Βγήκε πάλι ο Λουτσέσκου κι άρχισε τη γνωστή αγαπημένη γκρίνια: «Μας έκλεψαν και δεν καταλαβαίνω γιατί πανηγυρίζουν και έχουμε 64 βαθμούς και οι παίκτες μου κόπιασαν μέσα στο γήπεδο και οι άλλοι φύγανε πριν τον αγώνα και οι παράλλοι δεν βγήκανε να συνεχιστεί το παιχνίδι και δεν μιλάω για ομάδες της Αθήνας, αλλά αν είναι να τονίσω ότι μας έκλεψαν κάνω μια εξαίρεση και μιλάω».
Πρέπει να έχει μιλήσει καμιά 50ριά φορές τον τελευταία καιρό και προφανώς έχει ξεχάσει το mode της γκρίνιας στα «on», διότι δεν έχει σταματήσει να γκρινιάζει λεπτό: η αλήθεια είναι ότι μας κούρασε. Με απόλυτο σεβασμό σε αυτό που θεωρεί «δίκαιο» και «άδικο», σε ένα πρωτάθλημα που νιώθει ότι η ομάδα του αδικήθηκε, ότι θα έπρεπε ο ΠΑΟΚ να είναι πρώτος και να κάνει αυτός φιέστα τίτλου, έχει γκρινιάξει τόσες πολλές φορές λέγοντας ακριβώς τα ίδια πράγματα, που κάπου έχει χάσει το – όποιο – δίκιο του.
Η non – stop γκρίνια του Λουτσέσκου φυσικά δεν είναι η μοναδική γκρίνια του σύμπαντος. Είναι ίσως ο λιγότερο αναμενόμενος γκρινιάρης (γενικά αρκετοί προπονητές γκρινιάζουν, συνήθως για τη διαιτησία, αλλά αυτός το παράκανε). Όμως, αν κοιτάξουμε γύρω μας, στο σπίτι, στη δουλειά, στο δρόμο, θα βρούμε πολλές ακόμα περιπτώσεις αθεράπευτης γκρίνιας. Αν λάβουμε ως δεδομένο ότι ο Λουτσέσκου είναι το απόλυτο, το 10/10, διαβάστε και ταυτιστείτε:
1. O φίλος που δεν έχει γκόμενα
Παρότι οι άντρες γκρινιάζουν λιγότερο από τις γυναίκες, ΑΥΤΟΣ ο φίλος, ο αιώνιος μπάκουρος, ο χαροκαμένος της ζωής, ο σόλο όμποε, που η μια του ξινίζει και η άλλη του βρωμάει, είναι η πηγή όπου αναβλύζει η γάργαρη, κρυστάλλινη γκρίνια: «πάλι θα πάρετε τις γκόμενές σας μαζί; Πάλι θα είμαι ο μοναδικός σόλο; Δεν έρχομαι!» Κι όταν του λες ότι η δικιά σου θα πάρει και μια φίλη της μαζί, σου λέει: «ναι, αν είναι σαν την άλλη που έφερε τις προάλλες, τα πιάσαμε τα λεφτά μας». Κι όταν του εξηγείς ότι κατά βάθος είναι προνομιούχος, διότι μπορεί να παίξει μπαλίτσα σε ένα μαγαζί γεμάτο γυναίκες, σου απαντά: «αφού με ξέρεις, εγώ δεν είμαι για τέτοια». Είναι γενικά πρήξας, διότι η ζωή δεν του φέρθηκε καλά, διότι χώρισε, διότι όλοι οι υπόλοιποι είναι σε φάση σχέσης και γκρινιάζει ό,τι και να κάνει η παρέα: ακόμα κι όταν αφήνουν τις γυναίκες πίσω και μαζεύονται σε ένα σπίτι για μπάλα, κλωτσάει τα μούτρα του διότι «σε λίγο θα φύγουμε και πάλι μόνος μου θα είμαι». Ε, δεν μας χέζεις αδελφέ;
Σε κλίμακα Λουτσέσκου: 8/10
2. Η γυναίκα όταν κάνει γενική (bonus: έχει ΚΑΙ περίοδο)
Είναι ανυπόφορη όταν κάνει γενική. Σε φτάνει στα όριά σου όταν έχει περίοδο. Σκεφτείτε λοιπόν εκείνη τη μαγευτική στιγμή, που τα δυο αυτά συναντιούνται: είναι σαν τα σπάνια μετεωρολογικά φαινόμενα όπου ενώνονται δυο ανεμοστρόβιλοι και καταστρέφουν παρέα ό,τι βρουν στο διάβα τους. Η γυναίκα αυτή έχει φάτσα δολοφόνου, βλέμμα τρελού και συμπεριφορά Βίνι Τζόουνς. «Γιατί κάθεσαι στον καναπέ; Θέλω να τινάξω το κάλυμμα». «Γιατί σηκώθηκες; Μόλις σφουγγάρισα». «Τώρα βρήκες να πας στο μπάνιο να κατουρήσεις; Είχα ρίξει χλωρίνη στη λεκάνη». «Γιατί καπνίζεις; Μόλις αέρισα». «Εδώ θα κάτσεις, μέσα στα πόδια μου;» «Α, φεύγεις; Τόσο γαϊδούρι; Δεν θα κάτσεις να βοηθήσεις;» «Μην πατάς με τα παπούτσια, μόλις σκούπισα». «Μην πατάς με τις παντόφλες, μόλις τις έπλυνα». «Μην πατάς ξυπόλητος, αφήνεις σημάδια». «Γιατί αναπνέεις; Βγάζεις υπερβολικά πολύ διοξείδιο του άνθρακα». Μετανάστης στην Αυστραλία μοιάζει η καλύτερη επιλογή για κάποιον λόγο.
Σε κλίμακα Λουτσέσκου: 9/10
3. Ο οδηγός λεωφορείου όταν κολλήσει στη στροφή
Ύφος ανάμεσα σε τσαντίλα και απόγνωση. Ένα αυτοκίνητο πάρκαρε περίεργα και το λεωφορείο δεν περνάει. Ή βαριέται ο οδηγός να κάνει δυο μανούβρες και να φύγει. Γκρινιάζουν οι επιβάτες του λεωφορείου. Γκρινιάζουν οι οδηγοί από τα αυτοκίνητα που κόλλησαν πίσω. Γκρινιάζουν οι οδηγοί από τα μηχανάκια που δεν άφησε μια σπιθαμή χώρου να περνάνε. Αλλά η γκρίνια του οδηγού του λεωφορείου, που μονολογεί, βρίζει, κορνάρει ακατάπαυστα, παίρνει τηλέφωνο την Αστυνομία να στείλει γερανό, μανουριάζει με τους οδηγούς, στέλνει μήνυμα στην κυρά ότι θα αργήσει και αναρωτιέται αν θα είναι πίσω όταν τελειώνει το ωράριό του ή θα αναγκαστεί να «δουλέψει» 20 λεπτά παραπάνω από τη βάρδιά του, μπορεί να κάνει το δρόμο να ανοίξει στα δυο.
Σε κλίμακα Λουτσέσκου: 7/10
4. Η γιαγιά στην παραλία
«Θα πάρουμε μαζί στην παραλία και τη γιαγιά». Καλές προθέσεις, πολύ λάθος επιλογή. Τραγική επιλογή για την ακρίβεια. Διότι η γιαγιά είναι μπελαλού. Θέλει να είναι καθαρά τα νερά αλλά να μην περάσει και μια ώρα μέσα στο αμάξι για να φτάσει – κι ας παίζει το air-condition στο φουλ. Θέλει ομπρέλα και ξαπλώστρα, να είναι κοντά στη θάλασσα, αλλά όχι πολύ κοντά και την ενοχλούν τα παιδάκια που παίζουν και οι ρακετίερς. Θέλει τοστ και χυμό αλλά «να μην δώσουμε μια περιουσία», οπότε βγάζει με κίνηση – Χουντίνι ένα τάπερ με ντολμαδάκια που έχουν ξεραθεί και «θυμίζουν το πράμα του παππού» και ένα θερμός με χυμό που είναι τόσο ζεστός, όσο λέει και το όνομα του σκεύους: θερμός. Η γιαγιά γκρινιάζει όταν έχει άμμο, διότι βουλιάζουν τα πόδια της και γκρινιάζει όταν έχει πέτρες, γιατί πονάει. Γκρινιάζει όταν είναι ζεστά τα νερά («σαν κάτουρο είναι») αλλά και όταν είναι κρύα. Γκρινιάζει επίσης αν την πιτσιλίσει κανείς την ώρα που μπαίνει, λες και δεν πήγε για μπάνιο αλλά στο Μέγαρο, γκρινιάζει αν της βραχεί το μαλλί, αν κοκκινήσει από τον ήλιο, αν κολλήσει άμμος στα γυαλιά της, αν παίζει δυνατά η μουσική, αν, αν, αν… Καλή τύχη σε όλους σας και όλους μας.
Σε κλίμακα Λουτσέσκου: 9/10
5. Η Μάγκυ από το Master Chef
Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή τη συμπαθούσαμε. Και στην πορεία, όταν άρχισαν να λιγοστεύουν οι γυναίκες, κάπως τη συμπαθήσαμε παραπάνω. Βέβαια μας έκανε μια κάποια εντύπωση, την πρώτη φορά που έφυγε, οικειοθελώς τότε, ότι έλεγε κάτι «κουλά ντε Παρί» σχετικά με το έπρεπε να φύγει ή όχι: όταν έχεις παιδί και το παιδί σου έχει πρόβλημα υγείας, παρατάς τα πάντα χωρίς δεύτερη σκέψη και τρέχεις κοντά του. Αλλά τέλος πάντων επέστρεψε, με ανανεωμένο μαλλί και είπαμε «κομμάτια να γίνει, από το να βλέπουμε μόνο το μουστάκι του Τσίκιλη, τα γουρλωμένα μάτια του Φασιλή και να ακούμε αυτό το φίδι τον Τζώρτζη, καλύτερα να έχουμε και μια Μάγκυ στο παιχνίδι». Με το ιταλικό «κελάηδισμα» όταν μιλάει. Με το ωραίο χαμόγελο. Με τη λιγότερη εμπειρία από τους άλλους, που όμως πάλευε να την «κρύψει» στην κουζίνα. Μέχρι που ήρθε η στιγμή που έφυγε για δεύτερη φορά από το διαγωνισμό. Αξιοκρατικά. Τίμια. Παντελονάτα. Έκανε χειρότερο πιάτο από τον αντίπαλό της, εμφανισιακά και γευστικά. Το είδαμε. Το συγκρίναμε. Ακούσαμε τις απόψεις των κριτών. Το αποτέλεσμα ήταν αδιαμφισβήτητο. Ήταν; Όχι από όλους. Διότι η Μάγκυ, έβγαλε μια πρωτοφανή γκρίνια. «Η Οδύσσεια μιας Αδικημένης». Κάτι του τύπου «δεν έπρεπε να φύγω» και «είχα καλύτερο πιάτο» και «εντάξει, είχα μια αστοχία στην εμφάνιση αλλά είχε καλύτερη γεύση» και κάτι τέτοια παντελώς ανυπόστατα. Αφήστε και το άλλο: όταν της είπαν «δυστυχώς φεύγεις», χαιρέτισε ψυχρά και παγερά, σχεδόν με το ζόρι, δια χειραψίας τους τρεις κριτές. Άσε μας κουκλίτσα μου!
Σε κλίμακα Λουτσέσκου: 8/10