Πριν κάποια χρόνια, φοιτητής ακόμα, τότε που περνούσαμε τις εβδομάδες μας φιλοσοφώντας τη ζωή και κάνοντας όνειρα για το λαμπρό μέλλον –ή, για να πούμε όλη την αλήθεια, τότε που κοπροσκυλιάζαμε ανελέητα, καίγοντας το μυαλό μας με videogames, καφέδες άκυρους, bar-crawling αναίτιο και άπειρες ώρες champions league, euroleague και της μεγαλειώδους σειράς “The League”- έτυχε, τότε, να γνωρίσω έναν από τους αφανείς ήρωες αυτής της πόλης που ονομάζεται Αθήνα.
Ο «κατ’ επιλογήν χομπίστας» Θανάσης, λοιπόν, ήταν επαγγελματίας άεργος· σχολή δεν τελείωσε ποτέ αν και ήταν μεγάλο μυαλό, δουλειές είχε αλλάξει καμιά εκατοστή αλλά «παραιτείτω» -τον απέλυαν δηλαδή- μιας και δεν ήθελε να εκμεταλλεύονται τη «φαιά του ουσία», την «υπεραξία» του για κανέναν λόγο δεν την σπαταλούσε, κατασπαταλούσε όμως συνειδητά και με σπάνια αρχοντιά την πατρική του περιουσία. Ο πενηντάχρονος θυμόσοφος Θανάσης, ικανός να μαγέψει ένα ολόκληρο καφενείο με μία και μόνο ατάκα του, μιλούσε συχνά πυκνά με αποφθέγματα όπως καταλαβαίνετε. Έτσι τον θυμάμαι μια μέρα που δεν είχε τα κέφια του, που κάτι κακό λέρωνε το μυαλό του, με πόνο ψυχής και μία απελπισία στα μάτια να αναφωνεί απηυδισμένος: «Η κατάρα του άνεργου είναι τα ‘πρωϊνάδικα’!».
Μεγάλη αλήθεια είχε ξεστομίσει
Κι εγώ την κρατώ σα φυλαχτό μέχρι σήμερα –με κάποιες μικροαλλαγές στο μυαλό μου βέβαια. Γιατί, όχι, δεν άλλαξε το τοπίο της τηλεόρασης, απλά αυτό που κατονόμασε εκείνος ως κατάρα, έχει εξαπλωθεί σαν ιός σε όλο το ημερήσιο πρόγραμμα. Δεν το κρύβω, και εγώ σαν τον θυμόσοφο, και εκατοντάδες ώρες αεργίας κάνοντας ζάπινγκ έχω περάσει, και «μεσημεριανή ζώνη» έχω χαζέψει και έχει χαζέψει το μυαλό μου με τη σειρά του, και στο τηλεμάρκεντινγκ έχω εντρυφήσει σε νύχτες αϋπνίας. Μα, πραγματικά φίλε Θανάση δε μπορώ άλλο, νιώθω πως στα 35 (σχεδόν) έχω γεράσει με αυτά που βλέπουν τα ματάκια μου στη TV.
Γιατί δεν αντέχεται άλλο τσιφτετέλι πρωί πρωί με τη τσίμπλα στο μάτι ρε παιδιά. Δεν αντέχονται άλλα τηλε-παιχνιδάκια με δώρο φριτέζα σε μουδιασμένες νοικοκυρές, άλλο κουτσομπολάκι της πεντάρας μεσημεριάτικα δεν αντέχεται. Ούτε κυπριακές σειρές με έλληνες εξόριστους ηθοποιούς αντέχονται, μήτε τούρκικο σίριαλ με σέξι μουστάκια, οικογενειακές συμφορές και κλαίουσες νεαρές αντέχεται το απόγευμα. Άλλο «Μπρούσκο» δεν μου αξίζει! Άλλες απορίες μέσω social media από εξηντάχρονες «κυριούλες» για το πως θα κάνουν την ερωτική τους ζωή «καυτή» δε μπορώ, δεν αντέχω, πώς να το κάνουμε;
Αυτό πια δεν είναι τηλεόραση, το κλουβί με τις γεροντοκόρες θείες μου είναι. Όπως ο πρωταγωνιστής στο «Κουρδιστό Πορτοκάλι» όπου σε μία σκηνή του κρατάνε, με το ζόρι, τα βλέφαρα ανοιχτά· για να βλέπει ξανά και ξανά κατάλληλα θεάματα μέχρι να συνετιστεί. Έτσι και εγώ (όταν βλέπω, μαζοχιστικά πια, τηλεόραση πριν πέσει η νύχτα). Αφού φοβάμαι μην κάποια μέρα, σιγά σιγά, μεταμορφωθώ σε «θεία» μου. Και παίρνω τηλέφωνο το πρωί να κερδίσω φριτέζες. Και το απόγευμα να γκρινιάζω γιατί μας άφησε με cliffhanger το τελευταίο επεισόδιο του «Μπρούσκο».
Μονάχα το βράδυ μπορεί να έρθει μια κάποια λύτρωση. Μονάχα τότε μπορεί να τελειώσει το μαρτύριο του Προμηθέα. Να έρθει η ώρα για Ευρωλίγκα –να αγιάσει το μυαλό αυτού που αποφάσισε για διπλάσια (σχεδόν) παιχνίδια φέτος· να χαζέψεις καμιά πολιτική εκπομπή –έτσι, για τον χαβαλέ πια· να δεις καμιά ξένη σειρά να ξεφύγει το μυαλό.
Γιατί ειδάλλως το χάος. Ο Θεός να σε φυλάξει να μην είσαι άεργος ή Θεός φυλάξει να μη χαλάσει το ιντερνέτ. Γιατί έτσι και χαλάσει και αναγκαστείς να τη βγάλεις με ελληνική TV, άστο. Καλύτερα τράβα να σταυρωθείς σε κάνα βράχο, να σου τρώνε το συκώτι οι γεροντοκόρες θείες σου με μορφή αϊτού. Καλύτερα κάτσε στο κρεβάτι ακίνητος και κοίτα το ταβάνι. Κλείσε τα φώτα και μέτρα μέχρι το εκατό χιλιάδες. Μέτρα προβατάκια μπας και κοιμηθείς ξανά και γλυτώσεις την κατάρα. Διότι, κύριοι, την ελληνική τηλεόραση πολλοί εμίσησαν αλλά την ελληνική τηλεόραση του σήμερα, κανένας μα κανένας, δεν την άντεξε δίχως να υποστεί βαριές εγκεφαλικές βλάβες.