Το να γίνεσαι ένας από τους πιο ακριβοπληρωμένους αστέρες του κινηματογράφου στο Χόλιγουντ δεν συμβαίνει σε αναπόδεικτους ηθοποιούς, αλλά ο Bruce Willis είναι από τις περιπτώσεις που στα δύσκολα, όχι μόνο κολύμπησαν, αλλά κατάφεραν να μείνουν και στο στερέωμα.
Γνωστός για τον ρόλο του απέναντι από τη Sybill Shepherd στο Moonlighting, ο Willis είχε μεγάλη τύχη όταν σχεδόν κάθε σημαντικός κορυφαίος άνδρας του κλάδου απέρριψε την ευκαιρία να γίνει πρωταγωνιστής ενός, όχι τόσο επιδραστικού εκείνη την εποχή σεναρίου, σε μία ταινία δράσης που άκουγε στο όνομα Die Hard Hard του John McTiernan.
Αν μη τι άλλο, ο μισθός του των 5 εκατομμυρίων δολαρίων αποδείχτηκε ευκαιρία όταν το Die Hard άνθισε στο box office, άλλαξε το πρόσωπο του κινηματογράφου δράσης, έκανε τον John McClane σύμβολο και έδωσε αφορμή για ένα franchise δισεκατομμυρίων δολαρίων. Από εκείνο το σημείο και μετά, ο Willis πολύ σπάνια δούλευε για πενταροδεκάρες. Κέρδισε οκταψήφιο ποσό πληρωμής για τα σίκουελ του Die Hard, το Last Man Standing του Walter Hill, το Armageddon του Michael Bay, ενώ το The Sixth Sense του M. Night Shyamalan τον αντάμειψε με μία από τις μεγαλύτερες οικονομικές ανταμοιβές στην ιστορία του κινηματογράφου, όταν στο συμβόλαιό του όριζε να δικαιούται μερίδιο από τα κέρδη.
Ο Willis ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του χώρου και ηθοποιός που έσπασε τα εισιτήρια για δεκαετίες, αλλά πάντα ήθελε να δοκιμάσει τον εαυτό του ως κάτι διαφορετικό. Το μειονέκτημα ήταν ότι επειδή είχε γίνει μια αίσθηση εν μία νυκτί σε μεγάλες και μικρές οθόνες, αυτές οι ευκαιρίες δεν έρχονταν πολύ συχνά. «Ποτέ δεν πέρασα από τη φάση να παίξω δεύτερους ρόλους, οπότε διασκεδάζω πολύ να τους κάνω τώρα», είχε πει σε συνέντευξη. «Έχω κάνει πολλές ταινίες τα τελευταία δύο χρόνια μόνο και μόνο επειδή ήθελα να τις κάνω. Έχω δουλέψει για λίγα ή καθόλου χρήματα. Το έκανα γιατί μου αρέσει να παίζω και δεν θέλω να είμαι πάντα το μεγάλο όνομα στην οθόνη».
Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, ο Willis τόνισε τη δραματική ταινία του 1994 ‘‘Nobody’s Fool’’, όπου πήρε την τρίτη θέση πίσω από τον Paul Newman και την Jessica Tandy, ως «ένα καλό παράδειγμα γιατί είναι μια τόσο απλή ταινία». Επίσης, έκανε την αστυνομική βιογραφική ταινία του 1991, ‘‘Billy Bathgate’’, μια ταινία που τον κατέταξε στην τέταρτη θέση στα credits πίσω από τους Dustin Hoffman, Nicole Kidman και Loren Dean. Ανέφερε, ωστόσο, το Pulp Fiction ως άλλο παράδειγμα, αλλά κανείς δεν θα πρότεινε ότι η ταινία που καθόρισε μια εποχή –ή η δουλειά του σε αυτήν– και που αγνοήθηκε όταν ήταν το μεγαλύτερο όνομα στο σύνολο. Σε χρηματική κλίμακα όμως, ήταν σίγουρα ένα από τα πιο μικρά πράγματα που είχε δουλέψει για πολύ καιρό.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι μας λείπει πολύ από την μεγάλη οθόνη, σε μικρό ή μεγάλο ρόλο.