Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων. Αυτοί που όταν πλησιάζουν οι γιορτές το παίρνουν λίγο αλλιώς το θέμα κι αλλάζουν το modus vivendi και οι άλλοι που σε κράζουν ότι γίνεσαι χαζοχαρούμενος χωρίς λόγο με ένα ψεύτικο παραμύθι διαφημιστικού χαρακτήρα. Εγώ, για κάποιους ανεξήγητους λόγους, ανήκω στους χαζοχαρούμενους (λέτε να πρέπει να επισκεφθώ ψυχίατρο;). Από μικρό παιδί. Από τότε, ακριβώς, που πίστευα ότι ο Άγιος Βασίλης υπάρχει κι ότι ο Χριστούλης σίγουρα γεννήθηκε μέσα σε φάτνη. Ρούπι δεν κουνήθηκα, χειρότερος έγινα. Με το που φτάνουν αυτές οι μέρες κάτι με πιάνει. Αρκετά συγκινησιακό θα έλεγα, παρ’ όλα αυτά χαρούμενο. Για καμιά εικοσαριά μέρες προσπαθώ να παίξω σε άλλη ταινία.
Και κατά βάση, κάθε χρόνο παίζω σε τρεις ταινίες (έχω υψηλή ζήτηση). Η πρώτη ξεκινάει κατά τις 5 Γενάρη -όταν σε πιάνουν τα μεθεόρτια blues- και κρατάει μέχρι τον Ιούλιο. Η ταινία λέγεται «Σκάσε και Κολύμπα». Η δεύτερη είναι ερωτική κωμωδία, ξεκινάει αρχές Ιουλίου και κρατάει μέχρι τέλη Αυγούστου. Μετά επανέρχομαι στην προηγούμενη μέχρι αρχές Δεκέμβρη. Αυτές τις μέρες, λοιπόν, ξεκινάει η τρίτη, για λίγες μόνο παραστάσεις.
Jazz Christmas
Θέλω να τα αλλάζω όλα. Ντύσιμο, ήχους, ρουτίνα, έξοδο, ταινίες. Πρώτα απ’ όλα αλλάζω το soundtrack. Είναι η περίοδος κατά την οποία επιστρέφω σε κομμάτια που μου έχουν σημαδέψει τη ζωή και τα οποία έτσι κι αλλιώς θα είναι πιο γλυκά και ρομαντικά. Κανένας δεν έχει κρατήσει εικόνες ζωής με τίποτα… πριόνια. Ρομαντική είναι και η χορευτική μουσική, εξαρτάται βέβαια από το ποια είναι. Εγώ στο medley που κάνω, αν έφερνα κάποιον φανατικό ενός και μόνο είδους (δυστυχώς υπάρχουν και τέτοιοι) μπορεί και να τον έσπρωχνα στα πρόθυρα της αυτοκτονίας. Ή της δολοφονίας μου. Ξεκινάω με jazz κομμάτια των 50’s, με σαξόφωνα σαν του John Coltrane ή του Cannonball Adderley και τρομπέτες σαν του Miles Davis και του Chet Baker.
Η τζαζ κολλάει υπέροχα στο χριστουγεννιάτικο mood, παρότι είναι ένα είδος που αγνοούν σχεδόν παντελώς όσοι γεννήθηκαν μετά το ’70. Μπορώ να κάνω ένα σάλτο και να «τη βρω» μέσα στο αυτοκίνητο με το τραγούδι που όλοι κράζουν στα social media, αλλά που όλοι μικροί έχουν ψιλοδακρύσει ακούγοντάς το, το «Last Christmas» του George Michael. Του γιατρού ε; Coltrane και George Michael;
Γιατί όχι; Για να κάνουμε τη μίξη και το «κόλλημα», θα έλεγα ότι τρελαίνομαι να ακούω τον David Morales να γκαζώνει σε remix το «My All» της Mariah Carey, βρίσκοντας ένα νέο είδος, τη Disco-House. Είπα disco και τώρα σκέφτομαι ότι μάλλον είναι η πιο χαρούμενη μουσική για να χορεύεις τέτοιες μέρες. Δεν είναι; Ή House με Beat Disco.
Παντού και πάντα, Sinatra
Παρ’ όλα αυτά, στο καπάκι θα ήθελα να ακούω καμιά δεκαριά φορές την μέρα το «Empire State of Mind» του Jay-Z με την Alicia Keys, που πιστεύω ότι θα μείνει στα χρόνια όπως κάποτε έμεινε το «New York, New York» του Frank Sinatra. Θυμάμαι να το ακούω μέσα από το iPhone κάτι παραμονές Χριστουγέννων όταν πήγαινα από το JFK στο Manhattan με το χιόνι να πέφτει και να έχει σηκωθεί στα δύο μέτρα.
Μπορώ και να δακρύζω με αυτό το κομμάτι. Αλλά και ο Jay-Ζ ξεκινάει τους στίχους στο κομμάτι με τον Frank Sinatra. Χριστούγεννα χωρίς Frank δεν υπάρχουν για μένα. Μπορεί να με κράξει κανείς για παλιομοδίτη αλλά εγώ Χριστούγεννα με Arcade Fire που γουστάρουν κάτι χιπστεράδες (θεός σχωρέσ’ τους) δεν κάνω.
Κατ΄ αρχήν, ο Frankie ξεκίνησε ως jazz τραγουδιστής τη δεκαετία του ‘40 κι είχε γίνει pop icon με χιλιάδες γκόμενες να τον κυνηγάνε πριν ακόμη υπάρξει pop. Υπάρχει ένας δίσκος για τον οποίο έχει γυριστεί και ταινία που ήταν εξαιρετικά σπάνιος. Τώρα βέβαια μπορείς να το κατεβάσεις και από το iTunes ή από όπου θες. Είναι στο Las Vegas του 1966 και λέγεται «Sinatra At The Sands». Τι αλλιώτικο έχει αυτός ο δίσκος; Είναι ότι είναι jazz και Sinatra μαζί. Είναι η ορχήστρα του Count Basie και τη διευθύνει ο άλλος μύθος, ο Quincy Jones. Κανονικά κομμάτια, jazz και μη, παιγμένα αλλιώς και με τον Frankie ώρες-ώρες να μονολογεί. Είναι live ηχογραφημένο στο ξενοδοχείο Sands στο οποίο εμφανιζόταν ο Frankie με το Rat Pack. Είναι ένας δίσκος που τον ακούω μόνος κάθε χρόνο τέτοιες μέρες. Όπως βλέπω και την ταινία του Frank Capra με τον James Stewart, «It’s A Wonderful Life».
Εδώ που τα λέμε αξίζει να το ακούς και με άλλους. Να το κάνεις δώρο. Κάθεσαι, φτιάχνεις ένα ωραίο φαΐ στα γρήγορα, βάζεις σε ένα χαμηλό, χοντρό, βαρύ ποτήρι (έτσι πρέπει να είναι το ποτήρι του whiskey) και βάζεις μέσα ένα Jack Daniel' s, σαν κι αυτό που έπινε στη σκηνή ο Frank Sinatra. Αράζεις. Ακούς. Σκέφτεσαι. Είναι μια αντρική διαδικασία. Αν καταφέρεις να βάλεις και γυναίκα στο ίδιο mood, πέτυχες τζακ ποτ.
Έρωτες σου περνάνε πιο πολύ από το μυαλό αλλά σου περνάει και η ζωή σου σε γρήγορα φλασάκια, σε τρέιλερ. Θα κολλήσεις με την εκτέλεση του «I Got You Under My Skin» και με το «Fly Me To The Moon» και θα ήθελες να 'σαι με τη γυναίκα για την οποία μιλάει ο Sinatra στο «You Make Me Feel So Young». Θα σου πάρει 2-3 ποτήρια Jack αλλά θα κοιμηθείς πολύ καλά. Με ωραία όνειρα. Θα χαμογελάς, θα σκέφτεσαι, μπορεί και να δακρύσεις.
Ξέρω. Έχει και μελαγχολία αυτό που λέω. Έχει και συγκίνηση. Έχει και γλύκα. Έχει και πρόσωπα που αγάπησες ή αγαπάς. Δεν είναι όμως κάτι που σου συμβαίνει με τα χρόνια. Στο ίδιο τριπάκι ήμουν από 20 χρονών. Δεν είναι σε κόντρα όμως με το «έξω καρδιά». Και δεν είναι σε κόντρα με το γεγονός ότι πολύ περισσότερες φορές μπορείς να βγεις έξω αυτές τις μέρες και να χοροπηδάς σαν να μην υπάρχει αύριο.