Υπάρχουν ορισμένες στιγμές στο ποδόσφαιρο που δεν γράφονται απλώς στην ιστορία — χαράζονται. Όχι με μαχαίρια, αλλά με γκολ. Στιγμές που δεν τις θυμάσαι μόνο επειδή έγιναν, αλλά επειδή σε άλλαξαν. Μία απ’ αυτές, για κάθε fan της Άτρσεναλ, ήταν εκείνη η νύχτα του 2006 για το Τσάμπιονς Λιγκ, όταν ο Τιερί Ανρί σίγησε το Σαντιάγκο Μπερναμπέου.
Όχι απλά ένα γκολ. Ένας σόλο περίπατος ανάμεσα σε λευκές φανέλες που νόμιζαν ότι παίζουν μόνο με τη φήμη τους. Μια κίνηση, μια έκρηξη, ένα τελείωμα ψυχρό σαν παγωμένο ουίσκι σε μεταμεσονύχτιο μπαρ, ένα πλασέ που μόνο εκείνος ήξερε να κάνει.
Ένα γκολ που έφτασε να μπει και στην ταινία GOAL 2: Living the Dream, έστω και αν η ιστορία ήταν διαφορετική.
Η Άρσεναλ τότε απέκλεισε τη Ρεάλ Μαδρίτης μέσα στο σπίτι της και ξεκίνησε μια ευρωπαϊκή πορεία που την έφτασε μέχρι τον τελικό του Champions League. Δεν το πήρε αλλά έδωσε έναν λόγο σε όλη την Ευρώπη να την προσέχει.
Το Champions League έγινε και πάλι binge-worthy
Και χτες το βράδυ, σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, κάτι από εκείνη τη νύχτα ξαναγεννήθηκε (έχοντας κάνει την αρχή μια βδομάδα πριν στο Emirates). Το σκηνικό ίδιο: Μπερναμπέου. Οι φανέλες λευκές. Οι Κανονιέρηδες ξένοι σε εχθρικό έδαφος και τους αντιπάλους να τους τραμπουκίζουν με κάθε ευκαιρία.
Και όμως, φύγανε με το διπλό. 2-1. Όχι με Ανρί, αλλά με τη δική τους νέα γενιά. Πιο φρέσκοι, πιο γρήγοροι, πιο «πεινασμένοι». Κι αν δεν ήταν τόσο ποιητικό το αποτέλεσμα όσο τότε, είχε μέσα του το ίδιο DNA: θράσος, κλάση, και έναν σιωπηλό σεβασμό για την ιστορία που κουβαλάνε.
Γιατί όταν φοράς το κανόνι στο στήθος, δεν παίζεις μόνο για βαθμούς. Παίζεις για τα βράδια σαν το ’06. Παίζεις για τη στιγμή που θα δώσεις μια ακόμη ήττα σε έναν αντίπαλο που νομίζει πως έχει το πεπρωμένο στο πλευρό του.
Και κάπου, σε ένα στούντιο ανάλυσης ή σε μια βεράντα στο Μόντε Κάρλο, ο Τιερί Ανρί το είδε. Και χαμογέλασε. Ήρεμα. Όπως τότε που έστειλε την μπάλα χαμηλά στη γωνία του Κασίγιας, και το Μπερναμπέου σώπαινε. Ξανά.