Οι σεϊχηδες της Σίτι, ένιωσαν το βράδυ της Τετάρτης με τον πιο επίπονο τρόπο, αυτό που είχαν νιώσει τα «ξαδέλφια» τους στην Παρί πριν μερικές εβδομάδες: ότι δεν αρκούν τα εκατομμύρια δολάρια και οι μεταγραφικές βόμβες, για να «βαρύνει» η φανέλα – είναι πιθανό να μοιάζει με τσιγαρόχαρτο, όταν παίζεις απέναντι σε μια ιστορική ομάδα, η φανέλα της οποίας ζυγίζει τόνους.
Πασαρέλα κάνει η Παρί στο γαλλικό πρωτάθλημα και παρέλαση η Σίτι στην Πρέμιερ – η δεύτερη, με πολύ μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας. Έχουν ξεμπερδέψει με το άγχος της κούπας της σεζόν 2017-2018 ουσιαστικά από το 2017, στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο η αξία των ομάδων τους είναι «στο Θεό», έχουν τα χρήματα να πάρουν (σχεδόν) όποιον παίκτη επιθυμούν, έχουν τη δυναμική να φέρουν κοντά τους νέους οπαδούς, χορηγικές συμφωνίες, τουρνέ σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. «Με τον παρά μου, αυτώνω και την κυρά μου» βρωντοφωνάζουν σε κάθε ευκαιρία, αφού το περιβόητο Financial Fair Play, είναι και για τις δυο τους (ειδικά για την Παρί) ένα κουρελόχαρτο με το οποίο σκουπίζουν τα οπίσθιά τους. Κι όμως, όταν έφτασαν τα πραγματικά σπουδαία ευρωπαϊκά ραντεβού, κάποιος άφησε το παράθυρο του μπάνιου ανοιχτό, έκανε ρεύμα και το ελαφρύ αεράκι πήρε τη φανέλα τους και την πήγε βόλτα στη Μάγχη…
Εδώ είναι ΕΥΡΩΠΗ!
Τα όσα έγιναν στο ζευγάρι Ρεάλ – Παρί είναι πλέον «μπαγιάτικη» ιστορία: η Ρεάλ κέρδισε μέσα – έξω, άφησε τους Παριζιάνους να βγάζουν το άχτι τους στο Σαμπιονά και κάτι Λιγκ Καπ και προχώρησαν διαλύοντας τη Γιουβέντους μέσα στο Τορίνο. Η σφαλιάρα της Λίβερπουλ στη Σίτι, είναι τα «φρέσκα κουλούρια»: μπορεί στο Μάντσεστερ στο πρωτάθλημα η Σίτι να έκανε πάρτι απέναντι στη Λίβερπουλ, μπορεί στο «Άνφιλντ» στο πρωτάθλημα η Λίβερπουλ να κέρδισε με το αγχωτικό 4-3 (το 4-1 έγινε στο τέλος 4-3 και η Σίτι είχε μεγάλη ευκαιρία στα χασομέρια να ισοφαρίσει), αλλά εδώ μιλάμε για Τσάμπιονς Λιγκ. Εδώ μιλάμε για Ευρώπη. Εδώ μιλάμε για φανέλα, για ιστορία, για δέος. Και 500 χρόνια να κάνει η Λίβερπουλ να πάρει πρωτάθλημα, η φανέλα της έχει αποκτήσει ένα βάρος τόσο μεγάλο, που θες γερανό και ανυψωτικό μηχάνημα για να τη σηκώσεις.
Έτρεχαν ανήμπορα τα εκατομμύρια της Σίτι στο χορτάρι του Άνφιλντ. Κουτούλαγαν μεταξύ τους και έπεφταν κέρματα στο γκαζόν. «Κάποιος Σαλάχ», «κάποιος Τσάμπερλεϊν», «κάποιος Μανέ», «κάποιος Φιρμίνο» τους έκαναν άνω – κάτω, παίκτες που στη Σίτι πριν από ένα ή δυο καλοκαίρια, δεν τους είχαν στη λίστα τους ούτε για να τους κουρεύουν οι συγκεκριμένοι το γκαζόν του «Etihad». Κι όμως, αυτοί οι μυστήριοι τύποι, οι οποίοι στα χέρια του Κλοπ έχουν μετατραπεί σε πολεμική μηχανή, σε καλοκουρδισμένη ορχήστρα, τους έβαλαν τρία γκολ μέχρι το 31’ και μετά πήγαν το παιχνίδι σε πιο χαλαρό τέμπο, χωρίς να περάσουν καμιά τρομάρα μέχρι το τέλος. Άκοπα. Χαλαρά. Αβάδιστα. Με το «Άνφιλντ» να παραληρεί και το ΚΟΠ να δονείται συθέμελα.
Είναι βαριά
Η φανέλα της Λίβερπουλ έχει «βάλει κιλά» μέσα από δεκαετίες επιτυχιών. Σε Αγγλία και Ευρώπη. Μέσα από θριάμβους και παταγώδεις αποτυχίες. Με χειροκροτήματα και γκρίνιες. Με δάκρυα χαράς και δάκρυα λύπης. Με τον θρίαμβο της Κωνσταντινούπολης και το στραπάτσο της Αθήνας. Με την επική πρόκριση επί της Ντόρτμουντ και τον χαμένο τελικό του Europa στη συνέχεια.
Η φανέλα της Σίτι προσπαθεί να «βάλει όγκο» μέσα από εμβάσματα και σακούλες με λεφτά. Με ακριβά ψώνια παικτών και προπονητών. Με «λεζάντες» και αλόγιστες σπατάλες. Με επίδειξη πλουτισμού σε κάθε ευκαιρία. Αρκούν όλα αυτά; Για να πάρεις πρωτάθλημα στην Αγγλία φτάνουν και περισσεύουν – ειδικά όταν η Γιουνάιτεντ ψάχνεται από τότε που έφυγε ο Σερ Άλεξ, η Τσέλσι είναι μια έτσι και μια γιουβέτσι, η Άρσεναλ πληρώνει τις εμμονές του Βενγκέρ, η Τότεναμ και η Λίβερπουλ όλο «ψήνονται» για πρωταθλητισμό και όλο «καίγονται» στην πορεία, η Λέστερ ήταν ένα ωραίο «παραμυθάκι» που κράτησε μια σεζόν όλη κι όλη. Δεν τα λέω όλα αυτά για να μειώσω την επιτυχία της Σίτι προφανώς, αλλά όπως και να το κάνουμε σοβαρό ανταγωνισμό φέτος στην Πρέμιερ, δεν είχε.
Και επίσης γνωρίζω καλά πως η Λίβερπουλ έχει μεταπτώσεις στην απόδοσή της, προβλήματα στην ανασταλτική της λειτουργία όλη τη χρονιά, ότι η Σίτι έχει πολύ καλό προπονητή, ότι θα είναι – λογικά – διαθέσιμος ο Αγουέρο στον επαναληπτικό, ότι θα δούμε μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση από τους «Πολίτες» και λοιπά και λοιπά. Όλα αυτά δεκτά και αποδεκτά. Αλλά αυτό που έγινε στο «Άνφιλντ» έγραψε και δεν ξεγράφει: η φανέλα, η ιστορία, η ποδοσφαιρική «δίψα» για διάκριση, η έννοια της Ομάδας, υπέταξαν τα δολάρια, τους καλοπληρωμένους μισθοφόρους, τους «άψογους επαγγελματίες» που δεν θα κάνουν ούτε ένα τάκλιν παραπάνω απ’ ό,τι προβλέπεται στο συμβόλαιό τους…