Ξεκαθαρίζω αρχής εξαρχής ότι ουδέποτε ήμουν «Λεμπρονικός». Στη δική μου μπασκετική συνείδηση ο Michael Jordan είναι ο σπουδαιότερος όλων των εποχών, διότι με αυτόν «μεγάλωσα». Αυτός «μου έμαθε μπάσκετ», κυρίως μου έμαθε να αγαπάω το μπάσκετ, με δίδαξε πως τίποτα δεν είναι αδύνατο και ότι αν δουλέψεις πολύ ακληρά, στο τέλος θα δικαιωθείς. Επίσης, είχα «γλεντήσει» πάρα πολύ το LeBron James όταν το Dallas πήρε την κούπα: από τη μια τότε είχαμε έναν «ποζερά» και αλαζόνα LeBron, που έδινε σόου πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη του αγώνα, νομίζοντας πως όλος ο πλανήτης περιστρέφεται γύρω του κι από την άλλη έναν ταπεινό Γερμανό, τον Dirk Nowitzki, έναν χαμογελαστό και μποέμ τύπο, που μπήκε στο γήπεδο και έκανε αυτό που έμοιαζε αδιανόητο.
Ούτε όταν επέστρεψε στο Cleveland μου έγινε πιο συμπαθής. Το βιντεάκι της επιστροφής, το «I'm home», όλο αυτό το κολοσσιαίο μάρκετινγκ που στήθηκε τότε γεμάτο τζουμ-ταρατατζούμ, μου φάνηκε φουσκωμένο και υποκριτικό - ο αθλητισμός, ειδικά σε αυτό το επίπεδο, είναι πολύ εμπορευματοποιημένος για να χωράει μέσα του συναίσθημα. Ο LeBron όμως έκανε πράξη την υπόσχεσή του, πήρε πρωτάθλημα με τους Cavaliers, έδωσε χαρά στο πολύπαθο Cleveland (που κουβαλούσε μια κατάρα χαμένων ευκαιριών σε αμερικανικό ποδόσφαιρο, μπάσκετ και μπέιζμπολ που το στοίχειωνε για χρόνια) και ξεχρέωσε με κάποιον τρόπο ένα «γραμμάτιο» που είχε «διαμαρτυρηθεί», πατσίζοντας υπό μια έννοια εκείνη τη φυγή του κάποτε για να πάει στο Miami και να πάρει δυο δαχτυλίδια.
Για εμένα ο LeBron είχε προλάβει να γίνει πιο συμπαθής, ένας «εξωγήινος - γήινος», πριν πάρει κούπα με το Cleveland.
Ακόμα και ένας αντι-Λεμπρονικός έχει υποκληθεί στο μεγαλείο του στο παρελθόν.
Όσο ακόμα πάλευε με τους δαίμονες, τα θηρία και τις ατυχίες, όταν έφτανε στους τελικούς απέναντι στους Warriors και έδινε έναν συγκλονιστικό αγώνα. Με τον Irving και τον Love τραυματίες, απέμεινε μόνος του να διαλύεται στο παρκέ, σε έναν αγώνα εκ προοιμίου καταδικασμένο σε ήττα, απέναντι σε μια πραγματική πολεμική μηχανή.
Εκεί είδα έναν άνθρωπο σπουδαίο, μαχητή, ένα παλικάρι που δεν τα παράτησε απέναντι στον υπεράριθμο αντίπαλο, που βγήκε με το τουφέκι του και στάθηκε απέναντι στα πολυβόλα, στη λογική του «όσες φάμε κι όσες ρίξουμε». Και μπορεί εκείνη τη χρονιά να μην υπήρχε καμία πιθανότητα να τα καταφέρει, με τους αποδεκατισμένους Καβαλίερς κόντρα στους υπερπλήρεις και υπερφορμαρισμένους Warriors, αλλά τα κατάφερε λίγο μετά.
Ήταν σχεδόν νομοτελειακό ότι μόνο ο LeBron, από τους εν ενεργεία παίκτες, θα μπορούσε να πάει στο Los Angeles και να ξανασηκώσει από τα πατώματα τον γίγαντα που ακούει στο όνομα Lakers. Έναν γίγαντα ταπεινωμένο, παρηκμασμένο, «περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις», συναισθηματικά διαλυμένο από τον χαμό του Kobe Bryant, με πολλά λεφτά και τεράστια αγορά αλλά χωρίς πλάνο και σχέδιο. Ο LeBron πήγε και έδωσε και όραμα και ελπίδα. Έδωσε την καλύτερη αφορμή να δημιουργηθεί μια ανταγωνιστική ομάδα πάνω του και γύρω του. Έγινε πόλος έλξης για να παραμείνουν παίκτες που ήθελαν να φύγουν, να βρουν κίνητρο αυτοί που έπαιζαν απλά για το συμβόλαιό τους, να έρθουν σημαντικοί παίκτες (με κυριότερο όλων τον Anthony Davis) διότι μετά από χρόνια και ζαμάνια είδαν ένα σημαντικό πρότζεκτ πρωταθλητισμού όχι στη θεωρία και στα χαρτιά αλλά στο παρκέ.
Ο LeBron πήρε τους Lakers από το χέρι και τους επανέφερε στο θρόνο τους - ή μήπως στο θρόνο του; Ο ίδιος, στα 35 του, φόρεσε το τέταρτο δαχτυλίδι του και ζητάει δημόσια το σεβασμό που του αξίζει, μόνο που τον έχει κατακτήσει ήδη: είτε τον θεωρεί κάποιον τον καλύτερο όλων των εποχών, είτε όχι, δεν μπορούμε παρά να παραδεχτούμε όλοι, ότι είναι ένας από τους καλύτερους, πιο σημαντικούς και επιδραστικούς παίκτες και ανθρώπους στην Ιστορία του μπάσκετ.
Και όσες χαζομάρες κι αν ακουστούν για το φετινό δαχτυλίδι, τις ιδιαίτερες συνθήκες στη «φούσκα» του Orlando, για το πόσο τον βοήθησε στην ηλικία του το γεγονός ότι κουτσουρεύτηκε κάπως η χρονιά ή τι θα γινόταν αν δεν τραυματιζόταν ο τάδε αντίπαλος ή δεν είχε απώλειες η δείνα ομάδα, κατά βάθος όλοι καταλαβαίνουν ότι αποδόθηκε μπασκετική δικαιοσύνη στο τέλος της ημέρας. Και ο βιονικός αυτός τύπος, ο απίστευτος 35άρης με σώμα 25χρονου, ο γεννημένος - νικητής που δεν τα παρατάει ποτέ όποιον κι αν έχει απέναντί του, που σπάει το ένα ρεκόρ πίσω από το άλλο και κάνει πράγματα που αναγκάζουν τους επιστήμονες και τους ειδικούς να σκίζουν τα πτυχία τους, είναι μια πραγματική απόλαυση για όσους αγαπάμε τον αθλητισμό και ευχόμαστε να συνεχίσει να είναι υγιής, ακμαίος και να βρίσκει κίνητρο για αρκετά χρόνια ακόμα.