Αν μεγάλωσες την δεκαετία του ’90, σίγουρα θα θυμάσαι εκείνη την στιγμή. Που σύσσωμη η ελληνική οικογένεια μαζευόταν στο σαλόνι γιατί πλησίαζε η ώρα για να δει το αγαπημένο της πρόγραμμα. Από ψυχαγωγικές εκπομπές μέχρι ενημερωτικές, η άφιξη της ιδιωτικής τηλεόρασης στη ζωή μας ήταν ένα μεγάλο ψυχαγωγικό πανηγύρι – και δεν το λέω με την αρνητική έννοια.
Εκτός από τις πρώτες ξένες σειρές, ήρθαν ελληνικές παραγωγές και πολλά ντοκιμαντέρ, με αποτέλεσμα κάθε ζώνη ώρας να έχει το δικό της κοινό. Κρατάμε όμως αυτό: ότι κάποτε η τηλεόραση ήταν κάτι στο οποίο όλοι είχαμε επενδύσει ο καθένας με τον τρόπο του. Και η ερώτηση είναι τι μένει σήμερα από το αλλοτινό πλούσιο και φαντασμαγορικό πανηγύρι;
H τηλεόραση μίας άλλης εποχής
«Όταν είσαι νέος κοιτάζεις την τηλεόραση και νομίζεις πως πρόκειται για κάποιου είδους συνωμοσία. Ότι τα κανάλια έχουν συνωμοτήσει για να μας κάνουν χαζούς. Μετά όμως μεγαλώνεις και αντιλαμβάνεσαι πως αυτό δεν είναι αλήθεια. Τα κανάλια έχουν δουλειά γιατί δίνουν στο κοινό ακριβώς αυτό που θέλει».
Τα λόγια αυτά ήταν του μεγιστάνα της Apple, Steve Jobs. Ο καθένας μπορεί να σκεφτεί ό,τι θέλει για τα συμφέροντα και τα κατευθυνόμενα μηνύματα που γίνονται καθημερινά από την τηλεόραση, αλλά μία ακόμη μεγάλη αλήθεια είναι πως υπάρχει και η ποιοτική πλευρά της. Τα καλά προγράμματα. Οι ωραίες ενημερωτικές εκπομπές με τα διασταυρωμένα ρεπορτάζ. Οι ελληνικές σειρές που οι ατάκες τους έχουν αποκτήσει πλέον μία καλτ ταυτότητα και αυτός είναι ο λόγος που παραμένουν μοναδικές μέχρι και σήμερα. Υπάρχουν άνθρωποι που χάρη σε αυτή αναδείχθηκαν. Παρουσιαστές και δημοσιογράφοι, σκηνοθέτες και ηθοποιοί. Ένα σωρό φιγούρες που ειδάλλως δεν θα γνωρίζαμε, αλλά είχαν κάτι να πουν.
Αυτός ακριβώς ήταν και ο πρωταρχικός στόχος της τηλεόρασης. Να μεταδώσει ιδέες και πράγματα από ενδιαφέροντα πρόσωπα με στόχο να κάνει το κοινό να κερδίσει κάτι. Και με MEGA ή χωρίς MEGA, η αλήθεια είναι ότι σήμερα η τηλεόραση δεν θυμίζει ούτε στο απειροελάχιστο εκείνη την χρυσή εποχή της. Και όχι τόσο λόγω της έλλειψης χρημάτων, όσο της έλλειψης ποιοτικών προγραμμάτων.
Μέσα από αυτή και όχι σε αυτή
Θέλω να φανταστείτε τους πιτσιρικάδες που βρίσκονται τώρα στα 25 τους χρόνια. Έχουν μάθει τι σημαίνει podcast, έχουν σχεδόν όλοι έναν λογαριασμό στο Netflix και βρίσκονται διαρκώς συνδεδεμένοι στα social media για να μαθαίνουν ειδήσεις και να βλέπουν teasers από τα προσεχή τηλεοπτικά προγράμματα. Τα αγαπημένα τους αλλά και όλα τα καινούργια που δεν έχουν έρθει ακόμα. Η νέα γενιά που θα ανοίξει δικό της σπίτι, αυτοί οι 25αρηδες που θα φτάσουν στα 30, δεν θα κοιτούν την τηλεόραση πλέον σαν μέσο ψυχαγωγίας, αλλά ως τον μεσάζοντα που θα τους βοηθήσει να δουν σε καλύτερη εικόνα την αγαπημένη τους -Amazon, Hulu, Netflix ή ό,τι άλλο βγει- ταινία.
Όμως αυτό γίνεται ήδη. Έτσι δεν είναι; Αγοράζουμε πλέον τις οθόνες για τα video games, τις ταινίες και ενδεχομένως τα δορυφορικά ξένα κανάλια. Κανείς δεν έχει στο μυαλό του ότι πρέπει να βάλει στο σαλόνι του μία τηλεόραση που θα του επιτρέψει να βλέπει τα αγαπημένα του προγράμματα. Οι μόνοι που έχουν μείνει δέσμιοι της συνήθειας είναι οι ηλικιωμένοι που έχουν μείνει ριζωμένοι στην ιδέα του «ζάπινγκ». Τι γίνεται όμως όταν έχει χαθεί ακόμη και αυτή η έννοια; Όταν δεν υπάρχουν εναλλακτικά προγράμματα; Όταν άνθρωποι σαν τον 70χρονο πατέρα μου ανακαλύπτουν τα podcasts και αντιλαμβάνονται πως μία σύνδεση στο Internet, δεν είναι μόνο για να πληρώνεις λογαριασμούς.
Η αποδεδειμένα αποτυχημένη συνταγή
Το πρόβλημα της νέας ελληνικής τηλεόρασης σήμερα είναι σίγουρα τα λεφτά, αλλά πολύ περισσότερο η απώλεια των σύγχρονων ιδεών. Όπως και σε τόσα άλλα μέσα, υπάρχει τέτοια ανάγκη για γρήγορα αποτελέσματα στον βωμό της θεαματικότητας και των συμφωνιών που επιτυγχάνονται χάρη σε αυτές, που δεν υπάρχει ουσιαστικός χώρος για δοκιμές και νέες ιδέες. Και αν υπάρχει, ο χρόνος που καλούνται να δείξουν αποτελέσματα είναι τόσο μικρός που κόβονται πριν καλά-καλά ξεκινήσουν.
Έτσι, καταφύγαμε στην παλιά καλή τηλεοπτική συνταγή, που μας θύμισε μια άλλη καλύτερη εποχή και κάκιστη συνήθεια: την δημιουργία της ίντριγκας. Η ίντριγκα ειδικότερα, είναι το πρόβλημα της σύγχρονης τηλεόρασης, η τρικλοποδιά στην ανάπτυξή της. Είναι παντού, προσπαθεί να μπει παντού και προσπαθεί να επηρεάσει τους πάντες ακόμη και εκεί που ουσιαστικά δεν έχει θέση. Είναι η πεμπτουσία της κάθε reality εκπομπής ανά τον κόσμο και της εκάστοτε πολιτικής συζήτησης. Έρχεται για να προκαλέσει, για να δημιουργήσει στρατόπεδα, να μεταλλάξει ιδέες και να καταρρίψει ορθά ιδεώδη. Έρχεται να προωθήσει το κουτσομπολιό, την ματιά μέσα από την κλειδαρότρυπα και την μερική γνώση εκτοξεύοντας τα επίπεδα της ημιμάθειας. Το πρόβλημα, είναι πως το κάνει με την τόσο ξεπερασμένη συνταγή που δεν προλαβαίνει να φυτρώσει στα πιο προοδευτικά μυαλά της νέας γενιάς που την φτύνει κατάμουτρα. Οι πιτσιρικάδες που αναφέρθηκαν παραπάνω, έκαναν κάτι πιο επαναστατικό που κανένα τμήμα μάρκετινγκ δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι θα χρειαζόταν να αντιμετωπίσει μία τέτοια απειλή: ανακάλυψαν πως δεν την έχουν ανάγκη.
Το έτος 0
Οι προβολές που έχουμε μέσα από κανάλια του εξωτερικού και τα προγράμματά τους (σ.σ.: και εκεί δεν είναι όλα αξιέπαινα), είναι πλέον πολλά περισσότερα από εκείνα που γνωρίζαμε πριν 10-15 χρόνια, με αποτέλεσμα να γίνονται, ασυναίσθητα, συγκρίσεις. Συγκρίσεις που αποκαλύπτουν το πόσο χαμηλό είναι το επίπεδο στην ελληνική TV και πως ελάχιστα πλέον νέα παιδιά, νέοι επαγγελματίες οποιοδήποτε χώρου, θέλουν να αποτελέσουν κομμάτι της.
Η δημοσιότητα των 5 λεπτών έχει πεθάνει γιατί εκείνη της μίας ώρας σε ένα κανάλι YouTube μπορεί να αποδειχθεί πιο ουσιαστική. Το πρόβλημα κορυφώθηκε από την οικονομική κρίση, αλλά δεν ξεκίνησε ποτέ από εκεί. Απλούστατα κάποια στιγμή, τα σκουπίδια μύρισαν υπερβολικά. Και ενώ υπάρχουν πράγματι κάποιες εκπομπές που προσπαθούν να κρατήσουν τον πήχη ψηλά, υπάρχουν και εκείνες που είναι πραγματικά απαράδεκτες. Το ξέρουμε. Τις έχουμε ξαναδεί. Απλά πλέον δεν έχουμε λόγο να κλείσουμε τα μάτια γιατί έχουμε εναλλακτικές. Και όπως η κατάσταση προχωράει και δεν λέει να αλλάξει, θα συνεχίσουμε να προτιμούμε όλα εκείνα τα podcasts με την ελεγχόμενη ψυχαγωγία, που δεν μας τρώει κάπου ανάμεσα στις διαφημίσεις και το φτωχό περιεχόμενο. Αυτό είναι το μέλλον της τηλεθέασης.
Και η τηλεόραση; Θα μείνει ξεχασμένη σε κάποια γωνιά σαν ένα παλιό γραμμόφωνο. Να θυμίζει μία στιγμή δόξας από μία άλλη εποχή. Για όλα όσα ήταν, όλα όσα έγινε και όλα όσα θα μπορούσε να γίνει. Το ερώτημα είναι, αν θα καταφέρει ποτέ να εκπέμψει τον ίδιο ρομαντισμό, που τόσο όμορφα και ξάστερα εκπέμπει σήμερα το γραμμόφωνο.