Ας ξεκινήσουμε ανάποδα, λέγοντας τι είδους Αστυνομία ΔΕΝ θέλουμε: δεν θέλουμε άλλους «Κορκονέες», ανθρώπους που σηκώνουν το όπλο τους και πυροβολούν επειδή έτσι γουστάρουν, επειδή δεν τους αρέσει η φάτσα αυτού που στέκεται απέναντι, επειδή μπορεί να τους έβρισαν ή να τους «έκοψε» για «κακοποιά στοιχεία». Δεν θέλουμε μια Αστυνομία που λειτουργεί ανεξέλεγκτα, όπως συμβαίνει πολλές φορές στις ΗΠΑ, με ένα σωρό πυροβολισμούς αστυνομικών κατά ανθρώπων που σταμάτησαν σε έλεγχο ρουτίνας και τους σκότωσαν επειδή δεν έπεσαν στα γόνατα ή τους αντιμίλησαν – «όλως τυχαίως» τα περισσότερα θύματα είναι μαύροι ή λατίνοι. Δεν θέλουμε Αστυνομία με νοοτροπία και λογική καουμπόι, που επειδή έχουν ένα γκλομπ, ένα όπλο και μια στολή, νομίζουν ότι μπορούν να χτυπάνε όποιον γουστάρουν, να τραμπουκίζουν, να τρομοκρατούν, να απειλούν ή να πυροβολούν αυτούς που οφείλουν να «υπηρετούν». Και σίγουρα δεν θέλουμε αστυνομικούς που «ντύνονται Δικαστές Ντρεντ» και αποδίδουν οι ίδιοι δικαιοσύνη, αντί να συλλάβουν, να προσάγουν και να οδηγήσουν στο Δικαστήριο όποιον έχει παραβατική συμπεριφορά.
Τι είδους Αστυνομία όμως θέλουμε; Θέλουμε τον αστυνομικό να σέβεται τους Νόμους και να προστατεύει εμάς, τις οικογένειές μας και τις περιουσίες μας από τους ληστές και τους κάθε είδους κακοποιούς, πάντα με σεβασμό στον όρκο που έχει πάρει, τη θέση που κατέχει, το δημόσιο ρόλο του και τις εκάστοτε περιστάσεις και καταστάσεις. Θέλουμε να αισθανόμαστε ότι ο αστυνομικός δεν είναι ένας «ευνουχισμένος κρατικός λειτουργός», που φέρει ένα όπλο για «μόστρα» και τρέμει να το χρησιμοποιήσει μην τυχόν και μπλέξει, κατηγορηθεί, δικαστεί, καταδικαστεί, αποταχθεί και στιγματιστεί για μια ζωή. Θέλουμε να κάνει αυτό που πρέπει, χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς «εκπτώσεις» και χωρίς δισταγμούς – αλλιώς δεν έχει ρόλο ύπαρξης.
Πάμε τώρα στα της επικαιρότητας
Ο αστυνομικός στην Κηφισιά, σύμφωνα με τα όσα διαβάζω, έκανε «αυτό που έπρεπε»: γύριζε σπίτι του και είδε δυο άγνωστους να βάζουν δια της βίας μια 82χρονη σε ένα αυτοκίνητο, μια γειτόνισσα που έτυχε να τη γνωρίζει. Δεν ξέρω γιατί κάποιοι τονίζουν το «ήταν εκτός υπηρεσίας»: ο αστυνομικός είναι πάντα αστυνομικός, είτε συμβεί κάτι στο οκτάωρό του, είτε μέσα στην άγρια νύχτα, στις διακοπές του ή σε μια βόλτα με το παιδί του στο πάρκο, αυτή είναι η ευλογία και η κατάρα της συγκεκριμένης δουλειάς. Ο αστυνομικός λοιπόν ακολούθησε το αυτοκίνητο των επίδοξων απαγωγέων, τους πρόλαβε, κατέβηκε και συνεπλάκη με τον έναν, όπου σύμφωνα με όσα κατέθεσε ο αστυνομικός, ο άντρας του πρότεινε περίστροφο – τότε ο αστυνομικός τράβηξε το όπλο του και πυροβόλησε πρώτος, στον αέρα και μετά προς τα κάτω. Στη συνέχεια οι δυο άγνωστοι μπήκαν στο αυτοκίνητο και έφυγαν, ο αστυνομικός πήρε την ηλικιωμένη κυρία στο αυτοκίνητό του και την πήγε σπίτι της, ενώ είχε ειδοποιήσει την Άμεση Δράση.
Η συνέχεια είναι γνωστή και συνάμα τραγική: ο ένας εκ των δραστών υπέκυψε στα τραύματά του, λίγη ώρα αφού ο συνεργός του τον άφησε στο νοσοκομείο. Κανείς δεν «αξίζει να πεθαίνει», σε έναν τέλειο και ιδανικό κόσμο θα ζούσαν όλοι, θα λογοδοτούσαν στη Δικαιοσύνη και θα έπαιρναν το δρόμο προς τη φυλακή, αλλά δεν ζούμε σε έναν ιδανικό κόσμο. Ο νεκρός δράστης ήταν Ρομά και σεσημασμένος για απόπειρα δολοφονίας το 2009 – ούτε το παρελθόν του παίζει ρόλο, μόνο η «στιγμή» μετράει και τι έκανε στο συγκεκριμένο περιστατικό. Και ο αστυνομικός οδηγήθηκε στον Εισαγγελέα, για ανθρωποκτονία από πρόθεση.
Δεν γνωρίζω αν αυτή είναι η «τυπική διαδικασία», αν θα απαλλαχθεί ο αστυνομικός ή θα «μπλέξει», αν θα τραβήξει πολύ η ιστορία ή θα κλείσει γρήγορα. Φαντάζομαι πως αν αποδειχθεί ότι ο δράστης όντως πρότεινε το όπλο του και ο αστυνομικός πυροβόλησε πρώτα στον αέρα, τότε ακολουθήθηκαν όλες οι προβλεπόμενες διαδικασίες – αν τα πράγματα έγιναν διαφορετικά, θα το μάθουμε και θα είναι ανάλογες και οι συνέπειες της πράξης του αστυνομικού. Αυτό που ξέρω, είναι ότι αν στη θέση της 82 κυρίας που κάποιοι προσπάθησαν να απαγάγουν, ήταν η μητέρα μας, η γιαγιά μας, η αδελφή μας ή η κόρη και τύχαινε να περνάει αστυνομικός από μπροστά, σε υπηρεσία ή εκτός υπηρεσίας, θα θέλαμε να κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί για να τη σώσει.
Αν ο αστυνομικός της ιστορίας ακολούθησε όλες τις προβλεπόμενες διαδικασίες αλλά τελικά «μπλέξει», αν υπάρξει «κοινωνική κατακραυγή» και κάποιοι το γυρίσουν στο «τσάμικο και το καλαματιανό» για τις «κοινωνικές αδικίες κατά των Ρομά» και ένα κομμάτι της κοινής γνώμης δει στο πρόσωπό του έναν «νέο Κορκονέα», τότε φοβάμαι ότι την επόμενη φορά που ένας αστυνομικός θα δει μια απόπειρα απαγωγής ή δολοφονίας να συμβαίνει δίπλα του, θα κοιτάξει από την άλλη και θα σφυρίξει αδιάφορα. Για να μη «μπλέξει». Για να μην «τραβιέται» μετά για μια ζωή, για να μην στιγματιστεί και δέχεται απειλές, κατάρες και «επισκέψεις» στο σπίτι του, για να μην βλέπει τη φάτσα του πρωτοσέλιδο σε συγκεκριμένες ιστοσελίδες και φυλλάδες που «εμπορεύονται ανθρωπισμό» και «πουλάνε ήθος» σε πολύ φιλικές τιμές…
Για να μας σέβεται ο (καλός) αστυνομικός, αυτός που σέβεται τους Νόμους και τη δουλειά που κάνει, πρέπει πρώτα να τον σεβαστούμε εμείς – ως Κοινωνία, ως Πολίτες, ως Δημοσιογράφοι, ως Κοινή Γνώμη. Να τον κρίνουμε αλλά να μη τον κατακρίνουμε χωρίς να ξέρουμε όλη την ιστορία. Να μη τον «σταυρώσουμε» επειδή έκανε χρήση του υπηρεσιακού του όπλου, αν δεν γνωρίζουμε κάτω από ποιες συνθήκες το έκανε. Αν υπερέβη τα εσκαμμένα, αν υπήρξε «παράβαση καθήκοντος», ας αναλάβει η Δικαιοσύνη να πράξει τα δέοντα – αν όμως λειτούργησε μέσα στο πλαίσιο του Νόμου και του καθήκοντος, ας του πούμε ένα «μπράβο». Δεν θα το ακούσει μόνο αυτός το «μπράβο», αλλά κι ο συνάδελφός του που στέκεται εκεί γύρω.