Είναι γνωστό σε όλο τον ποδοσφαιρικό πλανήτη, σε συλλόγους και Εθνικές ομάδες, σε ερασιτεχνικά και επαγγελματικές κατηγορίες, ότι οι παίκτες εύκολα ή δύσκολα μπορούν να «φάνε» προπονητές ή να βάλουν πλάτη και να τους κρατήσουν. Μπορούν να «παίζουν για τον προπονητή τους» ή να τον αφήσουν να αποδομηθεί πλήρως με τις πράξεις τους, την αδιαφορία τους, τη μειωμένη τους απόδοση, τις δηλώσεις τους ή τις διαρροές στους δημοσιογράφους.
Κανείς δεν πέφτει από τα σύννεφα φαντάζομαι και κανείς δεν νιώθει έκπληξη – μοιάζει εύκολο οι «πάλιουρες» ή οι «ξένοι» ή οι «Λάτιν» ή οι «Έλληνες» (Ισπανοί, Ιταλοί, Ρώσοι, Τούρκοι, βάλτε ό,τι θέλετε) να διώξουν έναν προπονητή. Επειδή δεν γουστάρουν τη φάτσα του ή τις προπονητικές του μεθόδους. Επειδή κάνει πολύ σκληρή ή πολύ light προπονήσεις. Επειδή παίζει ο τάδε και δεν παίζει ο δείνα. Επειδή τους βγάζει στη σέντρα μετά από ήττες, επειδή έχει τσακωθεί με έναν σταρ της ομάδας και οι φίλοι του στραβώνουν που δεν παίζει, υπάρχουν 1000 και 1 «επειδή».
Και στην Ελλάδα γίνεται αυτό
Έχει γίνει και θα ξαναγίνει και θα γίνεται, όσο το καλομαθημένο ή κακομαθημένο πλάσμα που λέγεται «ποδοσφαιριστής», νιώθει και αισθάνεται και πληρώνεται σαν να είναι ο Βασιλεύς των Βασιλέων, μετά από ενάμιση καλό παιχνίδι ή ένα χατ-τρικ. Μόλις ακούσει το όνομά του από την εξέδρα ή μπει η φάτσα του σε 2-3 αποθεωτικά πρωτοσέλιδα. «Είναι πολύ πιο εύκολο να τελειώσεις έναν προπονητή από το να διώξεις τρεις παίκτες που δημιουργούν προβλήματα», λέμε. Και πολύ πιο φτηνό, συμπληρώνω. Μόνο που το πλάσμα αυτό που λέγεται ποδοσφαιριστής, είναι σαν τον καρχαρία που μυρίζεται αίμα ή σαν το θηρίο που γεύεται πρώτη φορά ωμό κρέας: άπαξ και το κάνει μια φορά, άμα το δοκιμάσει, θέλει μετά ξανά και ξανά.
Ψηφίστε κόσμε
Μετά τον αποκλεισμό της Εθνικής, στήθηκαν polls: «να μείνει ή να φύγει ο Σκίμπε»; Οριακά ο κόσμος ψήφισε «να μείνει». Ρωτήθηκε ο Υφυπουργός Αθλητισμού, ο κύριος Βασιλειάδης. «Να μείνει» είπε κι αυτός. Ρωτήθηκε ο ίδιος ο Σκίμπε και είπε ότι θέλει να μείνει. Ανα-ρωτήθηκαν οι δημοσιογράφοι για το τι πρέπει να γίνει με το θέμα του προπονητή, παλαίμαχοι παίκτες, τα σημαιάκια του κόρνερ, τα δοκάρια, αυτοί που πουλάνε σάμαλι στο γήπεδο, τα ποτιστικά του «Καραϊσκάκης». Δεν ρωτήθηκαν βέβαια ή τέλος πάντων δεν απάντησαν οι καθ’ ύλην αρμόδιοι, αυτοί που έχουν το μαχαίρι και το καρπούζι, αυτοί που έχουν την ευθύνη της επιλογής και στο κάτω – κάτω αυτοί που τον πληρώνουν – και μιλάω για την ΕΠΟ. Σε τελική ανάλυση, η ΕΠΟ βάζει τα λεφτά στη δική της τσέπη όταν η Εθνική συμμετέχει σε κάποια τελική φάση, αυτή έχει χασούρα όταν βλέπουμε το Euro ή το Μουντιάλ από τον καναπέ. Αλλά για να μην ανησυχείτε, ρωτήθηκαν οι παίκτες της Εθνικής για το αν θέλουν ή δεν θέλουν τον προπονητή.
Είναι φοβερή πατέντα να ρωτάς δημόσια τον υφιστάμενο αν θέλει ή όχι τον προϊστάμενό του κι εκείνος να απαντάει on camera. Θέματα που θα έπρεπε να συζητιούνται στα αποδυτήρια της ομάδας και να μένουν εκεί, να πλακώνονται ή να ξεκατινιάζονται, να μονοιάζουν ή να βρίζονται, γίνονται θέματα δημόσιας διαβούλευσης και debate που το μαθαίνουμε όλοι. Από πού κι ως πού νομιμοποιείται ένας ποδοσφαιριστής να κρίνει τον προπονητή του, τον προϊστάμενό του, που δεν τον έχει διαλέξει και δεν τον πληρώνει ο ίδιος και μάλιστα δημόσια; Έλα μου ντε…
Μιλώντας για προπονητές, έχεις και εσύ φίλο που το παίζει ειδικός προπονηταράς;
Είναι το πρόβλημα ότι αποκλειστήκαμε; Ξίνισαν κάποιοι με τις επιλογές του Σκίμπε στο ματς της Κροατίας; Χαλάστηκαν με τις δηλώσεις του προπονητή μετά το ματς, που έριξε ουσιαστικά το φταίξιμο στους παίκτες και δεν ανέλαβε ούτε μέρος των ευθυνών; Σεβαστά όλα αυτά, αλλά ό,τι πρόβλημα έχει κανείς, μπορεί να το συζητήσει και να το λύσει ή να μην το λύσει στα αποδυτήρια. Κατ΄ ιδίαν. Προσωπικά δεν θεωρώ τον Σκίμπε κάτι το φοβερό και τρομερό, αλλά είναι ένας νοικοκύρης προπονητής, που συμμάζεψε το χάος που παρέλαβε και εμφάνισε ξανά την εικόνα μιας ομάδας και όχι ενός καφενέ. Ομάδας με ταβάνι και συγκεκριμένες δυνατότητες, αλλά τουλάχιστον ομάδας.
Μόνο που κάποιοι μπερδεύτηκαν λιγάκι: ναι, να τον χρεώσουμε με πολλά και διάφορα τον Σκίμπε για το ματς στην Κροατία, για την επιλογή συστήματος και προσώπων, γι’ αυτούς που έπαιξαν και γι’ αυτούς που δεν έπαιξαν, ακόμα και γι’ αυτούς που δεν κάλεσε καν. Αλλά στο πρώτο και το τέταρτο γκολ που δωρίσαμε στους Κροάτες, δεν φταίει ούτε ο Σκίμπε, ούτε το 5-3-1-1, ούτε η απουσία του Λάζαρου από την 11άδα ή του Μπακάκη από την αποστολή. Και με τη λογική που επικρατεί τελευταία, της «Λαϊκής Δημοκρατίας του Ποδοσφαίρου», μήπως θα έπρεπε να ρωτήσουμε τους διεθνείς αν πρέπει να συνεχίσουν να παίζουν στην Εθνική ο Καρνέζης και ο Σταφυλίδης που έκαναν τα χοντρά λάθη; Όχι και για κανέναν λόγο.
Στο ποδόσφαιρο, δεν γίνεται να υπάρχει Δημοκρατία. Δεν γίνεται να αποφασίζουν δια βοής ή με γκάλοπ ή να σηκώνουν χέρια. Το ποδόσφαιρο δεν είναι reality και δεν παίρνει τη «βοήθεια του κοινού». Το ποδόσφαιρο (και το μπάσκετ και όλα τα ομαδικά αθλήματα) είναι Δικτατορία. Είναι Μοναρχία. Όποιος δεν θέλει να το καταλάβει, τότε μάλλον δεν ξέρει πώς λειτουργεί το ποδόσφαιρο. Κι όποιος έχει απορίες, ας ρωτήσει τον Ζιντάν, το Σιμεόνε, τον Μουρίνιο, τον Γκουαρδιόλα, τον Χάινκες, τον Αλέγκρι ή όποιον άλλον θεωρεί πετυχημένο προπονητή, να του απαντήσει πόσο δημοκρατικά λειτουργούν στα αποδυτήρια και πώς ακριβώς έρχονται οι επιτυχίες στο ποδόσφαιρο.