Υπάρχουν κάποιοι λόγοι για τους οποίους η Εθνική μας δεν πάει Μουντιάλ – τους είδαμε και στο φιλικό με την Ελβετία, όπως τους είχαμε δει και στα μπαράζ και στα παιχνίδια του ομίλου. Το ταμπούρι, ο κλεφτοπόλεμος, το «βάστα πίσω και κάπως θα βρούμε ένα γκολ μπροστά», το «βρίσκω γκολ από στατικές φάσεις» και το «πάμε γερά», μπορεί να λειτούργησε επί Ρεχάγκελ και να μας έφερε την μεγαλύτερη επιτυχία του ελληνικού ποδοσφαίρου στο Euro της Πορτογαλίας, μπορεί να λειτούργησε επί Σάντος και να μας έφερε στις 16 καλύτερες ομάδες του κόσμου, αλλά δεν γίνεται να λειτουργεί πάντα με την ίδια αποτελεσματικότητα – παίζει και ο αντίπαλος.
Ναι, αλλά ήταν φιλικό…
Ναι, «αλλά στα φιλικά μπαίνουν τα καλύτερα γκολ». Ώπα, αυτό το λέμε για γκόμενες με τις οποίες είμαστε «φίλοι». Στα φιλικά της Εθνικής ΔΕΝ μπαίνουν τα καλύτερα γκολ, δεν βγαίνουν φάσεις, δεν υπάρχει και καμιά φοβερή διάθεση, είναι και τέλος Μαρτίου, κάποιοι είναι κουρασμένοι, άλλοι γύρισαν από τραυματισμούς, μερικοί σκέφτονται πού θα τους πάει η ζωή μετά το καλοκαίρι. Στο φιλικό με την Ελβετία, είδαμε παίκτες που μάλλον σκέφτονταν πού θα πάνε το βράδυ, να δούνε κανέναν φίλο, να πάνε κανένα μπουζούκι μετά από τόσο καιρό στην ξενιτιά, άρα να βγάλουν εκεί πέρα την υποχρέωση 90 λεπτά και να πάνε στην ευχή του Θεού.
Ναι, αλλά τόσοι παίκτες παίζουν στο εξωτερικό…
Ναι, αλλά αν εξαιρέσουμε τον Σωκράτη και τον Μανωλά, που είναι βασικούρες σε μεγάλες ομάδες και καλά πρωταθλήματα, αν επίσης αφήσουμε στην άκρη τον πολύ ταλαντούχο Ρέτσο και τον πολύ τρεχαλατζή Ζέκα, οι υπόλοιποι «Έλληνες του εξωτερικού» είτε είναι βασικοί σε ομάδες που κινούνται στη μέση της βαθμολογίας, είτε δεν είναι βασικοί και τέλος πάντων για να το θέσουμε κομψά, οι ομάδες τους μπορούν να ζήσουν και χωρίς αυτούς. Όχι ότι είχαμε και ποτέ Έλληνες που να είναι βασικοί και αναντικατάστατοι στα κορυφαία κλαμπ της Ευρώπης, το λέω για να μην αδικούμε τους σημερινούς, αλλά δεν έχουμε αφήσει και το στίγμα μας στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο τα τελευταία χρόνια.
Ναι, αλλά έχουμε Γερμανό προπονητή…
Ναι, αλλά δεν τον λένε Ρεχάγκελ. Που και Ρεχάγκελ να τον λέγανε, δεν σημαίνει ότι θα μπορούσαμε να επαναλάβουμε τις επιτυχίες του παρελθόντος, μόνο και μόνο λόγω «παράδοσης», «νοσταλγίας» ή «γερμανικής μεθοδικότητας και εργατικότητας». Παλεύει ο Σκίμπε, έχει επαναφέρει μια «κανονικότητα» στην Εθνική, την έκανε πάλι σοβαρή και αξιόμαχη, αλλά ούτε θαυματοποιός είναι, ούτε μαγικό ραβδάκι έχει ώστε να τη μεταμορφώνει σε «Σταχτοπούτα» με τρεις προπονήσεις, ούτε φυσικά είναι κανένας world class προπονητής, ώστε να περιμένουμε να κάνει παπάδες.
Ναι, αλλά έχουμε Μήτρογλου…
Ναι, αλλά δεν έχουμε ουσιαστικά κανέναν πίσω από το Μήτρογλου. Άσε που δεν κάνει και την καλύτερη χρονιά της καριέρας του στη Μαρσέιγ, είχε τραυματισμό και διάφορες ατυχίες που τον έφεραν πίσω, στη Γαλλία υπήρχε γκρίνια και κράξιμο προς το πρόσωπό του, τουλάχιστον τον τελευταίο καιρό έχει πάρει τα πάνω του και έχει κερδίσει θετικά σχόλια. Πίσω του όμως υπάρχει ο Καρέλης, που έμεινε πολλούς μήνες εκτός λόγω τραυματισμού (και δεν είναι «εννιάρι»), ο Τάσος Δώνης (που δεν είναι «ενννιάρι»), κλήθηκε ακόμα και ο Κουλούρης (που παίζει σπάνια και σκοράρει σπανιότερα) και κάπως έτσι συνειδητοποιήσαμε με τον πιο σκληρό τρόπο ότι πίσω από τον Μήτρογλου, υπάρχει το χάος…
Ναι, αλλά έχουμε τόσα «δεκάρια»…
Ναι, αλλά ακόμα κι όταν παίζουν όλα μαζί (Φορτούνης, Μπακασέτας, Μάνταλος προ τραυματισμού), αυτό δεν σημαίνει τριπλή δόση δημιουργικότητας και παραγωγής φάσεων. Είναι σαν να νομίζεις ότι αν παίξεις με 5 σέντερ μπακ, δεν θα φας ποτέ γκολ. Καταλαβαίνω ότι το εργοστάσιο παραγωγής παικτών στην Ελλάδα, έχει σταματήσει τα τελευταία χρόνια να βγάζει ακραίους επιθετικούς (όπως και σέντερ φορ), αλλά για να δώσεις πλάτος στο γήπεδο και να μπορέσεις να πλαγιοκοπήσεις τον αντίπαλο, να κάνεις την αντίπαλη άμυνα να ανοίξει και να βρεθούν κενοί χώροι για να βάλεις γκολ, χρειάζεσαι εξτρέμ. Ο Λάζαρος; Ο Γιαννιώτας; Κάποιος άλλος; Δουλειά του Σκίμπε είναι να «οργώσει» τα ελληνικά και ξένα γήπεδα, όπου αγωνίζονται Έλληνες παίκτες και να τους βρει, ώστε να μπορέσει να τους χρησιμοποιήσει όποτε χρειαστεί.
Ναι, αλλά πρέπει η Εθνική να είναι κλειστό κλαμπ…
Ναι, αλλά μην φτάνουμε και στο άλλο άκρο. Φυσικά και η τακτική Ρανιέρι (και μανατζαραίων και κοντογιώργηδων), τότε που πρόλαβε να καλέσει 45 παίκτες στην Εθνική μέσα σε λίγες εβδομάδες, ήταν μια μπούρδα και μισή, αλλά από την άλλη πλευρά, δεν γίνεται να αγνοεί από τις κλήσεις, ακόμα και σε φιλικά, παίκτες που κάνουν καταπληκτική χρονιά, αλλά έχουν την ατυχία να παίζουν σε μικρομεσαία ή μεσαία ομάδα και να μην αγωνίζονται σε Ολυμπιακό – ΑΕΚ – ΠΑΟΚ – εξωτερικό. Είναι άδικο για τους παίκτες και τις ομάδες τους, χάνουν ένα κίνητρο να παίξουν ακόμα καλύτερα και βιώνουν μια ποδοσφαιρική αδικία.
Ναι, αλλά θέλουμε την εμπειρία…
Ναι, αλλά και η ταχύτητα ποτέ δεν έβλαψε κανέναν. Όταν βλέπεις Τζιόλη – Σάμαρη – Ταχτσίδη στο κέντρο (δυο από τους τρεις αρκετές φορές), είναι σαν κάτι Επιτάφιους από διαφορετικές εκκλησίες, που συναντιόνται σε ένα κεντρικό σημείο και πορεύονται μαζί. Και μην ακούω θεωρίες περί «μεγάλης εμπειρίας» και «έχουν κάθετη πάσα» και «ηρεμούν το παιχνίδι», διότι παύω να ηρεμώ εγώ: να ήταν κάποιος απ’ αυτούς επιπέδου Μάτιτς π.χ., που είναι αργός αλλά ξέρει δέκα καντάρια μπάλα, να το καταλάβω. Αλλά αφενός δεν είναι κανείς τους και αφετέρου ο (κάθε) Μουρίνιο, όταν έχει τον (κάθε) Μάτιτς στη δούλεψή του, δεν βάζει άλλους δυο εξίσου αργούς παίκτες κοντά του. Βάζει παίκτες που να μπορούν να «μακιγιάρουν» τις αδυναμίες του αργού αλλά ποιοτικού του χαφ, ώστε να πάρει ό,τι παραπάνω μπορεί.
Ναι, αλλά υπάρχει ελπίς;
Δεν βλέπω να αλλάζει κάτι ριζικά το επόμενο διάστημα. Η ΕΠΟ, η ποδοσφαιρική Ελλάδα, όλοι εμείς, δεν είμαστε έτοιμοι για σαρωτικές αλλαγές – δεν υπάρχει ούτε η διάθεση, ούτε το υλικό, ούτε οι άνθρωποι να το υπηρετήσουν, ούτε το όραμα. Για να υπάρξουν μεγάλες αλλαγές, πρέπει να ληφθούν γενναίες αποφάσεις: αλλαγή προσανατολισμού, ένας προπονητής που να μπορεί να δουλέψει, να σμιλέψει και να χτίσει μια νέα νοοτροπία, συνεργασία με τις ομάδες για να αγωνίζονται περισσότεροι νέοι Έλληνες παίκτες και με τις μικρές Εθνικές ομάδες, μπόλικη υπομονή, αντοχή στις αποτυχίες, τις ήττες και τους αποκλεισμούς και προσδοκία ότι αυτό το «δέντρο» θα καρποφορήσει μετά από μερικά χρόνια. Στη Γερμανία – με άλλη τεχνογνωσία βέβαια, οργάνωση, πόρους και υλικό – το εφάρμοσαν όλο αυτό εδώ και πολλά χρόνια, πρώτα με Κλίνσμαν και στη συνέχεια με Λεβ και έφτασαν με μεθοδικότητα στην κορυφή του κόσμου. Αλλά τι ξέρουν οι Γερμανοί; Όταν εμείς φτιάναμε Παρθενώνες ασούμε, εκείνοι κυνηγούσαν σκίουρους.