Σε περίπτωση που κάποιοι είχαν ακόμα αμφιβολίες ότι έχουμε γίνει η «Κολομβία της Ευρώπης», πλέον νομίζω ότι πείστηκαν κι αυτοί: ο Αμρ Ουάρντα, ο ποδοσφαιριστής που ανήκει στον ΠΑΟΚ και αγωνίζεται ως δανεικός στον Ατρόμητο, δέχθηκε «επίσκεψη» στην Καισαριανή όπου είχε πάει για να δει τον αγώνα του Τσάμπιονς Λιγκ, την ώρα που πήγαινε προς το αυτοκίνητό του, από δυο άγνωστους που κράταγαν πιστόλι και μαχαίρι.
Ναι, θα μπορούσε να είναι μια «απλή» απόπειρα ληστείας. Αλλά η ανακοίνωση του Ατρομήτου, που κάνει λόγο για «σχέδιο τρομοκράτησης του ποδοσφαιριστή μας από ανεγκέφαλους που το μόνο που κατάφεραν ήταν να κατεβάσουν όσο περισσότερο μπορούσαν το επίπεδο του Ελληνικού ποδοσφαίρου» μας βάζει σε άλλου τύπου σκέψεις: για να μιλούν για «το επίπεδο του ελληνικού ποδοσφαίρου», είτε υποψιάζονται κάτι, είτε γνωρίζουν κάτι, είτε τους είπε ο ίδιος ο Ουάρντα κάτι που του είπαν οι δυο άγνωστοι. Το οποίο προφανώς δεν ήταν κάτι του τύπου «κύριε Ουάρντα, συγχαρητήρια για την εξαιρετική σας απόδοση φέτος και πολλά μπράβο για την πορεία της ομάδας σας».
Κολομβία και επισήμως
Και δυστυχώς όχι επειδή έχουμε ωραία κορίτσια σαν τη Βεργκάρα και τη Σακίρα, ούτε καν διότι τα ναρκωτικά κυκλοφορούν σαν καραμελίτσες. Κολομβία διότι πλέον και εδώ βγαίνουν μαχαίρια και πιστόλια σε ποδοσφαιριστές, για εκφοβισμό, στη λογική «να δεις τι σου’χω για μετά», «πρόσεχε γιατί θα μας ξαναδείς μπροστά σου» και «ξέρουμε πού μένεις». Κολομβία, διότι οι λίγο μεγαλύτεροι θα θυμάστε με ποιον τρόπο δολοφονήθηκε το 1994 ο Αντρές Εσκομπάρ, διότι είχε κάνει το «έγκλημα» να πετύχει αυτογκόλ σε αγώνα κόντρα στις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα οι «βαρώνοι» να χάσουν πολλά εκατομμύρια από το στοίχημα – ο δολοφόνος του, όταν τον γάζωνε, φώναζε «γκοοοολ!». Κολομβία διότι από σήμερα ο Ουάρντα θα κυκλοφορεί με ασφάλεια που του έχει στείλει ο ΠΑΟΚ, αλλά μάλλον αυτό δεν θα τον κάνει να ανησυχεί λιγότερο, να φοβάται λιγότερο και να νιώθει την ίδια χαρά για το ποδόσφαιρο που ένιωθε μέχρι το βράδυ της Τρίτης.
«Κι όποιος φοβάται / πέφτει και κοιμάται» λέει μια παροιμία. Ή σηκώνεται και φεύγει λέω εγώ. Για να γυρίσει στην ομάδα όπου ανήκει ή να σηκωθεί να φύγει από την Ελλάδα και να πάει κάπου αλλού, όπου θα μπορεί να κυκλοφορεί στο δρόμο χωρίς να φοβάται, θα βλέπει τη μπάλα του στην τηλεόραση και μετά θα μπαίνει στο αυτοκίνητό του και θα πηγαίνει σπίτι του χωρίς να τρέμει το φυλλοκάρδι του, όπου δεν θα χρειάζεται να κοιτάζει πίσω του όλη την ώρα, όπου δεν θα τον βρίζουν στο γήπεδο λόγω του χρώματος, της καταγωγής του ή της ομάδας όπου ανήκει, όπου δεν θα χρειάζεται να κοιτάζει με ποιον παίζει η ομάδα του την επόμενη αγωνιστική, ώστε να κλείνεται σπίτι καλού – κακού.
Στο ίδιο έργο...
Όπως έκαναν και άλλοι αθλητές που πέρασαν από τα μέρη μας, οι οποίοι έχουν κάνει τρομερές καταγγελίες με τις οποίες κανένας δεν ασχολήθηκε σοβαρά, κανένας Ανακριτής ή Εισαγγελέας δεν τους κάλεσε να δώσουν κατάθεση, να διαπιστώσει αν είναι κοινοί συκοφάντες ή αν έχουν βάση όσα είπαν σε συνεντεύξεις που έδωσαν σε ΜΜΕ του εξωτερικού, όταν «δραπέτευσαν» από την Ελλάδα. Δεν χρησιμοποιώ τυχαία το ρήμα «δραπέτευσαν», όταν σε απειλούν εσένα και την οικογένειά σου, σου ζητούν να στήσεις παιχνίδια, σε αφήνουν απλήρωτο ή σου κρατούν το διαβατήριο μέχρι να βεβαιωθούν ότι θα είσαι «συνεργάσιμος», όταν πια καταφέρεις να φύγεις, αισθάνεσαι σαν να δραπετεύεις από τις φυλακές του Αλκατράζ.
Αν έπρεπε πάντως να στοιχηματίσω κάπου τα λεφτά μου, θα έλεγα ότι και αυτή η υπόθεση θα μπει στο αρχείο, όπως ένα σωρό προηγούμενες, εντός και εκτός αγωνιστικών χώρων, με πρωταγωνιστές και θύματα να κινούνται γύρω από το χώρο του αθλητισμού. Δημοσιογράφοι που χτυπήθηκαν, επεισόδια σε φυσούνες, αποδυτήρια και εξέδρες, πεσίματα, μαχαιρώματα, σιδερογροθιές, «μηνύσεις κατά αγνώστων», όλα στο συρτάρι βρίσκονται και οι «άγνωστοι» παραμένουν άγνωστοι. Ας «καταδικάσουμε» λοιπόν, ας εκφράσουμε την «οργή και την αγανάκτησή μας» ή «τον αποτροπιασμό μας» - τζάμπα είναι, δεν κοστίζει κάτι και βγάζουμε και την υποχρέωση. Α, και μην ξεχάσουμε και τα ευχολόγια. Και τίποτα τσιτάτα για το μαχαίρι «που θα φτάσει στο κόκαλο» και «ανοχή τέλος».