Μας λέτε «ρηχούς» και «ντενεκέδες» εμάς που βλέπουμε Marvel. «Ακούλτουρους» μας ανεβάζετε, «υποκουλτουριάρηδες» μας κατεβάζετε. Ότι προτιμάμε τα εύπεπτα, τα ωραία εφέ, τις ταινίες «ποπ κορν» και τα multiplex, λες και κάνουμε τίποτα κακό και δεν το ξέρουμε. Ε, ΔΕΝ ΣΑΣ ΧΑΛΑΣΕ ΠΟΥ ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΜΑΡΒΕΛΙΣΤΑΣ ΜΕ ΤΟ «BLACK PANTHER» ΣΗΚΩΣΑΜΕ ΤΡΙΑ ΟΣΚΑΡΑΚΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΛΑΝΘΙΜΙΚΟΙ ΕΝΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΖΟΡΙ!
Με κάθε σεβασμό φυσικά στον Έλληνα δημιουργό και στην τεράστια προσπάθειά του με την «Ευνοούμενη», που συγκίνησε κοινό και κριτικούς και μίλησε στις καρδιές εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο και φυσικά πήρε το σημαντικότατο βραβείο του Α’ Γυναικείου, έχω να πω το εξής: αν δεν ήταν η παράγκα του Χόλιγουντ, να μας στερήσει το σιγουράκι για τα Οπτικά Εφέ, που έπρεπε να πάρει χωρίς δεύτερη κουβέντα και χωρίς πολλά – πολλά το «Avengers – Infinity War», η Μαρβελάρα – έχω τρέλα – μέσ’ το μυαλόοοοοο, θα είχε σηκώσει τέσσερις αγαλματάρες. Αλλά μας άφησαν στα τρία: Καλλιτεχνική Διεύθυνση, Κοστούμια και Μουσική. Ένας «Μαύρος Πάνθηρας» - τρία και να καίνε. Μια στρατιά πολεμιστών - τρία και να πονάνε. Από πίσω κι από μπρος (εντός και εκτός έδρας δηλαδή, και στην Ουακάντα και στη Νέα Υόρκη). Με το ποπ-κορν και το αναψυκτικό στο χέρι σας έχουμε, χαλαρά.
Εμείς οι Μαρβελικοί δεν θα πάρουμε πιθανότατα ποτέ Όσκαρ Α’ Αντρικού ή Α’ Γυναικείου, όσο φιλότιμες προσπάθειες κι αν κάνει ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ ή η Σκάρλετ Γιόχανσον. Δεν μας καταδέχονται τα μπαρμπάδια της Ακαδημίας και οι τύποι με τα παπιγιόν για Όσκαρ Σκηνοθεσίας ή Καλύτερης Ταινίας – λες και υπάρχουν πιο άρτια σκηνοθετημένες ταινίες από τις δαντέλες της Marvel. Θα μας θεωρούν πάντα «παρίες» των βραβείων, κάτι ταινίες που απευθύνονται σε παιδάκια ή μεγάλους που αρνούνται να μεγαλώσουν, που φτιάχνονται σε υπολογιστές και δεν έχουν «τη ματιά του δημιουργού, που περιπλανιέται στην ομίχλη για μερόνυχτα, ώστε να βρει το κατάλληλο πλάνο». Να προσέχει ο καλλιτέχνης μόνο εκεί που περπατάει στην ομίχλη, μην πατήσει τίποτα σβουνιές ή πέσει σε κανένα ρυάκι και σκίσει κανένα καλσόν…
Εμείς οι Μαρβελίστας όμως θα γεμίζουμε τις αίθουσες ξανά και ξανά. Θα πουλάμε εισιτήρια σαν φρέσκα κουλούρια. Θα μπαίνουμε με ανυπομονησία στην αίθουσα για να δούμε την εξέλιξη της ιστορίας και – κυρίως – θα φεύγουμε ενθουσιασμένοι, ευχαριστημένοι και «γεμάτοι». Θα γυρνάμε σπίτι μας με μάτια γουρλωτά απ’ αυτό που είδαμε και θα συζητάμε για το τι μπορούμε να δούμε στην επόμενη ταινία, με βάση την έξτρα σκηνή που παίχτηκε στο τέλος, μετά τα γράμματα. Πιθανότατα εμείς οι Μαρβελίστας δεν θα γίνουμε «καλύτεροι άνθρωποι» βγαίνοντας από μια ταινία, δεν θα ανακαλύψουμε τον «εσωτερικό μας κόσμο» και δεν θα «αγγίξουμε τα βαθύτερα συναισθήματά μας», αλλά θα έχουμε εκπληρώσει έναν από τους βασικούς «όρους» του κινηματογράφου: θα έχουμε περάσει καλά. Πραγματικά καλά. Θα έχουμε περάσει δυο ώρες από τη ζωή μας χωρίς σκοτούρες, θα έχουμε γελάσει, θα έχουμε δει εφέ που δεν φανταζόμαστε ότι μπορεί αν υπάρχουν, τύπους που πετάνε, υπερήρωες, ανατροπές, ξύλο και πιστολίδι.
Αν όλα τα παραπάνω μας κάνουν «τενεκέδες», ε τότε είμαστε τενεκέδες! Τιμή μας και καμάρι μας! Αλλά τενεκέδες με τρία Όσκαρ στις αποσκευές μας και αν χαλιέται κανείς, εμείς οι τίμιοι και αφοσιωμένοι Μαρβελίστας, κερνάμε ένα μπουκάλι ξίδι.