ΠΑΟΚ - Θρησκεία - Λογοτεχνία: Αυτή είναι η ιστορία του Ισοβίτη
Συνέντευξη με τον πιο ωραίο και λυρικό τύπο που έβγαλε ποτέ η Θύρα 4.
Συνέντευξη με τον πιο ωραίο και λυρικό τύπο που έβγαλε ποτέ η Θύρα 4.
Γράφει ο Ντίνος Ρητινιώτης
Αυτή η συνέντευξη είναι εξ ορισμού βυθισμένη στην παράνοια. Εξηγούμαι.
Με καταγωγή από την Πιερία και πατέρα ταγμένο ΠΑΟΚτζή, η κληρονομικότητα που συνήθως διέπει τις οπαδικές σχέσεις πατέρα-γιου με έφερε προ τετελεσμένων. Γεννήθηκα ΠΑΟΚ με λίγα λόγια. Το αυτό ισχύει και με τον Νίκο, τον μεγαλύτερο αδερφό μου. Αδιάψευστο πειστήριο για την παοκοφροσύνη του τελευταίου, η ξεθωριασμένη οικογενειακή φωτογραφία.
Ο αστικός μύθος λέει πως κάποτε υπήρχε παρόμοια φωτογραφία με εμένα ντυμένο στα ασπρόμαυρα, να ποζάρω ανυποψίαστος στην αγκαλιά του κυρ Κώστα. Ο ίδιος μύθος, βέβαια, αναφέρει πως κάπου εκεί γύρω στα 5 μου -περίοδος κατά την οποία ο θείος Μπάμπης ανέλαβε τη σωτήρια αποστολή να με κάνει Ολυμπιακό- η φωτογραφία αυτή τσακίστηκε και ξεσκίστηκε με μίσος καταλήγοντας σε μια κάποια χωματερή της Αθήνας. Επιβεβαιώνω τον μύθο. Τόσο ως αυτόπτης μάρτυρας όσο και ως δράστης.
Η σούμα μου; Γεννημένος ΠΑΟΚτζής, Ολυμπιακός από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, εργαζόμενος πλέον σε site που ανήκει στον Δημήτρη Γιαννακόπουλο.
«Κι εγώ είχα δουλέψει κάποτε στη βόνταφον του Κόκκαλη για μερικούς μήνες, αλλά εσύ το παρα-έμπλεξες ρε παιδί μου!», άκουσα να μου λέει ο Ισοβίτης όταν του συστήθηκα για να κανονίσουμε τη συνέντευξη. Κι είχε τα χίλια του τα δίκια.
«Και ποιος είναι αυτός ο Ισοβίτης που του παίρνεις και συνέντευξη;» θα αναρωτιέσαι και σου απαντάω: Είναι ένας τύπος βγαλμένος από τα έγκατα της Θύρας 4. Διορθώνω: Είναι ο πιο ωραίος τύπος που θα μπορούσε να αναδυθεί από τα έγκατα της Θύρας 4.
Δεν μιλάμε, ωστόσο, για έναν απλό οπαδό. Πένα γλαφυρή, περιγραφή μεστή και λογοτεχνική, πυρήνας οπαδικός, εμπειρίες μιας ζωής από τα όσα βίωσε μέσα και γύρω από τον Δικέφαλο του Βορρά. Αρχικά αποτυπωμένα σε ένα μπλογκ που πρωτοξεκίνησε το 2014, μετά σε μία φεϊσμπουκική σελίδα και πλέον, το 2017, σε ένα βιβλίο 384 σελίδων που τιτλοφορείται «Μια Εποχή στο Τσιμέντο» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος).
«Ισοβίτης» επειδή είχα φτιάξει ένα πανί, με τον κολλητό μου τον Φώτη, το οποίο έγραφε «ΙΣΟΒΙΤΕΣ ΠΑΟΚ». Το κουβαλούσα παντού, οπότε έγινε ο συνδυασμός της φάτσας μου με το πανί, άρα οι γύρω μου με ξεχώριζαν ως «αυτός με το πανί Ισοβίτες». Στην πορεία έμεινε το «Ισοβίτης» σκέτο, ειδικά μετά τα επεισόδια με την Παρί Σεν Ζερμέν όπου τα περισσότερα έγιναν με φόντο αυτό το μαύρο ύφασμα. Μιλώντας για το σήμερα, ο «Ισοβίτης» είναι ένα απλό ψευδώνυμο ενός τύπου που γράφει σε ένα μπλογκ για τη ζωή του και τον ΠΑΟΚ, δηλαδή για τη ζωή του.
Εφιάλτης. Μπήκα εντελώς βίαια σε αυτό το ψηφιακό χάος και μπήκα με το κεφάλι φλεγόμενο, μετά από την ήττα στον τελικό του 2014. Δεν γνώριζα τους κανόνες του μέσου, οπότε δημιούργησα δικούς μου και τους τηρώ μέχρι σήμερα, κάτι που σέβεται το μεγαλύτερο μέρος του αναγνωστικού κοινού, δηλαδή ό,τι δημοσιεύεται είναι πρωτογενές, δεν κοινοποιώ τίποτα και δεν επιτρέπω διαβρωτική κουβέντα για την μπάλα όπως έχει καταντήσει στις αθλητικές ιστοσελίδες. Προσπαθώ να διατηρήσω τη μυρωδιά του τσιμέντου όσο γίνεται. Δεν γίνεται, αλλά προσπαθώ.
Ο μπατζανάκης μου που είναι τρελογιατρός έκανε διάγνωση πως υποφέρω από μια πάθηση με χαρακτηριστικό την ικανότητά μου να θυμάμαι απίστευτες λεπτομέρειες από το παρελθόν, ακόμα και από την προσχολική μου ηλικία, αν και στη δουλειά μέρα παρά μέρα ξεχνάω τι ώρα δουλεύω ή τι έφαγα για πρωινό. Είναι κάτι σαν πρεσβυωπία της μνήμης, θυμάμαι μόνο το παρελθόν. Είχε πει «είσαι στα όρια του μανιακού», αλλά συνεχίζει να μου κάνει παρέα οπότε μάλλον δεν είμαι επικίνδυνος για το κοινωνικό σύνολο. Και, όχι, δεν έχω σημειώσεις, ούτε τους αγώνες που έχω πάει δεν έχω σε κάποια λίστα, αν και θα ήθελα να το είχα κάνει.
Την αγάπη. Τα VIP είναι η λεζάντα, δεν έχει καμία σχέση ένας οπαδός με τους θαμώνες των σουιτών -στην ουσία καναπεδάκηδες είναι κι αυτοί, με το ουίσκι και τον ξηρό καρπό μέσα από το τζάμι, προτιμούν να βλέπουν ποδόσφαιρο με προσομοίωση σαλονιού του σπιτιού τους, αντί να μυρίζουν, να ακούν και να βλέπουν την αγάπη γύρω τους, λίγα μέτρα μακρύτερα. Τηλεθεατές, τηλεοπαδοί, τηλεάνθρωποι και γενικώς καταναλωτές των έτοιμων συναισθημάτων που τους σερβίρει το τηλεοπτικό κανάλι αντί να παράγουν δικά τους συναισθήματα βρισκόμενοι στην εξέδρα ή στον δρόμο, δηλαδή στον πραγματικό κόσμο. Δεν είναι παρά τα θύματα των καιρών που ζουν την καθεμέρα τους μέσα από τις ζωές των άλλων. Το πέταλο είναι το σπίτι αυτών που έχουν συνδέσει τις ζωές τους με την ομάδα τους, αλλά και αυτών που θα παίξουν ρόλους φύλακα, μαντρόσκυλου, υπερασπιστή της αυθεντικότητας όταν διαπιστώσουν πως οι κατέχοντες τη διοικητική εξουσία οδηγούν την ομάδα σε σκοτεινά μονοπάτια. Τα πέταλα που πρόδωσαν την κληρονομιά τους είναι σήμερα και τα πέταλα όπου θα βρεις υπαλλήλους προέδρων-αφεντικών, πιόνια πολιτικών κομμάτων και φερέφωνα επιχειρηματικών επιδιώξεων.
Δεν είναι πολλοί, αλλά λειτουργεί κάτι σαν κληρονομιά από τους πρωτεργάτες του είδους, που έβγαζαν τα καλύτερα συνθήματα (που δεν ξέρει κανείς πέρα από όσους τα έλεγαν δύο-τρεις ώρες πριν αρχίσουν τα ΠΑΟΚ-Άρης) και πλέον δεν είναι ενεργοί. Στην ουσία, έχοντας αποδεχθεί τον σουρεαλισμό ως μόνιμη κατάσταση στην κερκίδα μας, νιώθουμε απελευθερωμένοι να τον εφαρμόζουμε και στις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις που βρίσκουν έκφραση στη συνθηματοποιΐα. Για παράδειγμα, το σύνθημα «Όταν θα πάει ο Σκόρδας στο παζάρι / Μεταγραφές να κάνει για τον Άρη / Ο Κουεμάχα κικιρικικί / Κι ο Άρης Βήτα Εθνική» δεν θα μπορούσε να το σκαρώσει παρά ένας από εμάς, το δίνεις σε κριτικό τέχνης οπουδήποτε στον κόσμο και σου βγάζει αμέσως διάγνωση «Παοκτσήδες».
Για τον πρώτο έχω υποσχεθεί να μην ξαναμιλήσω, επειδή, σύμφωνα με έναν από τους μέντορές μου, «μου μειώνει τη δημιουργικότητα» -είναι μια εμμονή που παλεύω να ξεπεράσω από τη μέρα που επέστρεψε στον ΠΑΟΚ. Ο Κλάους είναι ΠΑΟΚ και μπαίνει πρώτος σε σειρά προτίμησης σε οποιαδήποτε λίστα, είτε ποδοσφαιρικής αξίας είτε συμπάθειας. Ο Μίρλοβιτς, δηλαδή, αν το καταλαβαίνω σωστά, ο κάθε ξένος παικταράς σέντερ φορ που τον φέραμε για να διαλύσει τις αντίπαλες άμυνες και να βγει πρώτος σκόρερ και να μας φέρει το Πρωτάθλημα, έχει εξελιχθεί σε καρικατούρα μέσα στις δεκαετίες. Κάποια στιγμή θα τον συναντήσουμε, αλλά ακόμα τον ψάχνουμε.
Το δικό μου δηλητήριο είναι ο καφές, δεν πίνω αλκοόλ πέρα από τα «στην υγειά μας» όταν πίνει η παρέα. Η παρέα, φυσικά, πίνει Μαλαματίνα, αλλά εγώ από τα δεκαοκτώ, όπου είχα ήδη πιει για δύο ζωές, δεν έχω βάλει ποσότητες στον οργανισμό μου ούτε από αλκοόλ ούτε από οτιδήποτε άλλο.
Θα είναι το πιο γρήγορο gentrification της ιστορίας, στην ευρύτερη περιοχή γύρω από το γήπεδο. Θα δοθεί και η ευκαιρία στον Σαββίδη να χτίσει τη Νέα Τούμπα συντομότερα, αφού θα πρέπει να έχουμε ένα γήπεδο να αγωνιζόμαστε μετά από την κατεδάφιση του παλιού.
Είχα βάλει να υπογράψουν το έγγραφο για να βγάλω διαβατήριο ως ανήλικος ώστε να πάω Παρίσι, το 1992. Ο αστυνομικός του χωριού επέτρεψε η διαδικασία να γίνει χωριστά από κάθε γονιό, παράτυπα, επειδή ήταν σε διάσταση τότε και το γνώριζε. Και στους δύο είχα πει πως «είναι για την εφταήμερη στην Κύπρο», στο τέλος της τότε σχολικής χρονιάς. Κυριακή ξημερώματα φεύγαμε, Σάββατο βράδυ τους είχα πει πως φεύγω εκδρομή -εφταήμερη, μεν, αλλά για τον ΠΑΟΚ.
Σίγουρα ο Πουλικάκος, με απαραίτητη προϋπόθεση να μην έχει διαβάσει το βιβλίο και ευτυχέστερα αν δεν του έχουμε πει καν περί τίνος πρόκειται -απλώς να έρθει και βλέπουμε. Ο Καραπαπάς θα ήταν ωραία παρουσία δίπλα μου, ο Κοντονής επίσης. Ο Διονύσης Χαριτόπουλος θα ήθελα να μιλήσει αμέσως μετά τον Καραπαπά και, αν είναι δυνατό, να μιλάνε ταυτόχρονα, ο καθένας για τον Ολυμπιακό τους, να κάνω χάζι τη μετάλλαξη και να μελαγχολώ. Σοβαρά τώρα, θα ήθελα τον Απόστολο Κακλαμάνη, τη Μυρτώ Αλικάκη, τον Δήμο Μούτση και τον Κριστόφ Βαζέχα.
Προσωπικά απολαμβάνω να διαβάζω τον Iσοβίτη. Όπως απολαμβάνω να διαβάζω και τα σχόλια κάτω από τα μακροσκελή μεν, εύπεπτα δε post του. Καφρίλα απούσα, μνήμες που ανασταίνονται, ωραίος χαβαλές για τα παλιά και τα σημερινά. Φαίνεται πως ο ίδιος κατάφερε εν τέλει να επιβάλλει τους κανόνες του και να βάλει τους αναγνώστες του σε ένα λούκι που αποδομεί το κυρίαρχο στερεότυπο για τον οπαδό-χούλιγκαν.
Το βιβλίο «Μια Εποχή στο Τσιμέντο», αυτήν την πρώτη λογοτεχνική προσπάθεια του Ισόβιου ΠΑΟΚτζή Νίκου Ιωαννίδη που συγκεντρώνει μέσα της την αφήγηση για όλα όσα είδε, άκουσε και κυρίως έζησε μέσα στα γήπεδα τις δεκαετίες του '80 και '90, το παρήγγειλε -αυτό έλειπε- ο αδερφός μου ο Νίκος. Το «καταπίνει» ήδη κι όπως βλέπεις και στη φωτογραφία από κάτω, έχει ξεκινήσει την προπαγάνδα υπέρ του παοκίζειν στην κόρη του, την Σοφίτσα.
Και τι κάνει ο θείος γι' αυτό; Περιμένει υπομονετικά να το τελειώσει για να το ξεφυλλίσει κι αυτός με τη σειρά του. Χαμογελώντας με μια κάποια περηφάνια, παράλληλα, όταν του 'ρχεται στο μυαλό η εικόνα της ανιψούλας που στριμώχνεται στην αγκαλιά του για να του ζητήσει ξανά και ξανά να της δείξει στο κινητό εκείνο το βιντεάκι στο YouTube με τη χαρακτηριστική φωνή που τραγουδάει «Όλυμπι-Ολυμπι-Ολυμπιακέ»...
Η ενηλικίωση ενός εφήβου στις τσιμεντένιες κερκίδες της δεκαετίας του ’90, μιας συναρπαστικής οπαδικής περιόδου που άφησε σακατεμένους όσους επέζησαν από τις παγίδες της. Οι εκδρομές, τα συνθήματα, οι πέτρες, τα κλομπ, η πρέζα που μύρισε κάθε φλέβα δεμένη με δίχρωμο κασκόλ.
Ο παράλληλος κόσμος που οι περισσότεροι αγνοούν ή προσποιούνται πως αγνοούν – μια ωδή στην κοινή ουτοπία των «χούλιγκαν», στα παιδιά που δε μεγάλωσαν, στις ζωές που δε θα αφηγηθεί κανείς πέρα από όσους τις είδαν να σβήνουν, Κυριακή με Κυριακή, στις γαλαρίες των πούλμαν και στα κάγκελα των γηπέδων.
Συνάμα, μια νοσταλγική ματιά, σε πρώτο πρόσωπο, από ένα μέλος της κερκίδας του ΠΑΟΚ, που απλώνει στο χαρτί καθετί σοβαρό ή αστείο, σημαντικό ή ασήμαντο μπορεί να ανασύρει από τη μνήμη του, από την πρώτη του στιγμή στους καπνούς του πετάλου μέχρι την τραγωδία που έκλεισε και σημάδεψε ολόκληρη τη δεκαετία, ορίζοντας και το τέλος της «Old School» γενιάς που έθεσε τους κανόνες της οπαδικής ζωής ουρλιάζοντας, χοροπηδώντας κι αιμορραγώντας στα γήπεδα και στους δρόμους.
Το βιβλίο είναι διαθέσιμο από τις εκδόσεις Τόπος και μπορείτε να το παραγγείλετε εδώ.