Ο Στέφανος Καπίνο δεν ήταν ο πρώτος παίκτης που πούλησε οπαδιλίκι πηγαίνοντας στον Ολυμπιακό – ούτε καν ο πρώτος τερματοφύλακας που το έκανε δεν ήταν: είχε προηγηθεί ο Αντώνης Νικοπολίδης, ο οποίος πηγαίνοντας στον Ολυμπιακό μετά από «μια ζωή και σήμερα» στον Παναθηναϊκό, έγινε «Μέλος» στην καινούργια του ομάδα, έκανε δηλώσεις του τύπου «ήρθα στο λιμάνι της καρδιάς μου» και «στην μεγαλύτερη ομάδα της Ελλάδας» και πέταγε γάντια στον διαιτητή μετά από αγώνα στην Ξάνθη, προφανώς διότι με τη φανέλα του Ολυμπιακού ήταν η πρώτη φορά που βίωσε διαιτητική αδικία στην καριέρα του…
Κι ο Καπίνο κάπως έτσι κινήθηκε στη δική του καριέρα. Από τον Παναθηναϊκό και το «δείχνω το τριφύλλι μέσα στο “Καραϊσκάκης”», στις δηλώσεις για το «μεγαλείο του Θρύλου» και το πόσο Ολυμπιακός ήταν από μικρό παιδί, μόλις πήγε από τη Μάιντζ στο Λιμάνι. Από ανασφάλεια; Από ανάγκη να αγαπηθεί; Να ξεπλύνει το «πράσινο παρελθόν»; Για να κάνει δημόσιες σχέσεις με την εξέδρα; Για να εξασφαλίσει πολλά καλά χρόνια στην «ομάδα της καρδιάς του»; Ό,τι από τα παραπάνω κι αν ήταν στο μυαλό του, το τελευταίο δεν θα συμβεί: φεύγει το Γενάρη, μαζί με το Ζντιέλαρ, το Μίλιτς και τον Καρσελά, για λόγους αδιευκρίνιστους - προφανώς δεν είναι αγωνιστικοί, δεν έγινε άχρηστος μέσα σε λίγους μήνες…
Η κίτρινη κάρτα
Γιατί ο Καπίνο απέτυχε, κάνοντας κάτι ανάλογο με αυτό που είχε κάνει ο Νικοπολίδης και πέτυχε; Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι ο Νικοπολίδης ήταν πολύ καλύτερος τερματοφύλακας – εγώ προσωπικά δεν βλέπω και μεγάλες διαφορές ανάμεσα στους δυο κίπερ. Ο Νικοπολίδης πήγε σε μεγαλύτερη ηλικία, πιο έτοιμος, πιο έμπειρος, με πολλά ματς στην πλάτη του, ως βασικός τερματοφύλακας της Εθνικής και ως Πρωταθλητής Ευρώπης. Πήγε με ψυχολογία και αυτοπεποίθηση. Πήγε ως φτασμένος κίπερ στα 33 του. Ο Καπίνο από την άλλη πήγε στον Ολυμπιακό περίπου 10 χρόνια μικρότερος από το Νικοπολίδη, με μπόλικο ταλέντο αλλά μικρότερη εμπειρία, με λίγες πρωταγωνιστικές σεζόν στην πλάτη, με χτυπητές αδυναμίες και πράγματα που έπρεπε να δουλέψει.
Επέλεξε μάλλον να δουλέψει περισσότερο τις δημόσιες σχέσεις του με την εξέδρα, παρά τις αγωνιστικές του αδυναμίες. Να πει «απεταξάμην το πράσινο παρελθόν» παρά να βάλει το κεφάλι κάτω και να γίνει top. Δεν είχε τη βελτίωση που θα περίμενε κανείς βάσει των προσόντων και της σωματοδομής του, αισθάνθηκε ότι η φανέλα με το νούμερο 1 του ανήκει, η παρουσία του μέτριου και δανεικού Λεάλι ούτε καλύτερο τον έκανε, ούτε σε κανέναν σοβαρό ανταγωνισμό τον έβαλε και κάπως έτσι φτάσαμε στη φετινή χρονιά.
Όπου πέρα απ’ όλα τα άλλα, αποδείχθηκε πως ούτε οι δημόσιες σχέσεις με την εξέδρα στάθηκαν ικανές και αρκετές για να του «συγχωρήσει» ο κόσμος 2-3 άσχημα παιχνίδια και 2-3 χοντρά λάθη – μετά το ντέρμπι με την ΑΕΚ και το 3-2, βρήκαν στο πρόσωπό του το ιδανικό εξιλαστήριο θύμα, αυτόν που έφταιγε για όλα, αυτόν που φορτώθηκε το ανάθεμα και την αγανάκτηση των οπαδών και της διοίκησης, μιας διοίκησης που λειτούργησε σαν οπαδός και πρόσφερε το κεφάλι του σε ασημένιο δίσκο. Ο Καπίνο μπήκε στο ψυγείο επί Χάσι, παρέμεινε εκεί και επί Λεμονή, ο Προτό «βγήκε» μια χαρά, άρα δεν υπήρχε κανένας λόγος να επαναδραστηριοποιηθεί ο Καπίνο. Και μοιραία, αποχωρεί το Γενάρη.
Που έγινε κόκκινη
Οι δημόσιες σχέσεις και τα κολλητιλίκια με την εξέδρα, δεν σώζουν ούτε καριέρες, ούτε ψυχές. Λειτουργούν για λίγους και με συγκεκριμένες προϋποθέσεις – αν ας πούμε είσαι ο Ντέμης και έχεις κρατήσει μια πολύ συγκεκριμένη στάση από την περίοδο που είσαι στον Απόλλωνα, εκείνο το περίφημο «εγώ μόνο στην ΑΕΚ θα πάω», τότε αποκτάς άλλο δέσιμο με τον κόσμο της ομάδας όταν τελικά πας εκεί. Ακόμα κι αυτός όμως, παντοτινή ασυλία δεν είχε: στη διοικητική του ενασχόληση, άκουσε πολλά απ’ αυτούς που κάποτε πανηγύριζαν αγκαλιασμένοι μαζί του στα κάγκελα.
Μιλώντας για παπάντζα το μυαλό πηγαίνει αυτονόητα στον Στραματσόνι. Ρίξε μια ματιά
Αν ρωτάτε εμένα, ο ποδοσφαιριστής πρέπει να παραμένει ποδοσφαιριστής και ο προπονητής να παραμένει προπονητής – δεν χρειάζεται να γίνονται «οπαδοί», πάντα πρέπει να υπάρχει μια απόσταση που να τους χωρίζει από την εξέδρα. Τον ποδοσφαιριστή πρέπει να τον θαυμάζει ο οπαδός, πληρώνει εισιτήριο για να πάει να τον δει, ταξιδεύει χιλιόμετρα για να τον ακολουθήσει παντού, τον έχει αφίσα στο δωμάτιό του – δεν γίνεται να τον νιώθει «έναν από εμάς». Πολύ απλά διότι δεν είναι. Ο ένας αγωνίζεται, πληρώνεται με πολλά ή απλά περισσότερα, έχει φήμη, δόξα, γκόμενες, ο άλλος είναι ένας άνθρωπος που αγαπάει την ομάδα και συνήθως πληρώνει από το υστέρημά του για να τη βλέπει κάθε Κυριακή από κοντά.
Κάποιοι Παναθηναϊκοί χαίρονται και πανηγυρίζουν για την τροπή που πήραν τα πράγματα με τον Καπίνο. «Έπιασαν οι κατάρες μας» και «καλά να πάθει». Εγώ προσωπικά ούτε πανηγυρίζω, ούτε χαίρομαι: βλέπω ένα παιδί με πολύ ταλέντο , ο οποίος χειρίστηκε πολύ λανθασμένα την εικόνα και την επικοινωνία του, σε μια ηλικία που θα «έπρεπε» να είχε απογειώσει την καριέρα του και να είναι ο βασικός τερματοφύλακας της Εθνικής, να κάνει βήματα προς τα πίσω, ακροβατώντας στο κενό. Του εύχομαι λιγότερες δηλώσεις και περισσότερη δουλειά από εδώ και πέρα, στην Ελλάδα ή (πιθανότερα) στο εξωτερικό, όπου συνεχίσει από εδώ και πέρα, ώστε να γίνει ο τερματοφύλακας εκείνος που μας «υποσχέθηκε» ότι θα γίνει στα 17 του, που τον πρωτοείδαμε να αγωνίζεται.