Τη γνώρισες στο νησί. Ενθουσιάστηκες. Καψουρεύτηκες. Σου ήρθε σαν μάννα εξ’ ουρανού, εκεί που έλεγες «άλλο ένα καλοκαίρι που θα περάσω σόλο – κλαρίνο». Συνδύασες υπέροχα το «διακοπές με τους φίλους» με γερές δόσεις από «βρήκα γκόμενα!». Έκανες σεξ. Χόρεψες. Ήπιες. Άραξες στην ξαπλώστρα μέχρι να ξημερώσει αγκαλιά με εκείνη. Έκανες κονέ στους φίλους σου με τις φίλες της και κάπως έτσι ήσασταν όλοι ευχαριστημένοι. Αλλά ήρθε η ώρα που εκείνη συνέχισε τις διακοπές της κάπου αλλού, διότι είχε κάνει το πρόγραμμά της πριν γνωριστείτε κι εσύ κάπου αλλού. «Θα τα πούμε Αθήνα σε λίγες μέρες», είπατε μια με φωνή, νομίζοντας ότι το υπέροχο καλοκαιρινό παραμύθι θα συνεχιστεί και το φθινόπωρο και το χειμώνα και γενικά. Μικρέ ανόητε, πόσα λίγα ξέρεις…
Το τσιμεντένιο ντεκόρ
Στο νησί, ήσουν εσύ, εκείνη και η θάλασσα. Η ξαπλώστρα, το μπιτσόμπαρο, η βόλτα στα σοκάκια με το δίχαλο, τα σφηνάκια το βράδυ, το νυχτερινό μπάνιο, το απόλυτο σκηνικό ευτυχίας. Επιστρέφεις στην πόλη και επιστρέφει κι εκείνη. «Τι ώρα θα βρεθούμε το βράδυ;» Στις 8. Πολύ ωραία. Αλλά πού; «Πάμε για καφέ». Και πας για καφέ σε μια καφετέρια μέσα στο τσιμέντο, με αυτοκίνητα να περνάνε από μπροστά, με κορναρίσματα, με φασαρία από τους γύρω. Τρως το ξενέρωμα νούμερο ούνο: ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΝΗΣΙ ΣΑΣ;
Ώρα για «λιλί»
Τέλος πάντων, ξεπερνάς την αίσθηση της πόλης και την απώλεια του «παράδεισου» που τη γνώρισες και πέρασες τόσο όμορφα μαζί της, πίνετε εκεί έναν ρημαδοκαφέ, λέτε τα νέα σας, την κοιτάς λάγνα, σε κοιτάζει πρόστυχα και λέτε χαμηλόφωνα «πάμε;» Ωραία, πάμε, αλλά πού θα πάμε; Εκείνη, μένει με τους γονείς της. Εσύ, συγκατοικείς με τον κολλητό σου – κι εκείνος έχει αράξει σπίτι απόψε. Να πάτε σε ξενοδοχείο ημιδιαμονής; Στο Λυκαββητό, «βούτυρο στο ψωμί» του κάθε ματάκια; Ξενέρωμα νούμερο δυο, για εσάς που είχατε συνηθίσει στις διακοπές να ξεφαντώνετε όποτε σας έκανε κέφι.
Καλωσήρθες στη ρουτίνα
Αλλά ας πούμε ότι τη βρίσκεις την άκρη και περνάς μια παθιασμένη νύχτα και όλα είναι καλά. Τις επόμενες μέρες όμως, όλα επιστρέφουν στους κανονικούς τους ρυθμούς: εσύ ξεκινάς πάλι δουλειά, εκείνη ξεκινάει να διαβάζει για την εξεταστική, τα σπίτια σας είναι μακριά, τα προγράμματα αρχίζουν και σφίγγουν το λαιμό σας σαν θηλιά. Αναπολείς τις διακοπές, όπου με ένα μήνυμα στο κινητό χρειάζονταν λιγότερα από πέντε λεπτά για να κανονίσετε να βρεθείτε και στη συνέχεια δεν ξεκολλάγατε ο ένας από τον άλλον όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα. Τώρα; «Σήμερα δεν μπορώ να σε δω, έχω διάβασμα». «Αύριο δουλεύω ως αργά, δεν θα προλάβω». «Το Σάββατο έχω να πάω μια επίσκεψη με τους γονείς μου». «Την Κυριακή, θα έρθουν κάτι φίλοι σπίτι να δούμε μπαλίτσα». Ξενέρωμα νούμερο τρία, διότι η ζωή είναι σκληρή και γεμάτη υποχρεώσεις.
Ανακαλύπτεις τον άνθρωπο που νόμιζες ότι ήξερες καλά
Στις διακοπές συνεννοούσασταν με τα μάτια. Κοιταζόσασταν και ξέρατε με απόλυτη ακρίβεια τι θέλατε να κάνετε, πού να πάτε, μιλάγατε χωρίς να πείτε λέξη, ήσασταν σαν δυο ρολόγια που έδειχναν ακριβώς την ίδια ώρα με ακρίβεια δευτερολέπτου. Στην πόλη όμως τα «κόζα» άλλαξαν: εσύ έχεις τα στέκια σου, εκείνη τα δικά της. Άλλες οι δικές σου παρέες, άλλες οι δικές της. Εκείνη έχει μια κολλητή που της έκατσες στραβά, εσύ έναν κολλητό που για κάποιο λόγο το νέο σου αμόρε, του έκατσε στο λαιμό. Ξαφνικά, δεν είναι τόσο χαλαρή και κουλ όπως όταν τη γνώρισες. Ξαφνικά, είσαι πιο νευρικός άνθρωπος απ’ ό,τι ήσουν στο νησί. Αυτή χασμουριέται από τις 12 διότι ξύπνησε νωρίς. Εσύ θέλεις να δεις περιπέτεια στο σινεμά, αυτή αισθηματική κομεντί. Ξενέρωμα νούμερο κουάτρο: πού είναι εκείνη που γνώρισα πριν λίγες μέρες;
Γκομενομπερδέματα, ανεμοσπορπίσματα
Στο νησί ΣΑΣ, δεν υπήρχαν πρώην και νυν, πειρασμοί, «σχέσεις στα τελειώματα», «ένα αφεντικό που μου κολλάει», «μια παλιά μου σχέση που δεν λέει να το πάρει απόφαση ότι χωρίσαμε». Έβαζες το κινητό στη δόνηση και δεν έδινες σημασία, το άφηνε στην τσάντα της και ούτε που το κοίταζε, ήσασταν ο ένας για τον άλλον. Εδώ όμως; Εδώ «να, ξέρεις, είχα κάτι πριν πάω διακοπές, πρέπει να βγω μαζί του να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα». Και εσύ, να, «τραβιόμουν με μια, είχαμε κάπως ελεύθερη σχέση, αλλά τώρα δείχνει να θέλει κάτι παραπάνω και πρέπει να εξηγηθούμε». Και το αφεντικό της, συνεχίζει να την πολιορκεί και η καινούργια συνάδελφος στη δουλειά όλο σου πετάει υπονοούμενα και όλα μοιάζουν τόσο, μα τόσο μπερδεμένα. Ξενέρωμα νούμερο πέντε, «δεν φταίω εγώ/ δεν φταις εσύ, μπορεί να φταίει το νησί…»
Λογαριασμός και σούμα
Οι καλοκαιρινοί έρωτες, για κάποιο λόγο λέγονται «καλοκαιρινοί έρωτες» και όχι σκέτοι «έρωτες». Επίσης, ενώ είναι πολυδιαφημισμένοι και χιλιοτραγουδισμένοι οι καλοκαιρινοί, δεν ισχύει το ίδιο για τους έρωτες άλλων εποχών του χρόνου: κανείς δεν ξέρει ας πούμε κάτι για «φθινοπωρινούς έρωτες» ενώ οι «χειμερινοί έρωτες» έχουν πιο χαμηλή θερμοκρασία κι από θερμόμετρο στο Νευροκόπι Φεβρουάριο μήνα. Πού θέλω να καταλήξω; Ότι οι έρωτες των διακοπώς είναι υπέροχοι, για όσο κρατάνε οι διακοπές. Είναι τέλειοι, διότι συμβαίνουν εκεί, υπό πολύ συγκεκριμένες – σχεδόν ιδανικές – συνθήκες, αλλά δυστυχώς αφήνουν τα κόκκαλά τους εκεί ακριβώς όπου γεννήθηκαν: στο καλντερίμι, στην ξαπλώστρα, στο μπιτσόμπαρο. Και μην αρχίσετε τώρα τα «μα εγώ τη γνώρισα στις διακοπές και έκτοτε είμαστε μαζί», διότι ξέρετε κατά βάθος πως είστε η εξαίρεση και όχι ο κανόνας.