Δεν θα σταθώ στις δυσλειτουργίες και στις άστοχες παρεμβάσεις των εκάστοτε κυβερνήσεων εδώ και δεκαετίες στο κατεξοχήν σημαντικό πεδίο της εκπαιδευτικής πολιτικής. Θέλω, όμως, να μοιραστώ μαζί σας την εξής σκέψη: Μήπως η υποβάθμιση του εκπαιδευτικού μας συστήματος είναι ένα ύπουλο σχέδιο των κυβερνώντων για να κρατήσουν σφιχτό το λουρί του ραγιά; Μήπως, λέω εγώ τώρα, μήπως, κάθε μεταπολιτευτική κυβέρνηση αμέσως μετά την ορκωμοσία της πάει και κλείνεται σε ένα σκοτεινό υπόγειο με σκοπό να εκπονήσει σχέδια για το πώς θα κρατήσουν αποχαυνωμένο τον λαό μέσω ενός άθλιου εκπαιδευτικού συστήματος;
Ενός συστήματος δηλαδή που μοναδική του στόχευση θα είναι να μας καίει τα μυαλά, να μας αποχαυνώνει και να μας αφαιρεί το βασικό όπλο που μπορεί να βάλει στη φαρέτρα του ο μεγαλύτερος αντίπαλος μιας σάπιας εξουσίας, ο ενεργός και σκεπτόμενος πολίτης;
Ας σοβαρευτούμε λιγάκι
Καμία κυβέρνηση που γνώρισε αυτός εδώ ο τόπος δεν είχε την παραμικρή ικμάδα πανουργίας για να σκεφτεί κάτι τέτοιο. Πόσο μάλλον για να το οργανώσει. Τα πράγματα είναι απλά: μέσα στη γενικευμένη και δεδομένη ανικανότητα τους να παραγάγουν πολιτική σε οποιονδήποτε τομέα, πληρώνει το μάρμαρο και το ευαίσθητο κομμάτι της εκπαίδευσης. Οι μεταρρυθμίσεις στο οποίο δεν απαιτούν μονάχα όραμα, εξειδίκευση και στοχευμένη μελέτη, αλλά ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο: πολιτική βούληση.
Το επίπεδο του εκπαιδευτικού συστήματος κάθε χώρας έχει άμεση συσχέτιση με το βαθμό αποτελεσματικότητας του κρατικού μηχανισμού. Όσο πιο ποιοτική η παρεχόμενη εκπαίδευση, τόσο πιο αποδοτική η διακυβέρνηση κι όσο πιο παραπαίουσα η πρώτη, τόσο πιο... χυμαδιό η δεύτερη. Αν δεν σας αρκεί η πραγματικότητα του δικού μας συστήματος ως το εμπειρικό εκείνο παράδειγμα που ενισχύει την παραπάνω εξίσωση, μπορείτε να ανατρέξετε σε μια σειρά από μελέτες που εστιάζουν στο ζήτημα (να μία ενδεικτική).
Σε κάθε περίπτωση, ένας πολίτης με ουσιαστική μόρφωση είναι ένας εν δυνάμει καλός ψηφοφόρος που μπορεί να φιλτράρει, να κρίνει, να συγκρίνει, να ξεχωρίσει τον δημαγωγό από τον συνεπή και τεχνοκράτη. Ένας ορθολογιστής που θα πάει στην κάλπη ενημερωμένος και υποψιασμένος. Αν γεμίσουν οι δρόμοι μιας χώρας από πολίτες τέτοιας κοπής, τα γρανάζια θα λειτουργούν καλύτερα διότι οι κυβερνήσεις θα νιώθουν την ανάσα της κριτικής στο σβέρκο τους. Θα ξέρουν πως είναι υπόλογες και ελεγχόμενες. Και κυρίως θα γνωρίζουν πως η πραμάτεια με τα καθρεφτάκια τους δεν θα έχει μεγάλη πέραση στα προεκλογικά πανηγύρια.
Σεμινάρια καταγγελίας
Ωστόσο, η εξίσωση αυτή ανάμεσα σε εκπαιδευτικό σύστημα και κυβέρνηση, έχει μια επιπλέον μεταβλητή η οποία είναι καθοριστική για το αποτέλεσμα που προκύπτει. Κι αυτή είναι η δύναμη της καταγγελίας. Σύμφωνα με μια έρευνα από το Πανεπιστήμιο του Σικάγου που δημοσιεύθηκε πριν από χρόνια στο Journal of Law and Economics, οι μορφωμένοι πολίτες είναι πιο πιθανό να προχωρήσουν σε καταγγελία αν πέσουν θύματα κακοδιαχείρισης από την πλευρά κάποιου κρατικού λειτουργού. Στα εκπαιδευτικά προηγμένα κράτη, οι μαθητές μπαίνουν σε αυτό το τριπάκι από νωρίς κι από τα γυμνασιακά ακόμη χρόνια ενθαρρύνονται να συμμετέχουν ενεργά σε πρωτόλειες μορφές καταγγελίας όπως για παράδειγμα αυτή εδώ. Όσο πιο συχνές, λοιπόν, οι καταγγελίες αυτές, τόσο πιο πιθανή η κρατική λογοδοσία και τόσο πιο αποτελεσματική η λειτουργία του κρατικού μηχανισμού.
Αυτά σε μια νορμάλ χώρα όπου το εκπαιδευτικό σύστημα λειτουργεί όπως πρέπει. Στις άλλες, τις εκπαιδευτικά υπανάπτυκτες, όπου η εκπαίδευση λειτουργεί ως δοκιμαστικός σωλήνας για πειραματισμούς και ως τσιφλίκι πολιτικάντηδων που δεν λένε να κατανοήσουν τη σημαντικότητα της (είπαμε, δεν το κάνουν εσκεμμένα γιατί αυτό είναι κάτι που ξεπερνάει τις δυνατότητές τους), η δύναμη της καταγγελίας διοχετεύεται σε άλλες, πιο... χρηστικούς διαύλους. Όπως, για παράδειγμα, σε ένα καταγγελτικό ποστάρισμα στα social media ή σε μια καφενειακή συζήτηση μεταξύ τυρού και αχλαδίου.
Μια χαρούλα είμαστε.
Προχωράμε.