Τα είπε. Τα ξαναείπε. Τα ξαναματαείπε. Κάθε μέρα. Σε κάθε μέσο. Με κάθε αφορμή. «Μας κλέψανε». «Μας ληστέψανε». «Εμείς είμαστε πρωταθλητές». «Πήραμε τόσους βαθμούς κι έχουμε ένα ματς λιγότερο». «Το κατεστημένο της Αθήνας μας στέρησε αυτό που αξίζαμε». «Ντροπή και αίσχος». Ήταν εκείνος μπροστάρης στην επικοινωνιακή έκρηξη ολόκληρου του οργανισμού του ΠΑΟΚ για την απώλεια του πρωταθλήματος, μαζί με τους παίκτες και τη διοίκηση, αλλά πάντα εκείνος πιο αιχμηρός, να σέρνει το χορό. Κάποιοι τον απολάμβαναν. Κάποιοι τον αποθέωναν. Κάποιοι ταυτίστηκαν μαζί του. Άλλους τους κούρασε. Πολλοί βαρέθηκαν να τον ακούνε. Αλλά στην τελευταία του περφόμανς, ξεπέρασε κάθε όριο.
«Ίσως μόνο στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στη φασιστική Γερμανία συνέβη, αυτό που συνέβη στο ελληνικό πρωτάθλημα», δήλωσε ο Ραζβάν Λουτσέσκου σε ρουμανικό μέσο. Με «όχημα» την καθαρή και άνετη νίκη στον τελικό κυπέλλου και «βενζίνη» τη στήριξη του Ιβάν Σαββίδη και τις ατάκες περί «απεριόριστου μπάτζετ», ο Λουτσέσκου νιώθει καβάλα στ’ άλογο. Άτρωτος. Άφθαρτος. Πιστεύει ότι μπορεί να λέει ό,τι γουστάρει, να αποθεώνεται από τους φίλους του ΠΑΟΚ και να αδιαφορεί για όλους τους υπόλοιπους και τι γνώμη έχουν γι’ αυτόν. Νιώθει «ΠΑΟΚότερος» από κάθε ΠΑΟΚτσή, πιστεύει ότι είναι η «φωνή της αλήθειας», ο «ιεροκήρυκας των δικαίων του ΠΑΟΚ». Δικαίωμά του να χαϊδεύει αυτιά ή τέλος πάντων να προασπίζει τη δουλειά του, τα συμφέροντα τα δικά του και του εργοδότη του, να φτιάχνει το προφίλ του απόλυτου «ΠΑΟΚάρχη», να επικοινωνεί τις θέσεις της ομάδας του εντός και εκτός Ελλάδας.
Μόνο που τα δικαιώματά του, τελειώνουν εκεί που αρχίζουν οι υποχρεώσεις του. Απέναντι στην Ιστορία. Απέναντι στη Λογική. Απέναντι στη μνήμη των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους και των ανθρώπων που υπέφεραν από το Ναζισμό και το Φασισμό. Με όλα αυτά δεν έχει κανένα δικαίωμα να παίζει ο κύριος Λουτσέσκου. Άλλωστε για ποδόσφαιρο μιλάμε και οι «μάχες στο γήπεδο» δεν μπορούν να συγκριθούν ούτε στο μικρό τους νύχι με τις μάχες στο πεδίο του πολέμου.
Από εδώ και πέρα
Έχω μεγάλη περιέργεια να δω πώς θα αντιμετωπίσουν αυτή την «καυτή πατάτα» οι φίλοι του ΠΑΟΚ και οι δημοσιογράφοι που έχουν τη φωτογραφία του εικόνισμα πάνω από το κρεβάτι τους και τη φιλάνε κάθε πρωί που ξυπνάνε πριν πλύνουν τα δόντια τους (αποκλειστικά με «Σουρωτή»…) Διότι στο κομμάτι «μας κλέψανε», ήταν όλοι δίπλα του. Και δικαίωμά τους στο κάτω – κάτω, σέβομαι απόλυτα τις θέσεις τους και την αδικία που μπορεί να νιώθουν, είτε συμφωνώ, είτε όχι. Δικαίωμά τους είναι επίσης να ταυτιστούν μαζί του, όσοι το επιθυμούν, για τα περί «Β’ Παγκοσμίου Πολέμου» και «φασιστικής Γερμανίας». Θα κριθούν όμως όσοι το κάνουν και θα κριθούν αυστηρά. Όχι ως «χαριτωμένοι», «δίκαιοι», «γραφικοί», «αγανακτισμένοι» ή όπως αλλιώς τους έβλεπε κάποιος ως τώρα, αλλά ως επικίνδυνοι. Όπως και ο Λουτσέσκου.
Περιμένω επίσης να δω πώς θα χειριστεί αυτό το θέμα η Πολιτεία, ο Υφυπουργός Αθλητισμού, η ΕΠΟ, ο Αθλητικός Εισαγγελέας. Εδώ δεν μιλάμε για ένα θέμα «αθλητικό», για βαθμούς που αφαιρέθηκαν ή επιστράφηκαν, για κάποιον που έχει τιμωρία απαγόρευσης εισόδου σε αγωνιστικούς χώρους και μπήκε, για μια διακοπή αγώνα ή έναν αγώνα που δεν άρχισε. Εδώ το θέμα κάνει «τζιζ». Από πολλές απόψεις. Και ό,τι κι αν λέει ο Λουτσέσκου, η διοίκηση του ΠΑΟΚ, οι οπαδοί, οι δημοσιογράφοι, η ουσία είναι αν θα το περάσουμε «στα ψιλά», με μια χλιαρή ανακοίνωση κι ένα απαλό «τράβηγμα αυτιού» χωρίς περαιτέρω συνέπειες, ή αν θα λειτουργήσουμε ως άνθρωποι, θεσμοί και Πολιτεία, που βάζουμε κάποια όρια τα οποία κανείς δεν μπορεί να ξεπερνάει, για κανένα λόγο.