Η εικόνα του Ραούλ Κάστρο κατά τη διάρκεια της ανακοίνωσης του θανάτου του αδελφού του, Φιντέλ, ερχόταν από άλλες εποχές. Στρατιωτική στολή, ανάγνωση από χειρόγραφο, αυτά τα κάδρα και καδράκια των αγωνιστών που «επέβλεπαν» την όλη διαδικασία, ο τονισμός των λέξεων και των φράσεων.
Ήταν μια εικόνα που θα στοιχημάτιζες ότι έχει πια χαθεί μέσα στον πολτό του δήθεν τέλους της ιστορίας, που (υποτίθεται ότι) ήρθε με την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων.
Κάποιος θα μπορούσε να συμπληρώσει ότι αυτή η εικόνα έρχεται από άλλες εποχές της ίδιας της Κούβας. Η ήδη δεκαετής παρουσία του Ραούλ Κάστρο στη διακυβέρνηση της χώρας έχει δρομολογήσει εξελίξεις βγαλμένες από τους πιο σκοτεινούς εφιάλτες του Φιντέλ. Και ίσως για αυτό η ανακοίνωση του θανάτου του ιστορικού ηγέτης της Κούβας ακολούθησε τη σημειολογία των προηγούμενων πέντε δεκαετιών –και όχι της τελευταίας.
Αν την παρέα συμπλήρωνε και ένας κυνικός παρατηρητής, δεν θα άφηνε ασχολίαστη την ύπαρξη κρατικής επιτροπής κηδειών και θα σημείωνε ότι η τελευταία φράση του ανακοινωθέντος, αυτό το γεμάτο ένταση Hasta la Victoria περισσότερο είχε το ρόλο ενός διαφημιστικού σλόγκαν, παρά μιας ουσιαστικής παρέμβασης.
Υπήρχε ωστόσο κάτι, που ναι μεν ερχόταν από άλλες εποχές, αλλά εξακολουθεί να έχει ισχύ στη σημερινή και θα έχει στις επόμενες. Ο τρόπος με τον οποίο ο Ραούλ χαρακτήρισε τον Φιντέλ: Μία φόρα τον αποκάλεσε αρχηγό και μία δεύτερη θεμελιωτή της κουβανικής επανάστασης. Το «αξίωμά» του ήταν επαναστάτης και ο Φιντέλ Κάστρο ήταν ο τελευταίος πολιτικός που μπορούσε να τo δικαιώσει.
Φυσικά, αυτό δεν το αποδέχονται όλοι. «Πέθανε ο δικτάτορας Κάστρο», έγραψε η USA Today, ενώ ο Φρανσουά Ολάντ στην ανακοίνωσή του δεν παρέλειψε να προσθέσει το απαραίτητο «ναι μεν, αλλά» (για το θέμα τον ανθρωπίνων δικαιωμάτων). Μέρος του δικού μας εγχώριου timeline, αφού συνέρχεται από τη γαλοπούλα του thanksgiving, αντιδρά στην είδηση του θανάτου λες και είχε υποστεί σωρεία διώξεων από το καθεστώς της Κούβας ή έχει χαμένους συγγενείς στους Κουβανούς που μετανάστευσαν στις ΗΠΑ.
Αναμενόμενα, βέβαια, όλα αυτά, ειδικά όταν μιλάς από την πλευρά αυτών που έχουν νικήσει. Από την πλευρά εκείνη που θα σπεύσει να υμνολογήσει, π.χ., τη Θάτσερ, αλλά θα προβληματιστεί σοβαρά για την «πραγματική» κληρονομιά του Κάστρο στην Κούβα.
Όσο ακριβές, λοιπόν, είναι ότι η Κούβα «ανοίγεται» στον κόσμο μην έχοντας να πουλήσει κάτι άλλο παρά τη «μυθολογία» μιας σοσιαλιστικής χώρας που είναι πλέον συμβατή και φιλική προς το μέσο Δυτικό χρήστη του Instagram, ο οποίος πλάι στα ιστορικά μουσεία, θα ψάξει και για ένα κάδρο με αισθησιακά κορίτσια ή με ξεχασμένες από τους Αμερικανούς κόκκινες Cadillac, άλλο τόσο είναι ακριβές ότι ο Κάστρο διέφερε θεμελιακά από τους υπόλοιπους ηγέτες που προσδέθηκαν στο άρμα της ΕΣΣΔ, διότι δεν επιβλήθηκε από τη μαμά-Μόσχα, αλλά ηγήθηκε μιας λαϊκής επανάστασης.
Ο Κάστρο πίστευε στην ισότητα και τη δικαιοσύνη και επέλεξε τον δρόμο που θεωρούσε ότι θα οδηγήσει τον λαό της Κούβας προς τα εκεί. Η επιλογή αυτή δεν ήταν κάποιο προσωπικό καπρίτσιο ούτε πήγαζε από τη ματαιοδοξία ή το «ντοπάρισμα» που νιώθει ένας ηγέτης όταν οι καταστάσεις γίνονται οριακές.
Ήταν η μοναδική διαθέσιμη επιλογή που είχε στις δεδομένες συνθήκες για να πετύχει το σκοπό του και να μην είναι η πατρίδα του προτεκτοράτο κανενός. Ακόμα και αν έχεις δει μόνο το «Havana» με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, μπορείς εύκολα να καταλάβεις τι ήταν η Κούβα πριν τον Κάστρο.
Πλέον είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε σε τι πέτυχε και σε τι απέτυχε, σε ποια η Ιστορία τον δικαίωσε και σε ποια όχι. Δεν υπάρχει ανάγκη για καμία ωραιοποίηση ή εξιδανίκευση. Το κυριότερο: ξέρουμε ότι έχασε.
Προφανώς, η Ιστορία δεν έχει μία και μοναδική ανάγνωση. Μπορεί, για παράδειγμα, κάποιος να πει ότι ο Κάστρο ήταν ο τύπος που ανέτρεψε τον Μπατίστα -την ώρα που οι Αμερικανοί τουρίστες τσούγκριζαν αμέριμνοι τα ποτήρια για «καλή χρονιά» και ο Κορλεόνε ψιθύριζε «you broke my heart, Fredo»- για να δημιουργήσει μια Σοβιετική χώρα με τις πιο μορφωμένες πόρνες του κόσμου.
Αν κάποιος, λοιπόν, θέλει να βλέπει τον Κάστρο ως «νταβατζή» με γενειάδα και μπερέ, ας έχει τουλάχιστον το θάρρος να παραδεχτεί ότι 638 σχέδια δολοφονίας μάλλον παραείναι βαρύ μερίδιο ιστορίας για έναν απλό «νταβατζή».