«Κτίριο 8, αίθουσα 2. Κτίριο 8, αίθουσα 2». To ψιθύριζα φωναχτά, σαν τις γιαγιάδες που μετράνε τα ψιλά πριν κατέβουν σε σταθμούς τρένων. H δικηγόρος μου, το είχε πει με τέτοια φυσικότητα, πιστεύοντας προφανώς ότι εκεί συχνάζω.
Η Ευελπίδων για μένα ήταν απλά ένας δρόμος. Ένα πέρασμα, στις βραδινές εξόδους με προορισμό το κέντρο. Ποτέ δεν πίστεψα ότι μια μέρα θα χρειαστεί να ψάξω πάρκινγκ, να σταματήσω, να κατέβω, να περπατήσω ανάμεσα σε όλο αυτό το πλήθος, ανάμεσα στις εξατμίσεις της κίτρινης ταξιτζίδικης λαίλαπας και να περάσω την πόρτα των δικαστηρίων.
Κι όμως, ο νόμος και οι κότες με είχαν καλέσει στις 8 το πρωί, να είμαι εκεί, απίκο, ενώπιόν του, για μία σκοτεινή υπόθεση από τότε που νυχτοπερπατούσα στο Bronx ανταλλάσσοντας πιστολίδια με συμμορίτες σε μία εποχή λοξοδρόμησης από τον ίσιο δρόμο του καλού Σαμαρείτη και προφανώς τίποτα απ' όλα αυτά δεν είναι αληθές.
Να πιεις καφεδάκο με θέα την Ευελπίδων, αξία ανεκτίμητη
Για έναν καπνιστή, το πρωινό καφετσίγαρο πριν από αγγαρεία είναι κάτι παραπάνω από ιερό. Είναι ιεροτελεστία. Είναι αυτή η απόλαυση, αυτή η απόδραση από τη φυλακή που σε περιμένει. Αν, λοιπόν, ποτέ σάς έρθει εξώδικο, αγωγή, δικαστική υπόθεση που δεν μπορείτε να αποφύγετε, κοιτάξτε να την απολαύσετε.
Απέναντι από τα δικαστήρια υπάρχουν στοιβαγμένες ένα σωρό καφετέριες που καλωσορίζουν τον λαουτζίκο για να του χρυσώσουν το χάπι. Για να τον πιεις, ίσως χρειαστεί να πεις μερικά ψεματάκια: «Εχμ, ξέρετε έχει τρομερή κίνηση, θα αργήσω λίγο», είπα στη δικηγόρο κάνοντας αμπεμπαμπλόμ για το τραπέζι που θα κάτσω και ψάχνοντας δικαιολογία για το «Είναι εύκολο να με πληρώσετε;» που άκουσε από μέσα.
Θυμάστε που πήγανε να τον κλείσουνε στην μπουζού για ένα κείμενο κατά του Λουτρακίου
Έπινα τον φρεντοεσπρεσομετριομαυρη μου και κάπνιζα, ατενίζοντας τον διπλής διελεύσεως δρόμο γεμάτο κορναρίσματα, μπινελίκια και ανθρώπους που πηγαινοέρχονταν από κάθε σημείο του πλην της διάβασης. Κοίταζα το μεγαλοπρεπές αναχρονιστικό ώχρα κτίριο το οποίο με προσκαλούσε με χαιρέκακο ύφος.
Κάθε τζούρα ήταν και ένας κόκκος στην αντίστροφη μέτρηση της ελευθερίας μου. Στο μυαλό μου, ήμουν ο κατάδικος με την πορτοκαλί περιβολή έτοιμος να σβήσει το τσιγάρο στο τασάκι, να το σκάσει, να αρχίσει να τρέχει χωρίς να κοιτά πίσω, να γίνει ένας μικρός Χάρισον Φορντ.
Μάσησα...
Τα κορίτσια της Νομικής Αθηνών σάς καλωσορίζουν στο σπιτάκι τους
Μπαίνω από την κεντρική είσοδο. Έχω δανειστεί τη μίζερη και ψαρωτική γκριμάτσα ενός νεοσύλλεκτου φίλου που μπήκε πρόσφατα στρατό. Την μοίραζα σε κάθε βλέμμα που έπεφτε πάνω μου.
Περιπλανιόμουν ανάμεσα σε κοστούμια και ταγιέρ. Ήταν σαν να είχα ανοίξει ντουλάπα με unisex ρούχα και έψαχνα κάτι που να ταιριάζει στην casual ψυχοσύνθεσή μου και την σοβαροφανή ενδυμασία μου: Καλό παντελόνι με τσάκιση, πουκάμισο ΑΠΟ ΜΕΣΑ, παπούτσι λουστρίνι. Ένιωθα ξένο σώμα μέσα στο ίδιο μου το σώμα. Ένας τσαρλατάνος πολυτελείας.
Η ακαδημαϊκή μου σταδιοδρομίαχαχαχαχα ήταν μέσα στους διαδρόμους της Νομικής (στο Οικονομικό Τμήμα), συνεπώς η εικόνα που συνάντησα ήταν απλά μία μετεξελιγμένη επιβεβαίωση των προπτυχιακών χρόνων: Νέτα παντού. Κορτσόπουλα κοντά στα πρώτα άντα, πριν ή μετά την άσκηση. Παράδεισος. Έπαιζα μπαλίτσα μόνος μου. Εγώ και κάτι δικηγόροι παλιάς κοπής, εποχής Λυκουρέζου. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι δεν είχα σκάλα για να φτάσω τις μύτες τους.
Κάποια στιγμή, τράκαρα σε γνωστή από τα φοιτητικά τα χρόνια:
-Χρήστο; Κι εσύ εδώ; Ακολούθησες τη Νομική τελικά;
-Εχμ... Όχι. Για μια προσωπική υπόθεση έχω έρθει. Δημοσιογράφ...
Το υπόλοιπο «...ος έγινα» που θα συμπλήρωνε την πρόταση το είπα στην πλάτη της που χανόταν στον ορίζοντα.
Μπες ΤΩΡΑ στις δικαστικές αίθουσες και ζήσε την εμπειρία ΕΝΤΕΛΩΣ ΔΩΡΕΑΝ
Αν ποτέ σάς κάτσει τέτοια στραβή, μην κανονίσετε κάτι άλλο για την ίδια μέρα. Ο αριθμός που έχει η δίκη σας, η ώρα που αυτή θα γίνει απέχουν πολύ από αυτό που έχετε στο μυαλό σας. Είχαμε το «8». Η αίθουσα ήταν ακόμα στο «4». Η μονοήμερη είχε μόλις αρχίσει. Αλλά αυτό έχει και τα καλά του. Έχοντας πιει καφέ, καπνίσει, φάει μπαγκέτα, αποκλεισμένος στην Ευελπίδων, είσαι υποχρεωμένος αλλά και ευλογημένος μαζί να δεις μία δίκη ΕΝΤΕΛΩΣ ΔΩΡΕΑΝ. Ζήσε την εμπειρία. Μη τη χάσεις.
Περνώντας από αίθουσες δικαστηρίων, είχα τόσες, μα τόσες πολλές επιλογές. Προτίμησα αυτή που θα πήγαινα ούτως ή άλλως. Η υπόθεση που δικαζόταν εκείνη τη στιγμή αφορούσε ένα ζευγάρι, όπου η γυναίκα κατηγορούσε τον άντρα της ότι την κακομεταχειριζόταν. Άκουγα τους δικηγόρους τους να αγορεύουν με άψογη χρήση των ελληνικών και αρκετές φορές με αντεγκλήσεις που τους έκανε να μοιάζουν με παιδάκια δευτέρας δημοτικού.
Πολλά άκουγα, λίγα καταλάβαινα, αφού ο μόνος νόμος που ξέρω είναι ο 4.000, από Κώδικες ό,τι θυμάμαι απ' τον Κ.Ο.Κ και το μοναδικό δίκαιο που είχα ακούσει; Το «Ήταν δίκαιο, έγινε πράξη» του Αλεξέι.
Στη διάρκεια της δίκης, ο συναισθηματισμός μου έμοιαζε με τρελαμένο σεισμογράφο. Πολλές φορές έσκυβα για να μην με συλλάβει ο Πρόεδρος (και οι δύο αστυνομικοί της αίθουσας) να γελάω, κάποιες άλλες όμως έβλεπες την ωμή πραγματικότητα της ζωής εκεί έξω.
Η δυστυχία, η βία, οι αποτυχημένοι γάμοι, οι διαλυμένες οικογένειες, άνθρωποι χωρίς προσανατολισμό και μοίρα στον ήλιο, όλα αυτά περνούν από μπροστά σου εκείνη τη στιγμή σαν υπότιτλοι μίας σειράς που απέχει πολύ, πάρα πολύ από το «Suits» και το «Boston Legal». Και σίγουρα από κάτι τέτοιο...
Η έδρα και ο πρόεδρος απεφάνθηκαν «αθώος» για τον κατηγορούμενο κι εκεί σκέφτηκα τι περιουσία θα είχα κάνει αν πήγαινα δικαστικά κάθε πρώην μου.
Τη δίκη αυτή διαδέχτηκαν μερικές ακόμη, όχι τόσο μακροσκελείς και χρονοβόρες, οι οποίες όμως ήταν αρκετές για να συμπληρωθεί ένα τίμιο τετράωρο μέχρι τη δική μου.
Η ώρα που τόσο περίμενα ήρθε. Το άγχος με είχε κυριεύσει. Έτρεμα, όχι για το τι θα γίνει, αλλά για το τι θα πω. Η δικηγόρος τα είχε γράψει σε χαρτάκι να τα μάθω απ' έξω απ' τα ψες.
Την είδα να με πλησιάζει με ύφος απογοήτευσης σαν να είχαμε χάσει τη δίκη πριν γίνει.
Κι εκεί; Τι έγινε εκεί;
.
.
.
.
.
.
.
.
.
Αναβολή...