Τρεις «κενές» δεκαετίες είναι πολλές. Για άλλα κλαμπς, ενδεχομένως να ήταν «αβάσταχτα»: θα είχαν κυλιστεί στη μιζέρια και την εσωστρέφεια, θα φώναζε ο κόσμος, θα άλλαζαν οι προπονητές σαν τα πουκάμισα, θα έρχονταν και θα έφευγαν παίκτες όλη την ώρα, θα είχαμε συλαλλητήρια και διαδηλώσεις κατά της διοίκησης. Όχι όμως για τη Λίβερπουλ. Εκείνη όχι μόνο «άντεξε», αλλά μεγάλωσε και το μύθο της: κάτι ο επικός τελικός της Κωνσταντινούπολης, κάτι το περσινό Τσάμπιονς Λιγξ, κάτι εκείνο το μυθικό ματς με τη Ντόρτμουντ για τα ημιτελικά του Europa, σίγουρα ο κόσμος της που δεν την άφηνε ποτέ να περπατήσει μόνη, όλο το ψυχόδραμα που είχαν τόσες και τόσες χρονιές, τόσες και τόσες αποτυχίες, αντί να την «τσακίσουν», τη χαλύβδωναν. Ακόμα και το γλίστρημα του Τζέραρντ, πέρασε στη σφαίρα του μύθου, έγινε μια ακόμα δοκιμασία που «έπρεπε» να περάσει αυτή η ομάδα, πριν φτάσει στην Κάθαρση.
Όλα άλλαξαν από τη μέρα που πάτησε το πόδι του στο Άνφλιντ ο Γιούργκεν Κλοπ. Αυτός ο ωραίος, χαμογελαστός τύπος, που είχε δημιουργήσει μια πολύ ελκυστική Ντόρτμουντ, αλλά κουβάλαγε μια «λουζερίτιδα» που έπρεπε να αποτινάξει κάποια στιγμή. Πίεση στον «λούζερ» Κλοπ, πίεση στην «άτιτλη» Λίβερπουκ. Κανένα πρωτάθλημα, ένας χαμένος τελικός Europa από τη Σεβίλλη, ένας χαμένος τελικός Τσάμπιονς Λιγκ από τη Ρεάλ. Η πίστη μπολιάζεται με γκρίνια. Η αισιοδοξία με αμφισβήτηση. Τα χαμόγελα με πόνο. Μέχρι το ευλογημένο 2019.
Είναι η χρονιά που - επιτέλους - η Λίβερπουλ κάνει πραγματική κούρσα πρωταθλητισμού απέναντι στη Σίτι. Που είναι ένας πραγματικός ανταγωνιστής μέχρι τον τελευταίο αγώνα. Που «τεντώνει» τη Σίτι στα όριά της, η οποία ουσιαστικά παίρνει το πρωτάθλημα βρίσκοντας τον πιο ανέλπιστο, αναπάντεχο και απρόσμενο ήρωα: ένα σουτ του Κομπανί από τα 25 μέτρα είναι αυτό που σφραγίζει τον τίτλο για τους Σίτιζενς και τη Λίβερπουλ για μια ακόμα φορά με άδεια χέρια - έτσι μοιάζουν τα χέρια της μετά το 3-0 στη Βαρκελώνη από τη Μπάρτσα. Ο επαναληπτικός, χωρίς Σαλάχ και Μανέ, χωρίς παραπάνω από 5% πιθανότητες ανατροπής, δημιουργεί μια από τις πιο ανατριχιαστικές, τις πιο λαμπερές, τις πιο σπουδαίες στιγμές στην ιστορία του ποδοσφαίρου: ο Οριγκί «ντύνεται» Φαν Μπάστεν, η Λίβερπουλ κερδίζει 4-0, πάει τελικό και το σηκώνει απέναντι στην Τότεναμ.
Από εκείνη τη μέρα και μετά, δεν υπήρχε περίπτωση το «τρένο» της Λίβερπουλ να κάνει στάση πουθενά. Με ψυχολογία στα ύψη, με θαυμαστή ομοιογένεια, με αυτοματισμούς και χημεία, με προσήλωση στο πλάνο του προπονητή αλλά και την ελευθερία από τον προπονητή στους παίκτες να κάνουν το κάτι παραπάνω και να ευχαριστηθούν το ποδόσφαιρο, η Λίβερπουλ ουσιαστικά καθαρίζει το πρωτάθλημα από τα Χριστούγεννα. Παρόλο που δεν έκανε καμία μεταγραφή, παρόλο που η Σίτι είχε και την κλάση και το DNA πρωταθλητισμού και το ρόστερ και τον προπονητή, παρόλη την κόπωση από τους συνεχόμενους αγώνες, τα ταξίδια για Τσάμπιονς Λιγκ και το Παγκόσμιο Συλλόγων, η Λίβερπουλ δεν σταματά πουθενά. Ούτε στην πανδημία, ούτε στο lockdown, ούτε στα πιο τρελά όνειρα των εχθρών της.
Επιστροφή στον χαμογελαστό τύπο με τα γυαλιά και τις ωραίες ατάκες, τον Γιούργκεν Κλοπ. Μπορούμε να μιλάμε ώρες ολόκληρες για συστήματα, για «αρχιτέκτονες», για τακτικές και ό,τι άλλο ποδοσφαιρικό θέλετε. Εγώ προτιμώ να μιλήσω για δυο άλλα πράγματα: για το όραμα που έδωσε στην ομάδα, την προοπτική που κανένας προκάτοχός του δεν είχε καταφέρει να εμφυσήσει. Και για τους παίκτες που διάλεξε, έφερε και μεταμόρφωσε προς το καλύτερο.
Σε ό,τι έχει να κάνει με το όραμα και την προοπτική, επί των ημερών του, η Λίβερπουλ έπαψε να είναι «φυτώριο» της Μπαρτσελόνα, της Ρεάλ και όποιας άλλης μεγάλης ομάδας είχε χρήμα. Κάποτε ο Σουάρες, ο Τσάμπι Αλόνσο και ο Μαστσεράνο, έφευγαν για Ισπανία μεριά, μη βλέποντας μέλλον στην παρουσία τους στη Λίβερπουλ, μη νιώθοντας ότι χτίζεται κάτι στο οποίο άξιζε να είναι κι αυτοί κομμάτι του. Επί των ημερών του Κλοπ κανένας καλός ή πολύ καλός παίκτης δεν «ένιωσε την ανάγκη» να πάει κάπου ψηλότερα - αντίθετα κατάλαβαν ότι θα φτάσουν ψηλότερα με αυτή την ομάδα. Στο Λίβερπουλ έμεινε και ο Σαλάχ και ο Μανέ και ο Φιρμίνο, ο Ρόμπερτσον, ο Αλεξάντερ - Άρνολντ, ο Βαϊνάλντουμ, όλοι.
Και σε ό,τι έχει να κάνει με τους παίκτες που διάλεξε, δεν έχει κανείς να πει και πολλά: στα χέρια του ο καλός Σαλάχ της Ρόμα, έγινε top-class επιθετικός. Ο συμπαθητικός κάγκουρας Φιρμίνο με καλή παρουσία στη Μπουντεσλίγκα, έγινε το πιο μοντέρνο «ψευτο-εννιάρι». Ο Μανέ μεταμορφώθηκε στον πιο πολύτιμο παίκτη της ομάδας. Ο Φαν Ντάικ έγινε ο κορυφαίος στόπερ του κόσμου, ο Κεϊτά με το Φαμπίνιο έγιναν κεντρικά χαφ ολκής. Δεν υπάρχει ΟΥΤΕ ΕΝΑΣ παίκτης της Λίβερπουλ (από τους βασικούς ή εν δυνάμει βασικούς) που να μην βελτιώθηκε στα χρόνια του Κλοπ και να μην εκτίναξε την αξία του κι αυτό τα εξηγεί όλα.
30 χρόνια είναι πολλά. Αλλά το φετινό πρωτάθλημα, αμέσως μετά το περσινό Τσάμπιονς Λιγξ, σου λένε ότι άξιζε η αναμονή. Κυρίως αξίζει η προσμονή για την επόμενη χρονιά: όποιος νομίζει ότι θα περάσουν άλλα 30 χρόνια για να πάρει πρωτάθλημα αυτή η ομάδα, θα απογοητευτεί οικτρά...