Το βλέμμα του Λιονέλ Μέσι, τα έλεγε όλα - στην ανάκρουση των Εθνικών Ύμνων, στο ξεκίνημα του δευτέρου ημιχρόνου, σε κάθε κοντινό που του έκανε ο σκηνοθέτης: πρόσωπο συννεφιασμένο, ματιά σκοτεινή, αγέλαστος, το κεφάλι σκυμμένο. Καμία λάμψη, καμία απόλαυση από τη συμμετοχή του στο μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό ραντεβού του πλανήτη, καμία απόλαυση από το γεγονός ότι δισεκατομμύρια μάτια ήταν κολλημένα πάνω του. Η εικόνα του σούπερ-σταρ, ενός από τους σπουδαιότερους παίκτες που «γέννησε» ποτέ το ποδόσφαιρο, ήταν η εικόνα ενός ανθρώπου καταθλιπτικού – και δεν χρειάζεται να είσαι γιατρός ή να έχεις ιστορικό κατάθλιψης στην οικογένειά σου για να το «διαγνώσεις».
Ο Μέσι έχει φορτωθεί στις πλάτες του, από τότε που άρχισε να γράφει τα πρώτα του κεφάλαια στην Ποδοσφαιρική Βίβλο, φορτία και βάρη που δεν μπορεί να σηκώσει κανένας ποδοσφαιριστής, ούτε καν αρσιβαρίστας: να φτάσει και να ξεπεράσει το Μαραντόνα. Να οδηγήσει την Αργεντινή στην κορυφή του κόσμου. Να γίνει το μεγαλύτερο σημείο αναφοράς. Να ανέβει τα σκαλιά μέχρι το θρόνο του G.O.A.T., του Καλύτερου Όλων Των Εποχών. Με το «έτσι θέλω» όμως, επειδή το αποφασίσαμε εμείς, αυτοί, κάποιοι άλλοι. Επειδή η Αργεντινή δεν βρήκε από το Μαραντόνα και μετά άλλον Ηγέτη. Επειδή ψάχνουμε κάποιον που να περάσει όλη την άμυνα και να βάλει γκολ. Επειδή το ποδόσφαιρο μεταφράζεται σε Εθνική Υπερηφάνεια, μας κάνει να ξεχνάμε τα προβλήματά μας εκεί στην Αργεντινή ή οπουδήποτε αλλού. Ο Μέσι έχει την «υποχρέωση» να μας διασκεδάζει, να μας ψυχαγωγεί, να γίνεται ολοένα και καλύτερος, να ξεπεράσει τον Μαραντόνα, να κατασπαράξει τον Κριστιάνο, να τα σηκώσει όλα. Κι αντί να τα σηκώσει, έπαθε καθίζηση…
Χωρίς καμία διάθεση να μπούμε σε οποιαδήποτε σύγκριση ή κουβέντα για το χιλιοτραγουδισμένο «Κριστιάνο ή Μέσι», θα πω απλά το εξής: του Κριστιάνο, η αποτυχία στο Euro του 2004 μέσα στο σπίτι του, μέσα στο σπιτάκι του, από την Εθνική Ελλάδας, του έδωσε κίνητρο. Του όρισε στόχους. Άφησε το «γραμμάτιο» στο συρτάρι αλλά δεν ξέχασε ποτέ πως ήταν εκεί. Έκανε όσα έκανε με Γιουνάιτεντ και Ρεάλ, αλλά στο μυαλό του πάντα υπήρχε εκείνος ο «λογαριασμός» - τον ξόφλησε στο Euro πριν δυο χρόνια. Οι αντίστοιχες αποτυχίες του Μέσι – ένας χαμένος τελικός Μουντιάλ και δυο κόπα Αμέρικα – λειτούργησαν αντίστροφα: αντί να τον πεισμώσουν, τον λύγισαν. Αντί να του δώσουν έξτρα κίνητρο, τον στράγγιξαν. Αντί να τον χαλυβδώσουν και να τον κάνουν να πει «θα σας δείξω εγώ στο επόμενο μεγάλο ραντεβού», τον έκαναν να αγωνιά, σαν έφηβος που βγαίνει με γκόμενα για πρώτη φορά και είναι ο «ωραίος του σχολείου» και όλοι πιστεύουν ότι θα την κάνει χίλια κομμάτια, αλλά δεν…
Η εικόνα του Μέσι με την Εθνική του, εμένα μου δείχνει ένα πράγμα: ότι δεν απολαμβάνει το ποδόσφαιρο – αυτού του τύπου το ποδόσφαιρο τουλάχιστον, το «Μαραντονιζέ», το «τα περιμένουμε ΟΛΑ από εσένα», το «μαζευόμαστε 23 τύποι και με 10-15 προπονήσεις πρέπει να πάμε να το σηκώσουμε». Ο Μέσι αντιθέτως, απολαμβάνει το ποδόσφαιρο στη Μπαρτσελόνα: όλη η ομάδα χτίστηκε πάνω του και γύρω του εδώ και πάνω από 10 χρόνια, αναπνέει στους ρυθμούς της ανάσας του, τον ακούει για τους προπονητές που πρέπει να έρθουν και να φύγουν, τους παίκτες που θα παίξουν δίπλα του και πίσω του. Γι’ αυτό δεν το κουνάει από τη Βαρκελώνη, γι’ αυτό δεν έχει αποφασίσει – και ούτε θα το κάνει ποτέ – να αλλάξει ομάδα, πόλη, χώρα: όχι διότι είναι «ιδρυματικός», αλλά διότι είναι ευτυχισμένος εκεί. Και κάνει και τους άλλους ευτυχισμένους, τους συμπαίκτες του, τους προπονητές του, τη διοίκηση, τους οπαδούς και τους φιλάθλους.
Όταν «καλπάζει» με τη φανέλα της Μπαρτσελόνα, με αντίπαλο τη Χετάφε, τη Λας Πάλμας, ακόμα και στη Σεβίλη, την Ατλέτικο ή τη Μπαρτσελόνα, μοιάζει με άλογο, με πολεμική μηχανή που δεν μπορείς να σταματήσεις ούτε με σφαίρα στο πόδι. Αλλά η Κροατία, η Ισλανδία, η Γερμανία παλιότερα ή η Χιλή, μοιάζουν εμπόδια απροσπέλαστα. Δεν είναι απλά ότι τον μαρκάρουν καλύτερα – όλοι προσπαθούν να τον περιορίσουν κι όλοι έχουν προβλέψει διπλά και τριπλά μαρκαρίσματα όταν παίρνει τη μπάλα. Είναι το πώς νιώθει ο ίδιος. Είναι η χαρά του παιχνιδιού που ξεθωριάζει όταν φοράει τη φανέλα της «Αλμπιτσελέστε». Είναι η κατάθλιψη ζωγραφισμένη στα μάτια του. Είναι το «Τέρας» που τον πολεμά σε κάθε μεγάλη διοργάνωση, που τον έκανε να αποσυρθεί από την Εθνική, να επιστρέψει για μια τελευταία μεγάλη παράσταση στα 31 του, αλλά να ετοιμάζεται να αποσυρθεί για τα καλά αυτή τη φορά, χωρίς έστω ένα χλιαρό χειροκρότημα… Κι αυτό, είναι ό,τι χειρότερο για έναν τόσο μεγάλο «καλλιτέχνη»…
Σημείωση: «Το Τέρας κι Εγώ», είναι βιβλίο του Σταμάτη Μαλέλη, το οποίο έγινε και θεατρική παράσταση. «Μιλάει» για τη μάχη που έδωσε ο ίδιος και δίνουν πάρα πολλοί άνθρωποι, με το «Τέρας» που λέγεται «κατάθλιψη».