Αφήστε για λίγο στην άκρη τις πολιτικές/ οπαδικές σας προτιμήσεις γύρω από το θέμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ και τη Συμφωνία των Πρεσπών και ας κάνουμε ένα μικρό ταξίδι στο χρόνο: ας πούμε ότι το Σάββατο, μια μέρα πριν το συλλαλητήριο στο Σύνταγμα, πηγαίναμε σε ένα πρακτορείο για να φτιάξουμε ένα custom στοίχημα, όπως κάνουν π.χ. στην Αγγλία και λέγαμε στον άνθρωπό μας τα εξής: «Θέλω να παίξω ένα στοίχημα, όπου την Κυριακή θα έχει πολύ κόσμο στο Σύνταγμα, κάποια στιγμή μερικοί τύποι με κουκούλες θα κάνουν ένα χοντρό τσαμπουκά, η Αστυνομία θα ρίξει δακρυγόνα και κάπως έτσι θα ψιλο-διαλυθεί ο κόσμος. Τι απόδοση μου δίνεις;» Η απάντησή του θα κυμαινόταν από «φραγμένο» μέχρι 1.02 στην καλύτερη περίπτωση. Διότι κάποια πράγματα είναι βουλωμένο γράμμα.
Υπάρχουν κι άλλα «βουλωμένα γράμματα» σε ό,τι είχε να κάνει με το συλλαλητήριο του Συντάγματος: ότι μια ολόκληρη «στρατιά» ανθρώπων, πριν, μετά κι ανάμεσα, θα προσπαθούσε να αποδομήσει, να γελοιοποιήσει και να πλήξει επικοινωνιακά όλη αυτή την ιστορία, εστιάζοντας σε χλαμύδες, περικεφαλαίες και γραφικές φάτσες που εντοπίστηκαν στο Σύνταγμα και τους γύρω δρόμους. Ότι θα είχαμε «πεσίματα» σε ανθρώπους που έφευγαν από το Σύνταγμα – κατά προτίμηση σε αυτούς που κινούνταν μόνοι τους ή το πολύ δυο – δυο. Ότι η Αστυνομία θα έλεγε μετά «Ε, τι να κάνουμε; Κάποιοι προσπάθησαν να μπουν στο Κοινοβούλιο και ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία». Και ότι θα είχαμε, όπως συμβαίνει πάντα, μια τεράστια απόκλιση στον αριθμό του κόσμου που κατέβηκε στο Σύνταγμα: από 60.000 μέχρι 2 εκατομμύρια. Αναμενόμενα όλα τα παραπάνω – εκτός από το έλλειμμα Δημοκρατίας που τάχα μου όλοι προασπιζόμαστε.
Δεν κατέβηκα στο Σύνταγμα το μεσημέρι της Κυριακής, αλλά σέβομαι απεριόριστα τους ανθρώπους που αποφάσισαν να πάνε, από την Αθήνα και από όλα τα μέρη της Ελλάδας, από χώρες της Ευρώπης ή την άλλη άκρη του κόσμου, για να διαμαρτυρηθούν γι’ αυτό που τους πονάει, που τους εξοργίζει, που τους στενοχωρεί – διότι κατέβηκαν για να διαδηλώσουν ΕΙΡΗΝΙΚΑ. Έχοντας βιώσει στο πετσί μας ένα σωρό πορείες, συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις και μαζώξεις όλα αυτά τα χρόνια που ήταν γεμάτες σπασίματα, ανοιγμένα κεφάλια, μολότοφ και καδρόνια, νομίζω πως μπορούμε να «ανεχτούμε», να αγκαλιάσουμε ή να διευκολύνουμε μια ειρηνική διαμαρτυρία, είτε συμφωνούμε, είτε διαφωνούμε – αυτό ακριβώς είναι και το νόημα της Δημοκρατίας. Κι από τη στιγμή που κατέβηκαν για να φωνάξουν και όχι να σπάσουν, να τραγουδήσουν και όχι να κάψουν, να ακούσουν ομιλίες και όχι να ρημάξουν αυτοκίνητα και καταστήματα, είχαν κάθε δικαίωμα να βρίσκονται εκεί. Όποιο κι αν είναι το πολιτικό τους background. Ό,τι και να ψήφισαν ή προτίθενται να ψηφίζουν. Όποιας ηλικίας ή μόρφωσης ή κοινωνικής τάξης κι αν είναι.
Αυτό που δεν έχουμε δικαίωμα να κάνουμε ή να ανεχθούμε ή να παρακολουθούμε στρέφοντας το κεφάλι από την άλλη, είναι ένα έργο του οποίου το σενάριο ξέρεις σκηνή – σκηνή: τύποι με κουκούλες, τσαμπουκάς, ρίψη δακρυγόνων, τέλος της σεμνής τελετής. Βαρετό, διότι ήταν γνωστό πριν πέσουν τα γράμματα της αρχής του έργου. Επικίνδυνο, διότι τα χημικά έπεσαν σε έναν χώρο με πάρα πολύ κόσμο, που δεν μπορούσε εύκολα να ξεφύγει από το δηλητήριο που γέμιζε τα πνευμόνια του, με ηλικιωμένους ανθρώπους, με μικρά παιδιά, με συνανθρώπους μας που δεν είχε τύχει ποτέ να «φάνε» δακρυγόνα σε κάποιο γήπεδο ή κάποια πορεία. Σιχαμένο, διότι μια Δημοκρατία οφείλει να σέβεται και να ακούει το διαφορετικό, την άλλη άποψη, τον απέναντι, χωρίς να τον φιμώνει ή να τον ποτίζει χημικά. Δυο φορές «περίεργο» και «ύποπτο» από μια κυβέρνηση, που έκανε παντιέρα και μοχλό πίεσης τις πορείες και τις διαδηλώσεις και τους «Αγανακτισμένους» και τους «Δεν Πληρώνω», αλλά αίφνης εμφανίζει μια «αλλεργία» απέναντι σε όποιον επιλέγει τη διαμαρτυρία στο δρόμο και όχι στο facebook…
Υ.Γ.: Κάτι τελευταίο, για να μην μπερδευόμαστε: όποιος κρατάει μια ελληνική σημαία ή έχει ζωγραφισμένη τη γαλανόλευκη πάνω στο κράνος της μηχανής του ή στο αυτοκίνητό του, δεν είναι απαραίτητα φασίστας, ακροδεξιός ή Χρυσαυγίτης. Υπάρχουν και τέτοιοι ανάμεσά μας, «χώθηκαν» στο Σύνταγμα όπως κάνουν σχεδόν πάντα, προσπάθησαν να καπηλευτούν το συλλαλητήριο και να το χρωματίσουν με το εμετικό τους χρώμα, αλλά ήταν η ισχνή μειοψηφία και όχι η «φωνή» ή η «ψυχή» της διαμαρτυρίας.