Παρασκευή βράδυ και όλοι οι δρόμοι μετά το γραφείο με οδηγούν στην Εθνική Οδό. Με ένα backpack στο πίσω κάθισμα και την παιδική μου φίλη στη θέση της συνοδηγού, ξεκινάω με τις καλύτερες και πιο γλυκές διαθέσεις για το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας. Όσο κουρασμένη κι αν αισθάνομαι κι όσο και αν ονειρεύομαι τρεις μέρες solo χαλάρωσης στο σπίτι, χωρίς deadlines και online meetings, ξέρω καλά πως αυτό το τριήμερο δεν γίνεται να με βρει κάπου αλλού, πέρα από τον τόπο στον οποίο μεγάλωσα.
Ίσως είναι η σκέψη του μικρού γυάλινου πιάτου της γιαγιάς με τα σκαλιστά σχέδια, που με περιμένει κάθε φορά στην αυλή με ένα κομμάτι Μακεδονικό Χαλβά με γεύση Βανίλια. Ίσως είναι η θαλασσινή αύρα που μπλέκεται με τις μυρωδιές των θαλασσινών, την ώρα του καθιερωμένου ραντεβού δίπλα στο κύμα. Ίσως πάλι να είναι εκείνες οι βόλτες στα σοκάκια και τους δρόμους στους οποίους πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, οι οποίες με βρίσκουν να σκορπώ «καλημέρες» και χαμόγελα σε πρόσωπα τα οποία γνωρίζω - άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο - μια ζωή. Μπορεί όμως να είναι και τα γέλια που συνοδεύουν διαχρονικά τις συνήθως αποτυχημένες παρεΐστικες προσπάθειες, να φτάσει ψηλά ο χαρταετός.
Όταν το σκηνικό αλλάζει, αλλά η γεύση και η ουσία μένουν ίδιες
Τόσες ιστορίες, τόσες αναμνήσεις και τόσες γεύσεις «ξετυλίγονται» κάθε φορά που σκέφτομαι εκείνη τη Δευτέρα του χρόνου, που δεν μοιάζει με καμία άλλη. Αλήθεια όμως, τι θα συνέβαινε αν το σκηνικό άλλαζε; Αν ξαφνικά η Καθαρά Δευτέρα δεν με έβρισκε να απολαμβάνω τους καθιερωμένους μεζέδες με φόντο το γαλάζιο του Σαρωνικού ή στην αυλή του σπιτιού που έμαθα να περπατάω και να κάνω ποδήλατο;
Την απάντηση στο παραπάνω ερώτημα την πήρα πέρυσι, όταν η Καθαρά Δευτέρα δεν με βρήκε στο πατρικό μου, αλλά στο διαμέρισμά μου στο κέντρο της Αθήνας. Όταν συνειδητοποίησα πως δεν θα απολάμβανα το Καθαροδευτεριάτικο τραπέζι δίπλα στη θάλασσα, η αλήθεια είναι πως έπεισα τον εαυτό μου ότι δεν είχα άλλη επιλογή, πέρα από το να προσπεράσω τελείως την αγαπημένη μου γιορτή.
Φαίνεται όμως, ότι όταν κάτι είναι βαθιά ριζωμένο μέσα σου, όταν δηλαδή αποτελεί παράδοση για εσένα, δεν μπορείς να το αφήσεις εκτός προγράμματος. Είναι σαν να υπάρχει ένα αόρατο νήμα, ένα νήμα αγάπης που σε οδηγεί, χωρίς να το αντιλαμβάνεσαι, σε όσα αγαπάς, σε όσα σου θυμίζουν πως η απόσταση δεν αρκεί για να βάλει «στοπ» σε συνήθειες ετών. Και αυτό ακριβώς το νήμα, άρχισε να ξετυλίγεται για εμένα πέρυσι αυτήν την εποχή, με ένα ραντεβού στο μπαλκόνι.
Και ξαφνικά η Δευτέρα στην πόλη αποκτά τη γεύση της βανίλιας
Εκείνη η Δευτέρα έμοιαζε σαν όλες τις άλλες, πέρα από το γεγονός ότι δεν με έβρισκε μπροστά από τον υπολογιστή, αλλά να ξεκουράζομαι στο μπαλκόνι μου. Όλα έδειχναν πως έπρεπε να περιμένω μέχρι την επόμενη χρονιά, για να νιώσω ξανά τα vibes της Καθαράς Δευτέρας, να που όμως όλα άλλαξαν, με τον ήχο του κουδουνιού. Άνοιξα δειλά την πόρτα μου και είδα την παιδική μου φίλη, με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά, τη συσκευασία του Μακεδονικού Χαλβά με γεύση Βανίλια και διάφορα νηστίσιμα μεζεδάκια στα χέρια. «Ακόμη εδώ είσαι; Βγάλε πιάτα και έλα να τα πούμε», μου είπε και αφού μπήκε σαν σίφουνας στο σπίτι, έτρεξε στο μπαλκόνι και άρχισε να μου εξιστορεί τα πάντα για την εβδομάδα της.
Και κάπως έτσι, γύρω από ένα τραπέζι μπαμπού και πάνω από δύο μικρά γυάλινα πιάτα με κομμάτια Μακεδονικού Χαλβά, η Δευτέρα μου δεν ήταν όπως όλες οι άλλες, αλλά απέκτησε τη γεύση της Καθαράς Δευτέρας και με έκανε να αντιληφθώ πως όπου κι αν βρίσκομαι, αρκούν οι σωστές γεύσεις και οι κατάλληλοι άνθρωποι για να βάλω λίγη παράδοση στο πρόγραμμά μου, ακόμη και όταν το ραντεβού δίνεται σε ένα διαμέρισμα, κάπου στο πολύβουο κέντρο της Αθήνας.
Διαβάστε περισσότερα στο Queen.gr