Τετάρτη βράδυ, μόλις έχουν τελειώσει τα παιχνίδια του Τσάμπιονς Λιγκ. Γκολ, φάσεις, συγκινήσεις, θέαμα, βολ-πλανέ, απίθανες αποκρούσεις, μια (ακόμα) γεμάτη βραδιά με θέαμα μέσα σε 90 λεπτά που δεν θα δούμε ποτέ ούτε σε μια ολόκληρη σεζόν στη Σούπερ Λίγκα. Πάρα πολύ ωραία και χορτάσαμε μπάλα και τι ωραία που περάσαμε το βράδυ της Τετάρτης. Και κάνω ζάπινγκ και γυρίζω στο «Voice».
Και πιάνω τον εαυτό μου να χαμογελάει με τις ατάκες του Μουζουράκη. Και να σιγοτραγουδάω το «Time of my life». Και να τους χαζεύω που είχαν σηκωθεί και το χόρευαν και να σκέφτομαι ότι αν ήμουν εκεί, πιθανότατα θα έκανα το ίδιο. Και να γελάω με μια ατάκα του Καπουτζίδη. Και να προσπαθώ να μπω στη θέση του Μαραβέγια και να σκεφτώ ποιον από τους δυο μονομάχους θα κράταγα. Και να γουστάρω που βλέπω το Ρουβά να «τσαλακώνεται» και να γουστάρω ακόμα περισσότερο βλέποντας την Παπαρίζου, την πιο ποθητή και ακομπλεξάριστη γυναίκα της σόουμπιζ, να γελάει γάργαρα. Και συνειδητοποίησα ότι το «Voice» είναι το πιο ευχάριστο πράγμα που μπορείς να δεις στην τηλεόραση.
To reality αλλιώς
Τραγουδιστικά reality έχουμε δει με τη σέσουλα – και θα δούμε κι άλλα. Αν δεν είσαι παίκτης ή συγγενής παίκτη, δεν σε πολυνοιάζει ιδιαίτερα ποιος θα κοπεί, ποιος θα περάσει, ποιος θα φτάσει ψηλά και ποιος θα το κερδίσει. Επίσης, αν δεν είσαι καθηγητής μουσικής, δεν σε κόφτει κιόλας αν κάποιος έχασε μια νότα ή μια οκτάβα, αν «πάτησε» καλά ή «στονάρει». Τραγουδιστικό reality είναι, όχι συναυλία, όχι τελετή έναρξης Ολυμπιακών Αγώνων, όχι όπερα, ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα είναι που το βλέπεις για να περάσεις καλά. Αλλά ταυτόχρονα δεν είναι απλά ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα. Δεν έχει έναν παρουσιαστή που απλά παρουσιάζει. Και κυρίως δεν έχουν κριτές που απλά κρίνουν, με ύφος χιλίων Μπόνο ή χιλίων Μαντόνων, με αυστηρότητα και καθωσπρεπισμό.
Έχεις μπροστά σου τέσσερις «χάβαλους», που λειτουργούν σαν παρέα, οι οποίοι θα κάνουν ό,τι μαλακία τους κατέβει στο κεφάλι. Και θα την κάνουν τόσο χαριτωμένα, τόσο γλυκά, που κανείς δεν θα προσβληθεί, κανείς δεν θα στραβώσει ή δεν θα του φανεί παράταιρο αυτό που βλέπει ή «αντι-τηλεοπτικό». Βλέπεις τέσσερις ανθρώπους που παρότι είναι δεύτερη σεζόν στις ίδιες καρέκλες με το ίδιο κόνσεπτ, ούτε έχουν «κουράσει», ούτε έχουν κουραστεί. Κι ένα τραγουδιστικό reality, το οποίο παρότι γίνεται στην πατρίδα του μπουζουκιού και στο Βασίλειο της Λαϊκής Μουσικής, έχει κριτές που ανήκουν σε άλλους μουσικούς χώρους, που δεν επενδύει στο ζεϊμπέκικο και στο τσιφτετέλι για να κάνει νούμερα και να βγάλει το επόμενο αστέρι της πίστας.
Φυσικά θα δω και θα συνεχίσω να βλέπω και ποδόσφαιρο και μπάσκετ – και την ομάδα μου και γενικώς. Αλλά αν το ματς έχει σασπένς και αγωνία, θα τσιτώσω, θα αρχίσω να κατεβάζω καντήλια αν δεν μπει το γκολ ή φάμε τρίποντο, θα πιάσω τον εαυτό μου να πετάγομαι από τον καναπέ ή να εκτοξεύει τηλεκοντρόλ σε άγνωστη κατεύθυνση. Και reality επιβίωσης βλέπω. Αλλά κάποια στιγμή θα με αγχώσουν τα αγωνίσματα και θα με βαρύνουν οι ίντριγκες και οι τσακωμοί. Και ταινία θα δω, αλλά πλέον θα διαλέξω κάποια που δεν είναι πολύ τρομακτική ή πολύ έντονη, διότι το βράδυ που θα γυρίσω σπίτι, θέλω να δω κάτι που θα «αδειάσει» το μυαλό μου και δεν θα το γεμίσει με σκοτούρες. Και τελικά, στο «σβήσιμο» της ημέρας, δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο για να χαμογελάσεις, να χαλαρώσεις και να κοιμηθείς σαν πουλάκι, από 100 miligram «Voice». Σαν αντιβίωση, κάθε βράδυ.