Μέχρι και την στιγμή που τελειώσαμε από τα σχολεία, δεν είχα να θυμάμαι κάποιες διακοπές με την παρέα. Τουλάχιστον όχι σε κάποιο νησί. Έχω φίλους με εξοχικά που μας καλούσαν να την αράξουμε για το καλοκαίρι, αλλά δεν υπάρχει ποτέ αυτό το συναίσθημα του «θα φτιάξω την βαλίτσα για το νησί».
Η στιγμή ήρθε όταν το παρεάκι μαζεύτηκε σε μία άλλοτε γνωστή καφετέρια των νοτίων προαστίων να μιλήσει για διακοπές.
«Θα πάμε Πάρο»
Δεν ήξερα τι έπαιζε τότε. Ήμουν και είμαι ξεκάθαρα μέχρι σήμερα ο πιο φλώρος από την παρέα μου. Στην ερώτηση «Γιατί Πάρο;» η απάντηση ήταν τόσο απλή, που η σιγουριά με την οποία ειπώθηκε δεν σου άφηνε περιθώρια για αμφισβητήσεις: «Όλοι πάνε Πάρο». Και πράγματι για έναν ανεξήγητο λόγο που μέχρι και σήμερα δεν καταλαβαίνω, αυτό το... έθιμο συνεχίζει να τηρείται. Την χρονιά πριν τελειώσουμε εμείς, είχαν πάει οι μεγαλύτεροι του Λυκείου. Και πιο πριν οι προηγούμενοι – έδειχναν φωτογραφίες στα μικρότερα αδέρφια τους για να ζηλέψουν. Φανταστείτε ότι την ημέρα που πήγαμε να κλείσουμε τα εισιτήρια, εκτός του ότι έμπαιναν και έβγαιναν πολλοί πιτσιρικάδες στο ταξιδιωτικό γραφείο πετύχαμε άλλες δύο παρέες από το σχολείο που έκαναν ακριβώς το ίδιο. Τότε δεν σε κούραζε που θα έβλεπες τις ίδιες φάτσες. Γούσταρες. Σκεφτόσουν πως θα έχει πλάκα. Αν λιγουρευόσουν και κανένα κοριτσάκι που θα πήγαινε επίσης εκεί, έτριβες τα χέρια σου και γελούσες. Και κάπως έτσι βγήκαν τα εισιτήρια και ξεκίνησαν οι πρώτες διακοπές, η όρεξη για χαβαλέ και αυτό το δειλό σκεπτικό ότι βαδίζεις ντουγρού σε μία νέα περιπέτεια.
«Θα βρούμε εκεί δωμάτια;»
Όντας φλώρος, εμένα με φόβιζε αυτό. Μισό ρε παιδιά. Τι πάει να πει θα βρούμε εκεί; Τι θα βρούμε; Και πώς δηλαδή; Κι αν δεν βρούμε; Χύμα η κατάσταση και ταίριαζε με το κλίμα. Κατέβαινες στην Παροικιά ανυποψίαστος, χωρίς ίντερνετ, χωρίς τίποτα και οι άνθρωποι με τις ταμπέλες των Rooms to Let γέμιζαν το λιμάνι. Πρώτοι-πρώτοι οι τουρίστες με τα μπαγκάζια τους. Χέστηκαν πού θα κοιμηθούν. Όσο είναι κάτω από τον ελληνικό ήλιο, κοιμούνται και πάνω στις πέτρες.
Και μετά όλοι εμείς. Από τον ένα Χριστιανό πάνω στον άλλο. «20 ευρώ παιδιά», «Παιδιά 15 ο ένας», «Παιδιά ένα δεκάρικο και θα είστε βασιλιάδες». Άλλη φάση τότε και άλλα και τα χρήματα. Τελικά μείναμε στον Ιππόκαμπο στην Νάουσα για 3 ημέρες (σ.σ.: νομίζω υπάρχει ακόμα) και άλλα 3 βράδια σε ένα χρέπι που κρατούσαμε τσίλιες για να σκοτώνουμε έντομα. Δεν βαριέσαι. Και το δωμάτιο ήταν μέρος της εμπειρίας.
«Θα έχει πολλούς σαν εμάς εκεί»
Παντού. Όταν λέμε παντού, εννοούμε παντού. Στις Κολυμπήθρες και στο Πίσω Λιβάδι. Στη Μακριά Μύτη και στην Pounda. Δύο θαρραλέοι από εμάς, έκαναν και bungee jumping εκεί με το κεφάλι τους να ακουμπάει την πισίνα. Ωραία εποχή εκεί στις αρχές του 2000. Με ωραίο κόσμο και ωραία μουσική. Ήταν της μόδας τα Bacardi Breezer, o David Guetta και ο Tiesto βίωναν την χρυσή τους εποχή και τα μπικίνι ήταν πιο κοφτά από ποτέ. Το γεγονός ότι βρισκόσουν σε ένα από τα ωραιότερα νησιά των Κυκλάδων και τριγύρω σου υπήρχαν κυρίως άνθρωποι της ηλικίας σου, έκανε την εμπειρία καλύτερη. Θυμάμαι τα κοκτέιλ του Sex The Club και τις φωτογραφίες με τις σερβιτόρες για να δείξουμε πως «να κοίτα όλο και κάτι κάναμε».
Πάνε πολλά χρόνια και θα πω ψέματα αν πω πως θυμάμαι όλα τα μαγαζιά. Θυμάμαι όμως ένα ολόκληρο νησί, να βρίσκεται σε ένα αδιάκοπο πάρτι. Ακόμα και τα ΚΤΕΛ (σ.σ.: δεν ξέρω αν ισχύει ακόμη) λειτουργούσαν μέχρι τις 04.30 τα ξημερώματα. Και παρότι υπήρχε κέφι και χαβαλές, δεν έβλεπες αυτά τα ξεφτιλίκια που κάνουν οι τουρίστες στα Μάλια. Έπινες τα ποτά σου, έκανες το greek kamaki -ό,τι μπορούσες δηλαδή- και όλα πόπα. Την επόμενη μέρα αρντάν στην παραλία. Είναι όμως το μοναδικό μέρος που δεν θυμάμαι ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΤΙΠΟΤΑ για το φαγητό. Όχι επειδή η κουζίνα τους είχε κάποιο θέμα, αλλά επειδή τρεφόμασταν κυρίως με σουβλάκια και κρέπες. Μία λέξη μου μένει από την Πάρο μέχρι και σήμερα. Ζωάρα.
«Πέρνα καλά ρε, μία φορά γίνονται αυτά»
Αυτή ήταν η ατάκα του κολλητού μου του Άκη. Πέταξε αυτό το carpe diem τότε χωρίς να το γνωρίζει. Γιατί η αλήθεια είναι πως όσες φορές και αν αποφασίσουμε να πάμε στην Πάρο σήμερα, τίποτα δεν θα είναι όπως πριν. Ούτε οι αντοχές, ούτε οι τσέπες, αλλά κυρίως η ηλικία. Έχω ακόμα κάποιες ξεχασμένες φωτογραφίες σε κάποιο άλμπουμ. Δεν ήμουν ποτέ το παιδί που του άρεσε να παρτάρει στα κλαμπ, αλλά θα έδινα τα πάντα για ένα εξαήμερο στην Πάρο όπως τότε. Στις πρώτες διακοπές που όλοι πηγαίναν στην Πάρο. Που περάσαμε και εμείς και διατηρήσαμε με το δικό μας λιθαράκι το οικοδόμημα αυτού του άγραφου νόμου, ώστε να στεκόμαστε σήμερα σαν σοφοί γέροντες απέναντι από τους νεότερους όπως τα μικρά μας ανίψια λέγοντας:
«Τι πού θα πας; Στην Πάρο θα πας. Εγώ ξέρω...».