Ας είμαστε ειλικρινείς. Κάθε Μουντιάλ έχεις τις άσπρες και τις μαύρες στιγμές του, αλλά όπως και με άλλα πράγματα στη ζωή, κάποιες διοργανώσεις είναι καλύτερες από άλλες. Για πολλούς λόγους. Κοιτώντας πίσω στο παρελθόν, εύλογα αντιλαμβάνεται κανείς ότι αν έχει κάνει κάτι η εκάστοτε διοργάνωση, εκτός από θέαμα, φρόντισε να μας κάνει να αγαπήσουμε τις επόμενες. Για να φτάσουμε σε στιγμές όπως είναι αυτή εδώ. Όπου θα καλεστούμε να θυμηθούμε την αγαπημένη διοργάνωση Παγκοσμίου Κυπέλλου και όλες τις στιγμές που μας χάρισε. Όλα αυτά, λίγες ημέρες πριν την πρώτη σέντρα στο Κατάρ.
Το Μουντιάλ του 1998 ο Κώστας Χρήστου
To 1998 είχε κάθε λόγο να είναι ξένοιαστο. Αν σκεφτεί κανείς πως ήμασταν ακόμη στο Γυμνάσιο και μας περίμενε ένα καλοκαίρι γεμάτο ποδόσφαιρο, δύσκολα μπορείς να ζητήσεις κάτι παραπάνω σαν ποδοσφαιρόφιλος μπόμπιρας. Αρχικά μιλάμε για μία εποχή γιγάντων. Μία εποχή που ο Ronaldo βγήκε καλύτερος παίκτης της διοργάνωσης, όπου έπαιζαν ακόμη θηρία όπως ο Raul, o Bergkamp, o Batistuta, o Shearer και ο Del Piero. Χόρταινες ποδόσφαιρο από κάθε άποψη και κυρίως το γαλλικό ποδόσφαιρο. Γιατί του 1998; Γιατί είχε Zinedine Zidane πέρα από κάθε φαντασία. Ότι οι Γάλλοι κατέβαιναν με ομαδάρα φαινόταν, αλλά είχαμε και άλλες ανταγωνιστικές ενδεκάδες. Όλοι έβλεπαν πως η Γαλλία έπαιζε τρομερή μπάλα, ότι το ήθελε πολύ ως δφοργανώτρια αλλά δεν ξέρω πόσοι το πίστεψαν μέσα τους ότι θα το σήκωναν - ίσως μονάχα στον τελικό. Όμως μιλάμε για μία ενδεκάδα που κατέβαινε με Henry και Trezeguet, που ο Petit σκόραρε την αποχαυνωμένη Βραζιλία, που ο Dechamps και ο Lizarazu έπαιζαν ακόμη μπαλα, οι πιτσιρικάδες φορούσαν φανέλες του Karembeu και του Desailly και που ο Bartez έπιανε κάτι σουτ που θα τον οδηγούσαν ως βασικό στην Manchester United – άλλο που δεν τα ξανάπιασε ποτέ. Σε κάθε περίπτωση, το απολαυστικό Μουντιάλ είχε μέχρι και το δικό του video game με το I Get Knocked Down που έγινε άσμα μιας ολόκληρης γενιάς, πολύ πριν ο κόσμος αρχίσει να χορεύει Shakira. Και μπράβο μας.
Ο Άγγελος Κωνσταντούλιας ξεχωρίσει την «χρυσή» Ιταλία του 2006
Υπάρχει άραγε «κακό» ή αδιάφορο Μουντιάλ; Δύσκολα μπορεί κάποιος να το ισχυρίστει και ακόμη πιο δύσκολα να βρει τα απαραίτητα επιχειρήματα ώστε να υποστηρίξει την άποψή του. Κάθε Παγκόσμιο Κύπελλο έχει τη δική του ομορφιά και τη δική του γοητεία. Είναι ένα ποδοσφαιρικό trip που σου προσφέρει μοναδικά συναισθήματα. Μοναδικές ιστορίες πρωταγωνιστών, εκεί όπου ένα καλό τουρνουά αρκεί ώστε να τους εκτοξεύσει την καριέρα και να τους αλλάξει μια για πάντα τη ζωή. Το να επιλέξω το αγαπημένο μου Παγκόσμιο Κύπελλο είναι σα να μου ζητάς να ξεχωρίσω μία από τις πρώην μου. Ζόρικη πίστα. Ωστόσο, από τη στιγμή που πρέπει να επιλέξω, τότε θα προτιμήσω το Μουντιάλ που πραγματοποιήθηκε στα γήπεδα της Γερμανίας.
Το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006 βρήκε μεγάλη νικήτρια την Ιταλία. Σε μια εποχή που το ιταλικό ποδόσφαιρο ήταν σε κρίση. Το σκάνδαλο «Calciopoli» απασχολούσε όλη την ποδοσφαιρική υφήλιο και η «σκουάντρα ατζούρα» έψαχνε την εξιλέωσή της. Είχε όλα τα φόντα για να τα καταφέρει: Μπουφόν, Καναβάρο, Νέστα, Πίρλο, Ματεράτσι, Τότι, Γκατούζο, Τζαμπρότα, Λούκα Τόνι, Ιακουίντα, Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο και στην άκρη του πάγκου ο Ιταλός Πολ Νιούμαν. Ο Μαρσέλο Λίπι. Δεν έχω ξαναδεί πιο αποφασισμένη ομάδα στις 4 γραμμές του αγωνιστικού χώρου. Κάθε ματς, τελικός. Κάθε αγώνας η επιβίωσή τους. Οι Ιταλοί δεν άφησαν περιθώριο σε κανέναν αντίπαλο να τους αμφισβητήσει. Πέταξαν τους Γερμανούς στα ημιτελικά και κατέκτησαν για 4η φορά το Παγκόσμιο Κύπελλο κόντρα στην Γαλλία του Ζινεντίν Ζιντάν. Ο τελευταίος αγώνας του «Ζιζού» σε μία παραμυθένια καριέρα που έληξε με την πιο... ιστορική κουτουλιά στο ποδόσφαιρο. Το Μουντιάλ του 2006 ήταν η «επανασύνδεση» του Ντελ Πιέρο με τους φιλάθλους της «σκουάντρα ατζούρα». Το γκολ που σημείωσε στον ημιτελικό κόντρα στα «πάντσερ» δεν σφράγισε απλώς την πρόκριση στον τελικό του Βερολίνου αλλά έφερε την... ειρήνη στην τεταμένη σχέση τους. Η σημαία της Γιουβέντους μπήκε στην καρδιά των Ιταλών όπως ακριβώς ο Ρομπέρτο Μπάτζιο. Αλλά αυτή τη φορά δεν αστόχησε σε πέναλτι.
Ο Χρήστος Κάβουρας ξεχωρίζει το Μουντιάλ της Βραζιλίας. Γιατί ήταν εκεί.
Θέλει και εξήγηση; Άλλο να το βλέπεις Μουντιάλ από τον καναπέ, άλλο από το γήπεδο. Να είσαι σε ξένη χώρα για ένα μήνα, να βλέπεις τον κόσμο πώς το ζει και να είσαι μέσα στο γήπεδο την ώρα των αγώνων. Και όχι απλά ένα παιχνίδι αλλά τέσσερα. Θα μπορούσαν να είναι και άλλα, δυστυχώς υπήρχε αυτός ο Κέιλορ Νάβας που τα έπιανε όλα και η Ελλάδα αποκλείστηκε στους «16».
Δεν είδα άλλο παιχνίδι πέρα από εκείνα της Εθνικής Ελλάδος (κόντρα σε Κολομβία, Ιαπωνία, Ακτή Ελαφαντοστού και Κόστα Ρίκα) αλλά και μόνο η παραμονή επί τόσες βδομάδες στη Βραζιλία, έναν κυριολεκτικά άλλο κόσμο από τον Δυτικό, τα πράγματα που είδα και τους άπειρους ανθρώπους που γνώρισα άξιζε ίσως περισσότερο και από την μπάλα που παρακολούθησα. Δύο είναι οι στιγμές που ξεχωρίζω. Η πρώτη είναι εκεί όπου βάζει το γκολ ο Σαμαράς στην Ακτή Ελεφαντοστού και βρίσκομαι ανάμεσα στον εκστασιασμένο Αλέξη Σπυρόπουλο που πανηγυρίζει σαν τρελός κατά τη διάρκεια της περιγραφής του στην τηλεόραση και από δίπλα τον Μίλτο Παναγιωτόπουλο για λογαριασμό του ραδιοφώνου να γκαρίζει «γκοοοοοοοοοοοοοοολ» επί μισό λεπτό σερί λες και έχει πάθει βραχυκύκλωμα. Αξία ανεκτίμητη.
Η άλλη είναι μπαίνοντας στο γήπεδο του Μπέλο Οριζόντε κόντρα στην Κολομβία, παιζόταν ο αγώνας και την ίδια ώρα χτιζόταν μια πτέρυγα έξω από το πέταλλο. Για να μην νομίζεις ότι μόνο στην Ελλάδα γίνονται περίεργα.
Ο Βασίλης Κουρουμιχάκης νοσταλγεί τα πρωινά με μπάλα του 2002
Τι είναι αυτό που κάνει ένα Μουντιάλ πραγματικά απολαυστικό; Είναι τα γκολ και το θέαμα; Είναι το να το σηκώνει η χώρα σου ή η χώρα που συμπαθείς; Είναι το να βλέπεις τα υπεροπτικά φαβορί να συντρίβονται από μικρές και αδύναμες χώρες; Είναι όλα αυτά, αλλά είναι και κάτι ακόμα που χωρίς αυτό δεν γίνεται να απολαύσεις ένα Μουντιάλ, η ικανότητα του να μπορείς να δεις όλα τα ματς. Δυστυχώς αυτό το Μουντιάλ ήταν το επιεικώς μέτριο του 2002 στα γήπεδα της Κορέας και της Ιαπωνίας.
Εκείνη τη χρονιά ήμουν μαθητής Β΄λυκείου και ήταν περίοδος πανελληνίων, ναι δίναμε πανελλήνιες στη Β΄λυκείου τότε. Αυτό σημαίνει ότι γύριζα από εξεταζόμενο μάθημα κι έβλεπα ματς, αν ήταν ενδιάμεση μέρα εξετάσεων, ξυπνούσα κι έβλεπα ματς. Το απόγευμα διάβασμα και φροντιστήριο και κάπως έτσι πέρασε όσο πιο ανώδυνα γινόταν αυτό εξαιρετικά στρεσογόνο διάστημα της ζωής μου.
Το Μουντιάλ του 2002 λειτούργησε τόσο ωραία σαν αγχολυτικό που έγραψα πολύ καλύτερα στις εξετάσεις της Β’ λυκείου από ότι στην Γ΄κάτι που μου έδωσε κάποια μόρια παραπάνω την επόμενη χρονιά. Άρα κάτι χρωστάω στον αέρινο Πάπα Μπούμπα Ντιοπ, στον έξαλλο από την αδικία Χοσέ Αντόνιο Καμάτσο και στη μοϊκάνα του Ουμίτ Νταβαλά.
Όταν ο πατέρας του Στέλιου Παπαγρηγορίου τον "ανάγκαζε" να βλέπει το Μουντιάλ του '94
Ποτέ δεν μου άρεσε τη μπάλα να τη βλέπω στην οθόνη. Τρομερά βαρετό πράγμα. Προτιμούσα να παίζω μπάλα στο χωράφι και να σπάσω γόνατα. Σίγουρα πολλοί θα με κράξουν αλλά αυτό νιώθω. Θα μου πεις τώρα, τότε ρε μαν γιατί γράφεις ΓΙΑ ΜΠΑΛΑ εδώ; Το θέμα είναι πολύ λεπτό όντως, το ποδόσφαιρό έχει ενδιαφέρον για μένα στα περιφερειακά του "κυκλώματα". Ιστορία, γεγονότα, στιγμές, άνθρωποι, μικρά ευτράπελα πίσω από τους ανθρώπους που συμμετέχουν στο άθλημα αυτό σαν θεατές, παίκτες ή παράγοντες. Έτσι θα πω κι εγώ την πολύ μικρή (κι ελαφρώς μίζερη) ιστορία μου: Κάπου εκεί, το καλοκαίρι του '94 ο πατέρας μου φαγώθηκε να με κάνει ποδοσφαιρόφιλο. Αφού είχε αποτύχει να με κάνει επαγγελματία ποδοσφαιριστή (έπαιξα για 2 χρόνια στα τσικό του ΟΦΗ αλλά κι εκεί βαριόμουν τόσο πολύ που ο προπονητής με έπιανε να τρώω τα νύχια μου μέσα στον αγώνα, αντί να τρέχω σαν ζουρλός ως δεξί χαφ-μπαλομαζώχτρα). Είπε λοιπόν ο γέρος μου να μου περάσει τουλάχιστον το μικρόβιο των περισσότερων ανδρών ετούτης της γης. Κάθε βράδυ τρώγαμε καρπούζι με φέτα στο μπαλκόνι και ο γέρος μου έβαζε μπίρα στο ποτήρι για να με καλοπιάσει μπας και δω λίγο μπάλα. Εγώ τότε ήμουν 11 χρονών και γλυκάθηκα με τη ζάλη του αλκοόλ. Ζήτημα να είδα πέντε λεπτά ποδοσφαίρου όλα κι όλα (άσε που είχα κόμπλεξ και δεν φόραγα τα γυαλιά μου κι έτσι δεν έβλεπα μήτε τις φανέλες τι χρώμα ήταν). Είχα τώρα πάρει το κολάι κι έπινα κάθε βραδάκι μπίρες αβέρτα (αφού είχα το ΟΚ από τον γέρο μου). Ουσιαστικά εκείνο ήταν το καλοκαίρι που απέκτησα επισήμως το μπιροκοίλι μου. Η άποψη μου τώρα για το τηλεοπτικό ποδόσφαιρο δεν άλλαξε τρομερά από τότε αν και πραγματικά παραδέχτηκα τον Μαραντόνα. Ο αργεντίνος ποπ σταρ των γηπέδων είχε περιπέσει για άλλη μια φορά (ω τι θαύμα!) στον πειρασμό της ντόπας, με 5 ουσίες που είχαν βάση την εφεδρίνη στο αίμα. Δεν μάσησε όμως, ο θεούλης πήγε να παίξει λίγο μπάλα και τελικά τον έκανε τσακωτό η "χοντρούλα με την ένεση".