να ‘χει…