Ποιος δεν έχει πετάξει έστω και μία φορά στη ζωή του δυναμιτάκι; Ας μην κρυβόμαστε, όλοι μας το έχουμε κάνει και μπορεί να θέλουμε και φέτος να κάνουμε αλλά πλέον ντρεπόμαστε μιας κι έχουμε κάπως μεγαλώσει.
Κι όμως θυμάμαι ακόμη και σήμερα τον πατέρα μου που έφτιαχνε αυτοσχέδια δυναμιτάκια με τσουβάλια από τσιμέντο στην αυλή του χωριού. Δεν υπήρχε καλύτερη εποχή για εμένα όταν ήμουν παιδί. Άλλωστε όλα τα αγόρια έχουν μέσα τους τη μανία με τα δυναμιτάκια.
Το Πάσχα δεν θα ήταν ίδιο χωρίς την Βαρβάκειο
Τα δυναμιτάκια είναι μία παράδοση που την έχουμε από παλιά στην Ελλάδα. Σίγουρα η παράδοση αυτή φέρνει και ατυχήματα. Εγώ προσωπικά ποτέ δεν είχα πάθει κάτι, μιας και ήμουν πολύ προσεκτικός, ακόμη και σαν παιδί.
Θυμάμαι πως περίμενα πως και πως να έρθει εκείνη η ώρα και να μου πει ο παππούς μου στο χωριό να πάμε να αγοράσουμε όλα εκείνα τα παράνομα δυναμιτάκια από τον μπακάλη στην πλατεία που τα έφερνε στη ζούλα και τα πούλαγε στα παιδιά. Τελικά όμως οι καλύτεροι αγοραστές καταλήγανε πάντα να είναι οι μεγάλοι, δηλαδή οι πατεράδες μας.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που αγοράζαμε παράνομα δυναμιτάκια ακόμη και στο σχολείο, ακριβώς πριν και κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας. Σίγουρα κάποιοι από εσάς έχετε πάει σχολείο στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και ξέρετε πολύ καλά για τι πράγμα μιλάω εδώ.
Όλοι είχαμε από ένα κωλοφτιαγμένο παπάκι και από κάτω στην «καούκα» όπως λέγαμε το μπαγκάζι, οι «έμποροι» είχαν το δικό τους απόθεμα από Μινέρβα και Μεφίστο. Μετά ήταν και τα μακρουλά τα πράσινα τα Γερμανικά, τα οποία έκαναν πολύ μεγάλο κρότο.
Θυμάμαι πως μάζευα λεφτά από τη νονά και τη γιαγιά μου και αντί να τα τρώω σε παγωτά (που αυτή την περίοδο ξεκινούσε εκείνη η καταμέτρηση για το ποιος έχει φάει τα πιο πολλά πριν από το καλοκαίρι) εγώ πήγαινα και τα έδινα σε σπιρτόκουτα (μεγάλα) και σε κούτες με γουρούνες και Μινέρβες.
Η Μεγάλη Εβδομάδα είναι αυτό που λέμε το ζέσταμα που κάναμε με τα πυροτεχνήματα και τα δυναμιτάκια, πριν από την Μεγάλη Βραδιά, δηλαδή την Ανάσταση που καίγαμε τον Ιούδα στην πλατεία του χωριού, απέναντι από τον Άγιο Γεώργιο.
Εκεί γινόταν το έλα να δεις. Αλλά όποιος ήθελε να το παίξει «μούρη» έπρεπε να έχει πυρομαχικά από πολύ πριν, δηλαδή από την Μεγάλη Δευτέρα έπρεπε να έχει προμηθευτεί τα πάντα. Και από μία ηλικία και μετά (δηλαδή από 14 και πάνω) αν είχες μόνο σκορδάκια και πεταλούδες, τότε δεν ήσουν μάγκας. Αν είχες όμως στην τσέπη σου γουρούνες, η συμμορία του Πάσχα σε θεωρούσε δικό τους.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχαμε σπάσει υδρορροές καθώς πετούσαμε μέσα στα σπίτια των γειτόνων γουρούνες. Πόσες και πόσες φορές δεν είχαμε σπάσει κουβάδες και τούβλα με αυτά τα πράγματα; Άπειρες. Και κάθε νύχτα στο χωριό τη Μεγάλη Βδομάδα ήταν ένα πάρτι για τον αυτοσχέδιο πολεμοχαρή έφηβο που όλοι κρύβαμε μέσα μας.
Σίγουρα κάποιοι το είχαν παρακάνει και φτιάχναμε ακόμη και δυναμιτάκια από σίδερο, τα αποτελέσματα όμως ποτέ δεν ήταν καλά γι’ αυτούς μιας και κάθε χρόνο όλο και κάποιος έχανε κάποιο δάχτυλο. Εμείς παραμέναμε πιστοί στα χάρτινα, δηλαδή τα κλασικά δυναμιτάκια.
Μου λείπει αυτή η περίοδος πολύ μιας και πλέον όλοι μας έχουμε σοβαρευτεί και δεν κρύβουμε στην καμπαρντίνα μία κούτα από γουρούνες.
Φέτος όμως λέω να το γυρίσω πάλι στα σκορδάκια μπας και θυμηθώ κάτι από όλη εκείνη την περασμένη δόξα.