Τι έκανε ο Χριστούλης; Θυσιάστηκε για τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων, σήκωσε το Σταυρό του Μαρτυρίου, υπέφερε, λοιδορήθηκε, σταυρώθηκε. Και στο τέλος αναστήθηκε. Τι κάνει ο Μάστερ Ψήστερ, ο άνθρωπος που αναλαμβάνει σε κάθε σπίτι, σε κάθε παρέα, να ετοιμάσει και να ψήσει όλα αυτά που θα μασαμπουκώσουμε όλοι εμείς την Κυριακή του Πάσχα. Ο σπουδαίος αυτός Χριστιανός, ο χριστιανικότερος όλων, θυσιάζεται για τη δική μας καλοπέραση ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ, ιδρωκοπάει, τσικνίζεται, ξυπνάει χαράματα, «σταυρώνεται» και τελικά δεν ανασταίνεται. Αλλά είναι πάντα εκεί. Κάθε τέτοια μέρα. Πιστός στο ιερό καθήκον.
Ο σωστός ο ψήστης, ο τίμιος, είναι μια κατηγορία από μόνος του: θα επισκεφθεί τον χασάπη τον μερακλή αρκετές μέρες πριν. Θα υπολογίσει τα άτομα και θα παραγγείλει το κρέας – τουλάχιστον μιάμιση φορά πάνω από τα άτομα που υπολογίζει ότι θα ταϊσει, για να μην πω επί δυο για να είναι σίγουρος. Διότι ο σωστός ο ψήστης, ο τίμιος, είναι κιμπάρης: ακόμα κι αν ο κάθε καλεσμένος (ή ακάλεστος) φέρει μαζί άλλους δυο, πρέπει να φτάσει το φαγητό για όλους. Κι επειδή δεν μπορεί να πολλαπλασιάσει το αρνί και το κοκορέτσι όπως έκανε ο Χριστός, πολύ απλά φροντίζει να υπάρχουν αποθέματα: εκτός από το αρνί, εκτός από το κοκορέτσι, θα έχει και μερικά κιλά παϊδάκια να παίζουν στην καβάντζα. Και μερικά λουκάνικα. «Πιάσε και μερικά μπιφτέκια μάστορα. Αααα, και καμιά πανσετούλα…».
Ο Μάστερ Ψήστερ θα κάνει τις απαραίτητες ετοιμασίες από την προηγούμενη μέρα. Την ψησταριά του, τα κάρβουνά του, το μοτέρ του, το εφεδρικό μοτέρ. Θα ετοιμάσει το αρνί και θα το τυλίξει καλά για να είναι σε θέση μάχης την Κυριακή το πρωί. Θα πλύνει με τα χεράκια του τα εντόσθια για το κοκορέτσι, τόσο καλά, που δεν έπλυνε ποτέ ούτε τον εαυτό του πριν από ραντεβού με γκόμενα. Δεν θα αφήσει αυτή την απαιτητική – όσο και σιχαμερή – διαδικασία σε κανέναν άλλον, ούτε στο χασάπη, ούτε σε κανέναν συγγενή που θα προθυμοποιηθεί να βοηθήσει, διότι πρέπει εκείνος να ξέρει ότι όλα είναι λαμπίκο, ότι όλοι θα φάνε και θα ευχαριστηθούν, μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες.
Ο Μάστερ Ψήστερ θα ξυπνήσει χαράματα, για να ανάψει τη φωτιά. Με τον καφέ για παρέα, όταν όλοι κοιμούνται του καλού καιρού. Θα βάλει τα προσανάμματά του, θα ρίξει τα κάρβουνα, θα φτιάξει μια φωτιά τόσο ωραία που θες να πέσεις και να καείς μέσα της – όχι πολύ δυνατή για να μην αρπάξει το αρνί αλλά ούτε τόσο σιγανή, που να φτάσουμε απόγευμα για να φάμε. Θα υπολογίσει το χρόνο με ακρίβεια νευροχειρουργού – 2 το μεσημέρι, βαριά 2.30, πρέπει όλα να είναι έτοιμα. Θα βάλει το αρνί να γυρνάει, θα ελέγχει τη φωτιά, θα συμπληρώνει κάρβουνα όπου χρειαστεί, θα τα ανακατανέμει για να είναι παντού ομοιόμορφα, θα «πολεμάει» το λίπος που στάζει και φουντώνει τη φωτιά. Κάποια στιγμή, κατά τις 12 θα σκάσουν οι πρώτοι πρωινοί. «Επ, πώς πάμε εδώ; Όλα καλά; Πώς το βλέπεις μάστορα;» Ανόητο νεούδι, εσύ κοιμάσαι και η τύχη σου δουλεύει… Φυσικά όλα θα είναι έτοιμα στην ώρα τους, νόστιμα, σε αφθονία, όπως ακριβώς πρέπει. Όπως ακριβώς συμβαίνει κάθε χρόνο.
Θα προσπαθήσουν να σε ξεγελάσουν με μια μπύρα στο χέρι. Με κάτι προτροπές του τύπου «πήγαινε να ξεκουραστείς, το ελέγχω». Την τύφλα σου ελέγχεις, ξέρω ότι ήρθες να τσιμπήσεις μεζέ, να φας πετσούλα και ξέρω επίσης ότι αν το αφήσω στο χέρι σου, μπορεί να φάμε ένα αρνί καμένο από τη μια πλευρά και ωμό από την άλλη. Όχι κύριε! Εγώ θα έχω την αποκλειστική ευθύνη για το πασχαλιάτικο γεύμα, βοήθεια από τον εξώστη, σαν να είμαι η Ηλέκτρα στο Master Chef, δεν έχω ανάγκη.
Ο Μάστερ Ψήστερ τέλος, υπολογίζοντας το χρόνο με ευλάβεια, θα βάλει το κοκορέτσι την ώρα που πρέπει. Θα το πιάσει σαν μωρό, θα το τοποθετήσει στην «κούνια του» (τη δική του, μικρή σούβλα) και θα φροντίσει να τελειώσει το ψήσιμο λίγο πριν «βγει» το αρνί. Θα συνεννοηθεί με τις κυρίες ώστε οι σαλάτες και οι πατάτες να είναι έτοιμες την ίδια ώρα με το αρνί, θα ρίξει περίτεχνα μερικά λουκάνικα στη σχάρα, θα του πουν «βάλε και μερικά ψωμιά να ψηθούν» - θα βρει χώρο και γι’ αυτά. Είναι κουρασμένος αλλά νικητής. Είναι ιδρωμένος, αλλά ο ιδρώτας του που στάζει, μοιάζει με τη σαμπάνια της επιτυχίας. Μυρίζει ολόκληρος τσίκνα, θα χρειαστεί βιολογικό καθαρισμό, αλλά δεν τον νοιάζει. Έχουν καψαλιστεί μέχρι και οι τρίχες της ψυχής του, κοντεύει να πάθει ηλίαση μετά από τόσες ώρες στον ήλιο, έχουν σβηστεί τα αποτυπώματα από τα δάχτυλά του από τα καψίματα, αλλά δεν «μασάει». Έχει πιει τις μπύρες του, έχει τσιμπήσει μεζέδες, ξέρει ότι δεν πρόκειται να φάει μετά στο τραπέζι, αλλά όταν βλέπει την παρέα να εφορμά σαν αγέλη από καρχαρίες και να γλύφουν όλοι τα δάχτυλά τους, είναι μέσα του ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. Ένας Μάστερ Ψήστερ που έφερε για ακόμα μια χρονιά την Ιερή Αποστολή του εις πέρας.
Το απόγευμα θα τον βρει να κοιμάται σαν αρκούδα σε χειμερία νάρκη. Θα τον σεβαστούν όλοι και θα τον αφήσουν να ξεκουραστεί – οι μισοί άλλωστε κοιμούνται επίσης, χωνεύοντας σαν ανακόντα το κρέας που έφαγαν. Ένα ακόμα Πάσχα, έχει φαρδιά – πλατιά την υπογραφή του Μάστερ Ψήστερ. Η σοφία του, η επαγγελματική του ευσυνειδησία, η αυταπάρνησή του, για μια ακόμα χρονιά έδειξαν το δρόμο. «Άντε, του χρόνου θα αρχίσω να εκπαιδεύω σιγά – σιγά το μικρό», είπε για τέταρτη συνεχή χρονιά, με τον «μικρό» να έχει φτάσει πλέον τα 23…