Η αλήθεια είναι πως η ιστορική πραγματικότητα έχει δώσει μια σειρά από αφορμές για να είμαστε καχύποπτοι σχετικά με το πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος όταν νιώθει ότι φέρει την ταυτότητα του ισχυρού, του πλειοψηφικού και (κυρίως) του ανώτερου. Δεν μπορούμε, λοιπόν, παρά να υπερηφανευόμαστε που η διαφύλαξη της ισότητας και η κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αποτελούν τις σταθερές πάνω στις οποίες έχει οικοδομηθεί ο δυτικός πολιτισμός.
Σταθερές που δεν γεννήθηκαν μέσα από παρθενογένεση. Ούτε υπήρξαν αποτέλεσμα ενός λεκτικού πάρε-δώσε, όπου διάφορες κοινωνικές, εθνοτικές, μειονοτικές ομάδες τα έβαλαν κάτω με τους φορείς της εξουσίας ή με τους μη θεσμικούς καταπιεστές τους και μετά από μερικούς γύρους όμορφων και πολιτισμένων συζητήσεων, εξασφάλισαν πως στο εξής θα τους φέρονται με το γάντι και ως ίσο προς ίσο. Το αντίθετο.
Μαύροι, μετανάστες, γυναίκες κι άλλες ευάλωτες ομάδες, αγωνίστηκαν και εν πολλοίς συνεχίζουν να αγωνίζονται για να κατοχυρώσουν τα δικαιώματα εκείνα που η σιωπηρή πλειοψηφία έχει εδώ και δεκαετίες κλειδαμπαρωμένα στην αποθήκη των κατακτήσεων. Από τα χρόνια των Σουφραζετών και της Ρόζα Παρκς μέχρι τις μέρες μας, οι επιμέρους μειοψηφίες κατάφεραν μέσα από τον (ριζοσπαστικό πολλές φορές) ακτιβισμό να αποτινάξουν την ταμπέλα του παρία. Ή τουλάχιστον, να τον κάνουν λιγότερο ευδιάκριτο.
Μέχρι να σβήσουν εντελώς τα γράμματα που τους στιγματίζουν, έχει χτιστεί γύρω τους το κίνημα της Πολιτικής Ορθότητας (Political Correctness). Μια έννοια κάποτε ομιχλώδης και σπάνια χρησιμοποιούμενη, η οποία σιγά-σιγά απέκτησε σάρκα και οστά, φτάνοντας σήμερα στο σημείο να αντιμετωπίζεται ως κυρίαρχο δόγμα. Η παρέκκλιση από το οποίο συνήθως προκαλεί τέτοια παράλογη δαιμονοποίηση που είναι ικανή να λειτουργήσει ως μπούμερανγκ και να βλάψει πραγματικά τις ομάδες εκείνες που υποτίθεται ότι προασπίζεται.
Τραμπ, μίλησε μας λίγο για politically correctness...
Το πλέον πρόσφατο παράδειγμα που επιβεβαιώνει τα παραπάνω ήταν η πρωτοφανής κι ανέλπιστη επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ. Ενός πολιτικού αντιπαραδείγματος που έχοντας απέναντί του μια επαγγελματία αντιπρόσωπο της Πολιτικής Ορθότητας, κατάφερε αυτό που φαινόταν αδιανόητο: να λανσάρει τη χρήση της μη πολιτικά ορθής ορολογίας ως το πλέον φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο, να ερεθίσει τα αντανακλαστικά του μέσου Αμερικανού και να τον συσπειρώσει γύρω από ένα πολιτικό πρόγραμμα αμφισβητήσιμο και λαϊκιστικό που -η κάλπη ανέδειξε- ως ένα από τα πλέον αυθεντικά της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας.
Δεν τα λέω εγώ. Ο Μάικλ Μουρ τα λέει. Σταχυολογώντας τους βασικούς λόγους της επικράτησης Τραμπ, ο αριστερός σκηνοθέτης και σεναριογράφος, προσεγγίζει με εργαλείο του τον αστεϊσμό ένα κατά τα άλλα σοβαρό ζήτημα: Μπαίνει στο μυαλό του μέσου λευκού Αμερικανού ψηφοφόρου, ο οποίος βλέπει την επικράτηση της Χίλαρι ως απειλή για μια μακραίωνη πορεία ανδροκρατίας στον Λευκό Οίκο και την αρχή ενός ντόμινο από δεινά που θα τον βρουν.
Ή που τον έχουν ήδη βρει. Όπως, ας πούμε, αυτό εδώ:
To να βλέπει δηλαδή, στο ημίχρονο του μεγαλύτερου αθλητικού γεγονότος των ΗΠΑ, την Beyonce μαζί με τρεις ντουζίνες από μαύρες χορεύτριες να αποδίδουν τιμές προς τον Malcolm X, έναν από τους ηγέτες των αφροαμερικανών που πριν από μισό περίπου αιώνα πρωτοστάτησε στη μάχη των πολιτικών δικαιωμάτων.
Όπως πολύ σωστά αφήνει να εννοηθεί ο Μουρ μεταφράζοντας τις εσωτερικές διεργασίες στο μυαλό του μέσου Αμερικανού ψηφοφόρου, μπορεί το παραπάνω σκηνικό να έλαβε χώρα σε μια εποχή που η αστυνομική βία με θύματα μαύρους έφτανε σε επίπεδα παροξυσμού, ωστόσο για το φαινόμενο αυτό δεν είναι ένοχη η κοινότητα των λευκών εν γένει, η οποία βλέποντας στην οθόνη της μπερέδες που παραπέμπουν στους Μαύρους Πάνθηρες και γροθιές να υψώνονται, παίρνει αυτόματα αμυντική θέση. Εκεί που τα μίντια βλέπουν μια ενέργεια ενίσχυσης της Πολιτικής Ορθότητας, εκείνος βλέπει μια απειλή. Και την επόμενη ρίχνει χωρίς δεύτερη σκέψη την ψήφο του υπέρ του Τραμπ.
Ίσοι ναι, ίδιοι όχι
Αυτό που κάποιοι μπορούν να φιλτράρουν και να κατανοήσουν ότι αποτελεί εργαλείο μιας μειονότητας/μειοψηφίας/κοινωνικής ομάδας για να εισακουστεί, στα αυτιά τα μεσοορικά δεν αποτελούν τίποτε άλλο παρά μια προσπάθεια επιβολής. Ιδιαίτερα εκεί όπου η διάδραση είναι έντονη, π.χ στα σόσιαλ μίντια ή σε μια παρεΐστικη συζήτηση, η εκφορά λόγου έξω από τα πλαίσια της Πολιτικής Ορθότητας αντιμετωπίζεται συχνά πυκνά με χαρακτηρισμούς που επιχειρούν να κάνουν εκείνον που εκφράζει διαφορετική άποψη να νιώσει ενοχικά και πολιτικά περιθωριακός. Επειδή πολλές φορές τα αυτονόητα σε αυτήν εδώ τη χώρα οφείλου να υπογραμμίζονται: Αναφέρομαι αποκλειστικά και μόνο στην εκφορά λόγου, στην διατύπωση προφορικής ή γραπτής γνώμης, που απλά είναι διαφορετική. Ούτε σε μισάνθρωπες θέσεις, ούτε σε επιλήψιμες προτροπές σε βία υπό το μανδύα της άποψης. Εκεί, δεν χρειάζονται αναλύσεις. Η άποψη μπαίνει αυτόματα στον κάδο των απορριμάτων.
Δεν γίνεται όμως να μην μπορείς να διατυπώνεις τη θέση σου με επιχειρήματα όταν η θέση αυτή τείνει να βρίσκεται στις παρυφές του κυρίαρχου πλαισίου που επιτάσσει η Πολιτική Ορθότητα. Γιατί αυτό, πέρα από γραφικό κι εμμονικό, είναι κι επικίνδυνο: Σαν μια λανθασμένη μεταφορά της παροιμίας με το λύκο και το βοσκό, όταν η αδύναμη ομάδα βρεθεί πραγματικά σε κίνδυνο, τα αυτιά της κοινωνίας θα έχουν παιδευτεί τόσο πολύ σε γκροτέσκικες πρωτοβουλίες υπεράσπισης, που δεν θα γυρίσουν καν να ακούσουν το σφύριγμα και το κάλεσμά για βοήθεια.
Για να καταλήξω. Η Πολιτική Ορθότητα από ένα χρήσιμο εργαλείο προάσπισης των πραγματικά κατατρεγμένων, χρησιμοποιείται πλέον αδιακρίτως και με τρόπο επιθετικό, κινδυνεύοντας να καταστεί πολεμοφόδιο στα χέρια των πραγματικά επικίνδυνων και ισχυρών. Ας το αποδεχτούμε επιτέλους. Δεν είναι όλοι επικίνδυνοι, ούτε περισσεύουν τα φαντάσματα εκεί έξω. Απλά υπάρχουν κι εκείνοι των οποίων η άποψη, επαναλαμβάνω, η άποψη, τυχαίνει να είναι διαφορετική από τη δική μας.