Είναι ο άνθρωπος που στις διακοπές δεν σηκώνει το πόδι από το πετάλι. Αυτός που όταν είστε μεταξύ σας για καφέ και συζητάτε πως θα κυκλοφορείτε στις διακοπές, πετάτε ατάκες του τύπου «Έλα μωρέ θα πούμε στον (το όνομα του εδώ) να πάρει αυτός».
Γιατί είναι αλήθεια. Σε κάθε παρέα, υπάρχει πάνα ένας κακομοίρης που αναλαμβάνει χρέη ταρίφα. Που είτε έχετε κλείσει νησί, είτε είστε αποφασισμένοι να πάρετε τα βουνά, δεν θα φέρει αντίρρηση γιατί δεν τον νοιάζει, δεν έχει πρόβλημα να οδηγεί και, στο φινάλε, τον ενδιαφέρει περισσότερο η παρέα από το ταξίδι.
Αλλά εσείς του συμπεριφέρεστε καλά; Όχι. Και το ξέρετε.
Είναι μία ζόρικη δουλειά
Ο ένας δεν θέλει να πάρει το αμάξι. Ο άλλος βαριέται να οδηγήσει. Ο άλλος μπορεί, αλλά επειδή πίνει πρωί-μεσημέρι-βράδυ δεν θέλει να πάρει την ευθύνη. Ο κλήρος λοιπόν πέφτει σε εκείνον, που ξέρει ότι επειδή βαριέστε τις ζωές σας δεν αξίζει να σας εμπιστευτεί το αμάξι ούτε για πέντε λεπτά. Είναι εκεί. Εργάτης. Σκλάβος. Είλωτας. Με την ζέστη, με την γκρίνια σας, με τις αποστάσεις. Που πρέπει να έχει τα μάτια στο δρόμο όταν εσείς πλακώνεστε, τραγουδάτε ή είστε λιώμα από το ποτό. Και όχι μόνο δεν τον εκτιμάτε τον κακομοίρη, αλλά τον θεωρείτε δεδομένο.
Σέρβις, βενζίνες, διόδια όλα μόνος του
Το έχει πάει να τσεκάρει λάδια και νερά πριν φύγετε. Αμάξι του είναι άλλωστε. Δεν έχει αναρωτηθεί κανείς όμως «Ρε ‘σεις άμα τον τιγκάρουμε τον κουβά που οδηγεί ο άλλος θ’ αντέξει;». Πονάει το αμαξάκι του που κουβαλάει τα σώβρακα και τα λάδια σας στο πορτ-μπαγκάζ. Φτάνει η ώρα που βλέπει βενζινάδικο και εκεί που σας λέει «Μάγκες βάζω βενζίνη», ο ένας κάνει πως παίζει στο κινητό και δεν ακούει, ο άλλος κοιτάει έξω από το παράθυρο σαν τα σκυλιά και ο άλλος, ο πιο τραγικός, λέει ένα «ΜΙΣΟ ΜΙΣΟ ΜΕ ΠΑΙΡΝΕΙ Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ». Πέφτει το 40ευρο και κανείς τίποτα. Στα διόδια, ακούγεται νομοτελειακά η ατάκα από τους εξυπνητζήδες το εκνευριστικό «Θα τα βρούμε μωρέ στον καφέ». Και οδηγός και δαρμένος. Και μετά το κάνετε γαργάρα και το ξεχνάτε. Ούτε νερό ρε παιδιά;
Όλη την ώρα στα πάνω-κάτω
«Να πάμε εδώ. Να πάμε εκεί. Τελικά δεν είναι καλά εδώ. Ναι ρε. Μήπως να πάμε πίσω;». Και ο οδηγός πάνω-κάτω. Ακούραστος. Τελικά, όταν θα φτάσετε στην παραλία, έχει αισθανθεί λες και τον έχει πάρει παππούς ταρίφα από τον Διόνυσο, τον έχει κατεβάσει στο Κέντρο την ημέρα που ο ΠΑ.ΜΕ. κάνει συλλαλητήριο και τον έχει ξαναγυρίσει πίσω. Πέφτει ο άνθρωπος στην ξαπλώστρα και κατεβάζει την πρώτη μπίρα όπως κατέβασε ο Οβελίξ τον μαγικό ζωμό στη χύτρα όταν έπεσε μπέμπης. Εκεί θα κουραστεί το ίδιο με εσάς. Θα μπανιαριστεί το ίδιο με εσάς. Θα νταγκλάρει το ίδιο με εσάς. Όμως μετά πρέπει πάλι να οδηγήσει γιατί πεινάσατε. Άχουτα μωρέ. Και θέλετε να φύγετε άμεσα. Και ρίχνεστε στο φαγητό και δεν αφήνετε ούτε οδοντογλυφίδα, με τον σερβιτόρο να σταυροκοπιέται που δεν έψησε το αφεντικό και τον ίδιο για να χορτάσετε. Αλλά κάπου εκεί ξεκινάει η ντάγκλα της «μεταφαγικής» περιόδου. Και όλοι αράζετε στα καθίσματα και περιμένετε εκείνον να σας πάει πίσω. Και κάπου εκεί σας παίρνει ο ύπνος. Όχι όμως και εκείνον.
Κάποιος δεν κοιμάται και θέλει παρέα
Να το πούμε και αυτό. Ο οδηγός ΠΡΑΓΜΑΤΙ έχει ανάγκη κάποιον να τον κρατάει ξύπνιο. Είτε έχει πέσει ντάγκλα φαγητού, είτε το ταξίδι που έχει προηγηθεί ήταν πολύωρο και τον έχει κουράσει. Όμως ροχαλίζετε και οι τρεις σαν παράφωνη μέταλ μπάντα που βγαίνει να ανοίξει την σκηνή. Και αυτός εκεί. Προσπαθεί να κρατήσει τα μάτια ανοιχτά. Βάζει λίγο μουσική να στανιάρει και ακούει την πεθαμενατζίδικη φωνή από την Χώρα του Ύπνου «Χαμήλωσέ το ρε φίλε, έλεος, να κοιμηθούμε και λίγο». Κανονικά θέλει να σας πει ανάθεμα τη στιγμή που έκατσα στο πίσω θρανίο στο δημοτικό και γνωριστήκαμε, αλλά το βουλώνει. Νιώθει σαν τον Οδυσσέα, δεμένος στο κατάρτι να μην μπορεί να κουνηθεί, με τις κάργιες τις Σειρήνες να τον καλούν. Ανοίγει παράθυρα, ρίχνει χαστούκια, τελικά φτάνετε ξενοδοχείο. Και εκεί που μόλις πέφτει στο κρεβάτι σαν πυρηνική βόμβα και ελπίζει να ξεκουράσει το κορμάκι του, εσείς τεντώνεστε και ξύνεστε για να του ρίξετε την ατάκα: «Ε μην κοιμηθείς τώρα. Πάμε για καφεδάρα ε;». Όχι;
Άσε που δεν μπορεί να πιει σταγόνα
Στις διακοπές πρέπει να είσαι πιο Έλληνας από ποτέ. Που σημαίνει: μεσημέρι μπίρες, απόγευμα τσίπουρα, βράδυ ποτά. Αυτός ο κακομοίρης πώς να πιει; Που περνάει μπροστά από όχημα της Τροχαίας και σκέφτεται από μέσα του ότι του κάνουν κωλοδάχτυλα. «Πιες ρε και άμα σου κάνουμε αλκοτέστ, την Αθήνα θα την βλέπεις στην τηλεόραση από το αυτόφωρο». Χώρια που αν έχεις λίγη τσίπα ΔΕΝ οδηγείς άμα έχεις πιει. Θα τη βγάλει με μία μπίρα. Και εκεί που εσείς θα έχετε γίνει και κωλοτρίβεστε με κάτι τελειωμένες που την επόμενη μέρα στην παραλία κάνουν ότι δεν σας ξέρουν, ρωτάνε «Είναι ξενέρωτος ο φίλος σας; Γιατί δεν πίνει;». Αυτός είναι ο οδηγός. Ο πιστός στρατιώτης της παρέας σε επιφυλακή, έτοιμος να σας πάει στο ξενοδοχείο. Που τον πέρνατε αγκαλιά πιωμένοι και του λέτε τρεκλίζοντας «ΠάΜεΡεΦιΛαΡακΙ;» πριν κάνετε εμετό στα παπούτσια. Που σας ρωτάει αν είστε καλά και με το που του λέτε «Όλα καλά, το 'χω» τραβάτε μία ρουκέτα στο μπροστινό κάθισμα που σκέφτεται αν πρέπει να σας πλακώσει στο ξύλο ή να βάλει τα κλάματα. Και του φορτώσατε και τις απίθανες που γνωρίσατε στο πίσω κάθισμα. Και επειδή είναι και πιωμένες, δεν ξέρει που μένουν και δεν ξέρει τι να τις κάνει. Και εκεί που ο ένας πηδάει στο δωμάτιο και ο άλλος στο αυτοκίνητο, εκείνος ανάβει τσιγάρο, βγάζει το κινητό από την τσέπη που μόλις δονήθηκε και με πόνο στο βλέμμα γράφει.
«Άσε μας και εσύ ρε μάνα»...
Σεβαστείτε τον. Θα περάσει δύσκολα (και) φέτος.