«Κυρίες και κύριοι, σας ενημερώνουμε ότι σε λίγη ώρα φτάνουμε στο λιμάνι του Πειραιά. Ευχαριστούμε που μας προτιμήσατε. Σας ευχόμαστε αργό και βασανιστικό θάνατο». Αυτό. Επόμενο μετά από αυτό δεν έχει. Ή μάλλον έχει. Την αυτοκτονία. Πόση κατάθλιψη μπορεί να χωρέσει μία πρόταση;
Η σαδιστική ανακοίνωση από τα μεγάφωνα του πλοίου είναι το επιχείρημα που ψάχνεις για να πειστείς να πηδήξεις από το κατάστρωμα, όσο αυτό πλησιάζει στο λιμάνι. Σα να σου λένε «πέσε! πέσε!». Το σκεφτόσουν και το ξανασκεφτόσουν, ώρες ατελείωτες, στο ταξίδι της επιστροφής, βιδωμένος στην ίδια θέση, όρθιος στο κατάστρωμα, με τα χέρια καρφωμένα στα κάγκελα, πάφα-πουφα το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και τη σκέψη πιο χαοτική κι απ’ τη θάλασσα. Από την οποία δεν ξεκόλλησες το βλέμμα σου, φλερτάροντας με την ιδέας της βούτας.
Νιώθεις λες και πηγαίνεις μετανάστης στην Αμερική. Στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. Να παρακαλάς από μέσα σου «κάνε να μην φτάσουμε, κάνε να μην φτάσουμε». Λίγες μέρες νωρίτερα βέβαια, στο ίδιο πλοίο, στην ίδια θέση τους τα ‘χες κάνει τσουρέκια φωνάζοντας «άντε να φτάσουμε!», αλλά ποιος τις χέζει εκείνες τις μέρες;
Σημασία λέει δεν έχει ο προορισμός, αλλά το ταξίδι. Μαλακίες. Σημασία έχει ότι αυτή τη στιγμή εσύ απέχεις λίγα μέτρα από την Κόλαση του Πειραιά και οι μαλάκες στο απέναντι πλοίο που σαλπάρει για Κυκλάδες χαιρετάνε σαν χαζοχαρούμενοι. Να βουλιάξετε, ρε!
Ακούς έναν πολύ δυνατό θόρυβο. Πρέπει να ρίχνουν άγκυρα. Πας γρήγορα στη ρεσεψιόν:
-Θα ήθελα να μιλήσω στον καπετάνιο του πλοίου
-Τι λέτε κύριε;
-Σας παρακαλώ, πείτε του να το ξανασκεφτεί. Σας ικετεύω.
Φτάσαμε. Και τώρα τι; Πρέπει να κατέβεις; Δηλαδή εσύ τώρα πρέπει να πας εκεί κάτω, ε; Ανάμεσα σε αυτές εκεί τις κουκίδες; Να διασχίσεις αυτούς τους δρόμους. Να περάσεις με τη βαλίτσα ανάμεσα από όλα αυτά τα μηχανάκια; Να εισπνεύσεις όλο αυτό το καυσαέριο; Να αντικρίσεις όλα αυτά τα παλαιολιθικά κτήρια; Δεν είμαστε με τα καλά μας μου φαίνεται!
Καταρχάς, πώς θα κατέβεις από το πλοίο; Εδώ και μισή ώρα βλέπεις μπροστά σου μία τεράστια ουρά να έχει κολλήσει περιμένοντας στις σκάλες, λες και είστε στο ΙΚΑ. «Δεν θέλω να κατέβω από το πλοίοοοο», ουρλιάζεις. Θες να πατήσεις ένα κουμπί και να βρεθείς απευθείας σπίτι σου, χωρίς να περάσεις αυτό το ενδιάμεσο μαρτύριο του Πειραιά. Κι αυτοί οι μαλάκες στη σκάλα κάνουν ακόμα πιο αργή και επώδυνη αυτή την ενδιάμεση διαδρομή.
Με τα πολλά κατεβαίνεις. Βγαίνεις από το πλοίο και κάνεις μία μικρή στάση. Κοιτάς γύρω σου λέγοντας στον εαυτό σου «πού ήρθα ρε πούστη; Πού ήμουν και πού ήρθα!». Παίρνεις μία βαθιά ανάσα για να περάσεις όλο αυτό το μαρτύριο όπως παραδοσιακά κάνεις όταν θες να βουτήξεις με το κεφάλι από ψηλά. Αλλά αυτή σου η ανάσα δέχεται μία μαζική επίθεση από καυσαέριο, το οποίο γίνεται ακόμα πιο έντονο όταν ένας τύπος περνά από μπροστά σου με μπαντιλίκια και τρύπια εξάτμιση.
Ξεκινάς για το τρένο. Σέρνεις τη βαλίτσα, αλλά ουσιαστικά η βαλίτσα σέρνει εσένα. Γύρω σου δεκάδες «ομοιοπαθείς», με την ίδια ακριβώς θλιμμένη φάτσα και την ίδια φασαριόζικη βαλίτσα.Φτάνετε όλοι μαζί στο τρένο, μπουκάρετε όλοι μαζί στο πρώτο βαγόνι, μιας και δεν είστε διατεθειμένοι να πάτε βήμα πιο ‘κει, και γενικά το περνάτε όλο αυτό μαζί, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων.
Και το τρένο σαλπάρει. Αχ… «Σαλπάρει». Τι ωραία λέξη. Θυμάσαι τότε που σάλπαρες για Αμοργό; Πότε; Πριν πέντε μέρες. Σου φαίνεται σαν να πέρασε αιώνας. Μετά από κάτι μήνες βέβαια θα λες «σαν χθες μου φαίνεται», αλλά τώρα είναι διαφορετικά. Όλα αυτά γεμίζουν τις σκέψεις σου μέσα στο βαγόνι μέχρι που ένας τύπος δίπλα σου τις διακόπτει: «Αδερφέ, μπορείς να τα λες από μέσα σου; Μην μας κάνεις πιο σκατά».
Παντού γύρω σου ξενερωμένες φάτσες, σκεπτικές. Κάποιοι κοιτάνε κάτω, άλλοι κοιτάνε έξω, ένας δίπλα έχει κολλήσει το μέτωπο στο παράθυρο και αγναντεύει τη μαυρίλα των τούνελ. Σου θυμίζει εκείνη την πρώτη μέρα του στρατού, όπου όλοι μέσα είχατε το ίδιο σκατένιο συναίσθημα.
Ξαφνικά, μία νέα ανακοίνωση, από τα μεγάφωνα του τρένου αυτή τη φορά, γίνεται ο επικήδειος των διακοπών σου και σου φωνάζει welcome to hell: «Επόμενη στάση, Ταύρος». Θα μπορούσε να είναι η τέλεια εισαγωγή σε διαφήμιση αντικαταθλιπτικών.
Κατεβαίνεις στη στάση σου περιμένοντας απ’ έξω να σε υποδεχτεί μία επιτροπή που θα αποφασίσει για το πόσο κακό παιδί ήσουν και σε πόσους βαθμούς θα ψηθείς σε ένα από τα καζάνια της κολάσεως. Το καζάνι, όπως και οι βαθμοί είναι πάντα ίδια. Λέγονται «Αθήνα» και «καύσωνας».
Κάθε χρόνο τα ίδια. Ποτέ δεν θα αλλάξει αυτό. Άλλωστε, όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν. Μόνο που στην ιστορία των διακοπών, το τέλος είναι πάντα ίδιο. Και πάντα μακάβριο. Είναι λες και πάμε διακοπές μόνο και μόνο για να γυρίσουμε στον Πειραιά και να νιώσουμε το ίδιο συναίσθημα.
Από την άλλη, όμως, υπάρχει και κάτι καλό σε αυτό. Όλη αυτή η διαδικασία είναι τόσο σάπια, που μετά από αυτό η προσαρμογή είναι γελοία. Όταν φτάνεις στο σπίτι σου από τον Πειραιά, όλα όσα σε περιμένουν στην πόλη και στην καθημερινότητά σου, μοιάζουν παιχνιδάκι. Μην χαίρεσαι. Είναι μέχρι να ακούσεις το πρώτο «Kαλό Xειμώνα».