Μπροστά σου τα ΚΤΕΛ Κηφισού. Βρίσκεσαι ήδη στην Πύλη της Κολάσεως. Ένα σύννεφο καυσαερίου και ένας χωροδιακός ήχος εξατμίσεων, βγαλμένος από τις χρυσές εποχές των Metallica, σε καλωσορίζουν στον πιο Πασοκικό σταθμό της Αθήνας. Το κάλεσμα του Κθούλου ηχεί στα αυτιά σου και σε παροτρύνει να εισέλθεις. Το σκέφτεσαι μία τελευταία φορά. Παίρνεις μία έκφραση αποφασιστικότητας, ρουφάς μια τελευταία τζούρα από το καυσαέριο του έξω κόσμου, μπαίνεις.
Δεν είσαι από αυτούς που ταξιδεύουν συχνά με λεωφορείο. Αν σού έλεγε κάποιος: «διάλεξε, αμάξι ή ΚΤΕΛ;», θα γελούσες με το κάτι σαν δίλημμα. Ήρθε, όμως, η ώρα να κάνεις 250 χιλιόμετρα ολομόναχος. Δεν συμφέρει...
Πας να βγάλεις εισιτήριο. Ψάχνεις τα εκδοτήρια ανάμεσα σε ψιλικατζίδικα, μαγαζιά με είδη δώρων, διάσπαρτες καρέκλες και κομβόι ταξί που σου ζητούν επιτακτικά να σε πετάξουν κάπου. «Ναι, Καλαμάτα πηγαίνω, είστε ελεύθερος;». Κάνεις επτά λεπτά για να βρεις τα εκδοτήρια. Αφού τα βρεις, αρχίζεις να ψάχνεις το ταμείο του αντίστοιχου Νομού. Αν η διαδικασία διδασκόταν στα σχολεία, δεν θα είχαμε τόσους αγεωγράφητους ανάμεσά μας. Το βρίσκεις μετά από έξι λεπτά.
13 λεπτά μέχρι στιγμής. Έχεις άλλα οκτώ για να βγάλεις εισιτήριο και να προλάβεις ένα αποχαιρετιστήριο κατούρημα χωρίς να χάσεις το λεωφορείο. Και ΟΧΙ. Δεν φταις εσύ που δεν το έκανες νωρίτερα σπίτι σου. Είναι η αύρα των ΚΤΕΛ που το προκαλεί ΑΚΡΙΒΩΣ ένα λεπτό πριν φύγει το λεωφορείο.
Είσαι στην ουρά. Μπροστά σου έξι άτομα. Δεν είναι 10, για να σιχτιρίσεις, αλλά ούτε και δύο για να το εκλάβεις ως καλό οιωνό ενός ευχάριστου ταξιδιού, χωρίς ταλαιπωρία.
Πλησιάζεις στη Γη της Επαγγελίας που θα σου εξασφαλίσει ένα εισιτήριο για το ταξίδι της Κολάσεως. Μπροστά σου υπάρχει ένα μόνο άτομο, το τελευταίο πριν έρθει η σειρά σου.
Ερώτηση 1η: Τι άτομο είναι αυτό;
Απαντάμε γρήγορα χωρίς δεύτερη σκέψη. ΟΛΩΣ ΤΥΧΑΙΩΣ, είναι μία ηλικιωμένη κυρία που έχει βγάλει την επαναληπτική καραμπίνα και πυροβολεί με συνεχόμενες ερωτήσεις. «Τι ώρα θα φτάσουμε; Κάνει πολλές στάσεις; Επιτρέπεται να καθαρίσω φασολάκια μέσα; Γιατί ο Τσίπρας δεν βγάζει μειωμένο εισιτήριο και για εμάς βρε παιδάκι μου; Έχετε παιδάκια; Να σας ζήσουν».
Σκύβει να σηκώσει την τσάντα, προσφέρεσαι να βοηθήσεις, αλλά θέλει μόνη της. Πετάει ένα σχόλιο για τη νεολαία που έτσι πρέπει να είναι τη σήμερον ημέρα και αρχίζει την αναζήτηση των ψιλών. Ζητά τη βοήθειά σου στην πρόσθεση. Τα βρίσκετε παρεουλίτσα. Πληρώνει με τεράστια χαρά, ευγνωμοσύνη, ευχές για καλή σταδιοδρομία και μια καλή κοπέλα, μαζί και ένα πλατύ χαμόγελο που τα έχει ακριβώς.
Βγάζεις εισιτήριο, ρίχνεις το κατούρημα, βρίσκεις το λεωφορείο μετά από πεντέμισι λεπτά αγγελικονικολουλικής αναζήτησης.
Υπάρχει μια ταμπελάρα πάνω από το λεωφορείο που έχει φτιαχτεί ξεκάθαρα για τυφλούς. Γράφει Καλαμάτα. Στο θεόρατο παρμπρίζ του λεωφορείου πάνω δεξιά, με μεγάλα φωτεινά και κεφαλαία γράμματα, βγαλμένα από τα πιο υγρά όνειρα της Times Square ξαναγράφει: ΚΑΛΑΜΑΤΑ.
Η ίδια ηλικιωμένη κυριούλα του ταμείου πηγαίνει στον οδηγό που καπνίζει στο τιμόνι με την πόρτα ανοιχτή, αλλά χωρίς να επιτρέπει την είσοδο στο όχημά ΤΟΥ από «τόσο νωρίς».
Ερώτηση 2η: Τι τον ρωτάει η κυριούλα;
«Συγγνώμη νεαρέ. Καλαμάτα πάει αυτό;».
Έρχεται η ώρα για φόρτωμα αποσκευών. Έχεις μια διακριτική βαλιτσούλα. Το μόνο που σε νοιάζει είναι να μπει και να φτάσει μαζί σου στον κοινό σας προορισμό. Η κυριούλα, όμως, που φαίνεται ότι θα βρίσκεται ΠΑΝΤΟΥ μπροστά σου, είναι εκεί, σε έχει προφτάσει και πάλι. Κάπως έτσι:
Ερώτηση 3η: Τι αποσκευές έχει μαζί της;
Ένα σακ βουαγιάζ, μία αυγοθήκη που έχει ξεπαστρέψει ενάμιση κοτέτσι, μία σακούλα με άπλυτα, μία τσαντούλα με χάπια και ένα σκυλί. Κουτσό. Τσακώνεται με τον οδηγό για τον σκύλο και τον κράζει που δεν συμπεριφέρεται με στοργή στα αυγά.
Έρχεται η ώρα να μπεις στο ΚΤΕΛ. Έχεις κάνει αγώνα δρόμου και κατς μαζί για να πιάσεις πρώτη θέση στην ουρά της ΠΙΣΩ πόρτας που περιμένει τον ελεγκτή. Τα καταφέρνεις. Είσαι πρώτος, έτοιμος να δώσεις το εισιτήριό σου και να μπουκάρεις πριν απ' όλους, με τέτοια καύλα που θες να τρέξεις πάνω και να τους κάνεις κωλοδάχτυλα από το παράθυρο.
Ερώτηση 4η: Τι γίνεται σε εκείνο το σημείο;
Ανοίγει η ΜΠΡΟΣΤΙΝΗ πόρτα. «Από εδώ ελάτε», φωνάζει ο οδηγός. Έτσι του καύλωσε, έτσι θα γίνει. Μπαίνεις με τα πολλά. Βρίσκεις την αριθμημένη θέση σου.
Ερώτηση 5η: Ποια είναι η θέση σου;
Προφανώς και δεν θα ήσουν γαλαρία. Αλλά ούτε και κέντρο θα ήσουν. Είσαι Παναθηναϊκός, αλλά έχεις τη θέση «7». Μπροστά-μπροστά. Όχι τόσο μπροστά για να αγναντεύεις τη διαδρομή, ούτε τόσο πίσω για να γλιτώσει το αυτί σου από τις μουσικές επιλογές του Dj Μπλάκμαν Οδηγού.
Ερώτηση 6η: Τι συναντάς όταν πας να κάτσεις;
Ε, καλά. Προσωρινά φραγμένο ήταν στο στοίχημα ότι κάποιος άλλος θα καθόταν στη θέση σου. Πολύ ευγενικά, του εξηγείς (δεν του λες απλά) ότι αυτή είναι η θέση σου. Σηκώνεται ξενερωμένος. Κάθεσαι. Έχεις θέση παράθυρο. Yes! Η θέση αριστερά σου είναι άδεια. Λες να έρθει να κάτσει δίπλα μου επιτέλους Εκείνη;
Δηλαδή το ταξίδι με πλοίο είναι καλύτερο; Αμ δε...
Ερώτηση 7η: Ποιος έρχεται δίπλα σου;
Τα Yes και τα «Λες;» γίνονται «ω να σου», βλέποντας να πλησιάζει μπροστά σου, πάμε όλοι μαζί: Η ηλικιωμένη κυριούλαααα. Ξεκινά το ταξίδι. Φοράς ακουστικά και κάνεις χεντμπάνγκινγ με τις μουσικάρες σου. Κάποια στιγμή τα βγάζεις.
Ερώτηση 8η: Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που ακούς γύρω σου;
«Απ’ τον βορρά μέχρι τον νότο, να μ’ αγαπάς δεν βρήκα τρόπο». Καρράς. Όχι που δεν θα έπεφτες τζαστ στο ρεφρέν, πάνω στο τσακίρ μεράκλωμα του οδηγού. Ξαναφοράς ακουστικά, γέρνεις το κεφάλι σου να τον πάρεις λίγο. Κοιμάσαι.
Ερώτηση 9η: Τι σε ξυπνάει;
Ένα Γντουπ, Γντουπ, Γντουπ, δονεί το υποσυνείδητό σου, έχοντας γίνει και μέρος του σεναρίου του ονείρου σου. Τι ήχος είναι αυτός διάολε; Είναι το κεφάλι σου, που όσο κοιμόσουν κουτουλούσε στο παράθυρο. Η ώρα έχει περάσει. Η κυριούλα δίπλα σου τσατάρει με μία συνομήλικη στο απέναντι κάθισμα. Δυο καθίσματα μπροστά, λοξώς αριστέρα, μπανίζεις ΤΡΟΜΕΡΟ νέτο που δεν είχες προσέξει. Βρίσκεις μια πρόφαση και σηκώνεσαι να ρωτήσεις τον οδηγό πόση ώρα θέλουμε ακόμα;
Ερώτηση 10η: Τι εικόνα σχηματίζει για σένα το νέτο;
Έχεις μόλις σηκωθεί, σχεδόν καβαλώντας την κυριούλα που το παίρνει ως κοπλιμάν. Το μπροστινό αμάξι κάνει μανούβρα, ο οδηγός φρενάρει απότομα, βρίσκεσαι δυο θέσεις μπροστά, με την κυριούλα δίπλα σου και την άλλη απέναντί της να βγάζουν κραυγές αγωνίας και σοκαρίσματος, ρωτώντας «είσαι καλά παιδάκι μου, χτύπησες πολύ;», αφού πάντα η ντροπή έχει και συνέχεια. Το νέτο νομίζει ότι συνοδεύεσαι από τη γιαγιά σου. Ή σε περνά για ζιγκολούρα.
Φτάσατε. Έρχεται η ώρα να κατέβεις. Πας να πάρεις τη βαλίτσα σου. Περιμένεις να τη βρουν.
Ερώτηση 11η: Πού βρίσκεται η βαλίτσα;
Το μόνο που βλέπεις από τον οδηγό που έχει χωθεί με τα μπούνια στο χώρο των αποσκευών, τα δυο του πόδια εξέχουν και το μόνο που ακούς είναι κάτι ημιτελή ψελλίσματα «να σου γα@$%σω, έλα έξω μωρή, ωωωωπ εδώ είσαι, σε τσάκωσα». Το σχήμα της βαλίτσας σου, θυμίζει φρεσκοπλυμένο ρούχο που μόλις βγήκε απ' το πλυντήριο. Η μυρωδιά της, πάλι, όχι.
Όταν έχεις πλέον φτάσει, το πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι είναι ότι όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν. Και δεν εννοούμε το ταξίδι που μόλις έκανες. Αλλά τις μέρες που έχεις μπροστά σου μέχρι να ξανακάνεις το ίδιο δρομολόγιο με το λεωφορείο του τρόμου.