Ξεκινάω από μια παραδοχή: στο «δίπολο» Πελέ ή Μαραντόνα, ψηφίζω δαγκωτό Μαραντόνα. Αυτόν έχω «ζήσει» δια ζώσης, αυτός με έχει τρελάνει το 1986, αυτός πήρε τη Νάπολι από το χέρι και την πήγε στην κορυφή, αυτός έκανε πράγματα, «μόνος μου κι όλοι σας» που δεν είχε κανείς το ταλέντο + την προσωπικότητα + τα «κοχόνες» + την τρέλα να τα κάνει. Στη δική μου κλίμακα ποδοσφαιρικών αξιών, ο Ζινεντίν Ζιντάν παραμένει ο «καλύτερος», αλλά αναγνωρίζω το ποδοσφαιρικό μεγαλείο του Ντιεγκίτο και κυρίως τον τρόπο που άλλαξε τη μοίρα της Νάπολι και της Εθνικής Αργεντινής, το πόσο επιδραστικός υπήρξε για το ποδόσφαιρο το ίδιο, το πόσο σημαντική προσωπικότητα ήταν, είναι και θα είναι παγκοσμίως.
Τα ναρκωτικά, η Μαφία, το ντοπάρισμα στο Μουντιάλ του ’94, οι διάφορες αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές και δηλώσεις, είναι κηλίδες που απείλησαν να αμαυρώσουν πλήρως την εικόνα του στα χρόνια που ακολούθησαν. Κατάφερε ωστόσο με κάποιο τρόπο να παραμείνει Σύμβολο, να παραμείνει Εμβληματικός, με κάποιο τρόπο όλο αυτά του τα «συγχωρήσαμε», τα βάλαμε κάτω από το χαλί και προσποιηθήκαμε ότι δεν έγιναν ποτέ. Προσπάθησε να εμπνεύσει τον λαό της Αργεντινής και σαν προπονητής, όπως έκανε και σαν παίκτης, αλλά απέτυχε. Προσπάθησε να γίνει ένας «γκουρού» του ποδοσφαίρου, να βγαίνει εκεί ψηλά από το «Θρόνο των Σπουδαίων» και να πετάει δυο σοφίες που θα τους κάνει όλους να παραμιλούν – απέτυχε και σε αυτό το ρόλο. Προσπάθησε να γίνει η «σεβάσμια φωνή» της Αργεντινής, ο «καλός πατερούλης» που έχει άποψη και την εκφράζει επί παντός επιστητού, για το ποιος προπονητής πρέπει να κάθεται στον πάγκο, ποιοι παίκτες πρέπει να καλούνται, ποιοι πρέπει να παίζουν και ποιοι να κάθονται στον πάγκο – η εμπάθειά του με τον πρώην γαμπρό του, Κουν Αγουέρο, του θολώνει την κρίση και δεν τον αφήνει να είναι αντικειμενικός. Θα έλεγα ότι δεν τον αφήνει να είναι «νηφάλιος», αλλά πώς να χρησιμοποιήσεις αυτή τη λέξη μετά τα όσα είδαμε στο ματς Αργεντινή – Νιγηρία;
Ένα ερείπιο της ζωής
Ο Μαραντόνα χορεύει με Νιγηριανές. Ο Μαραντόνα είναι σε «τρανς». Ο Μαραντόνα κοιμάται στα επίσημα. Ο Μαραντόνα ανεβαίνει και κατεβαίνει τις σκάλες με δυσκολία. Ο Μαραντόνα στέκεται με το ζόρι όρθιος, τα μάτια του δεν μπορούν να εστιάσουν σε αυτόν που του μιλάει και κάνει ένα «τυπικό» thumbs – up. Ο Μαραντόνα ξεσπάει μετά το γκολ του Ρόχο με μαινόμενα κωλοδάχτυλα και απροσδιόριστα «puta» κατά πάντων. Ο Μαραντόνα πάει στο νοσοκομείο. Ο Μαραντόνα βγαίνει από το νοσοκομείο και ακολουθεί την Εθνική του στη Μόσχα. Αυτά ήταν τα «πλάνα» του κάποτε σπουδαίου Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, που κατάντησε ένα ερείπιο της ζωής, μια γραφική φιγούρα που σου προκαλεί μόνο στενοχώρια και οίκτο, ένας άνθρωπος παρατημένος στα πάθη του, τα λάθη του, το φαγητό, τις ουσίες… Για εμάς που τον αγαπήσαμε τόσο πολύ, αυτές οι εικόνες, αυτή η άθλια κατάσταση, κάνει την καρδιά μας να σφίγγεται…
Ο Μαραντόνα, δεν ήταν ποτέ ένα «icon» του ποδοσφαίρου, δεν ήταν ποτέ Μπέκαμ ή Νεϊμάρ ή Κριστιάνο, δεν ενέπνευσε ποτέ τον κόσμο να ντυθεί όπως αυτός ή να βγάλει τα φρύδια του όπως το έκανε αυτός ή να λούζονται οι φανς του με το σαμπουάν που λούζεται αυτός για να έχουν υπέροχα μπουκλωτά μαλλιά. Θα έλεγε κάποιος ότι αντιθέτως μπορεί να υπήρξε ένα αντι-πρότυπο, ένα «αντι-icon» που μπορεί να προέτρεψε κάποιους να κλέψουν όπως έκανε εκείνος με το «χέρι του Θεού» ή να κυλιστούν στις κόκες και τις εφεδρίνες «διότι το έκανε ο Μαραντόνα και έφτασε τόσο ψηλά», αλλά δεν θέλω να βαδίζω σε τέτοια σκοτεινά και ζοφερά μονοπάτια.
Θα μείνω λοιπόν στην αρχική μου τοποθέτηση, ότι δεν υπήρξε ποτέ «icon», άρα δεν «οφείλει» να είναι καθωσπρέπει και κυριλέ, να είναι συμβατικός και κομιλφό. Οφείλει ωστόσο στον εαυτό του και στο ποδόσφαιρο, στους Αργεντινούς και στους εκατομμύρια ανθρώπους που τον λατρέψαμε, να μην ξεφτιλίζεται, να μην κατρακυλάει στα τελευταία υπόγεια της αξιοπρέπειας, να μην αποδομεί και σχεδόν διαλύει τα τελευταία κομμάτια του παζλ που συνθέτουν το Μύθο του. Οφείλει να σεβαστεί την Εθνική του, το λαό του, το ποδόσφαιρο, τους φανς του, όπως το έκαναν και εκείνοι απέναντί του και να μην τους ταπεινώνει. Διότι είναι ο Μαραντόνα διάολε! Και κάθε του κίνηση, κάθε του ατάκα, κάθε του ανάσα, έχει καρφωμένες πάνω του ματιές, κάμερες και κινητά τηλέφωνα. Δεν σου αξίζει αυτή η κατρακύλα Ντιέγκο. Δεν μας αξίζει…