Καλύτερο timing από την σημερινή μέρα για την ομιλία του Νίκου Γκάλη δεν θα μπορούσε να υπάρχει. Ίσως το επόμενο, ή μάλλον... προηγούμενο, καλύτερο να ήταν οι παραμονές του Ευρωμπάσκετ για να είχαμε γλιτώσει και όλο αυτόν τον εθνικό κυκεώνα που προηγήθηκε. Καμιά φορά, όμως, πρέπει το να φάμε το χαστουκάκι μας για να ισιώσουμε. Να πάθουμε για να μάθουμε. Θέλει τον βούρδουλά του ο Έλληνας. Γλίτωσε από τον Γερμανό, αλλά όχι από τον Έλληνα που κρύβει και πάντα θα κρύβει μέσα του. Είτε είναι παίκτης, είτε προπονητής, είτε δημοσιογράφος, είτε φίλαθλος.
Η επίσημη τοποθέτηση του Νίκου Γκάλη στο Πάνθεον του παγκόσμιου μπάσκετ με την εισαγωγή του στο «Naismith Basketball Hall of Fame» του έδωσε το βήμα για μία άλλη τοποθέτηση, ρητορική. Μία ομιλία τεσσάρων λεπτών ανατριχίλας, νοσταλγίας, αναπόλησης, αλλά και διδαχής, ανάλογα από ποια ηλικιακή ματιά τη βλέπεις.
Πέρα από τον τίτλο που επισφράγισε και έδωσε μονάδα μέτρησης στις διαστάσεις του μεγαλείου του, τα πρόσωπα που τον τίμησαν, οι μπασκετικές παλάμες που τον χειροκρότησαν περικλείοντας η καθεμιά τον δικό της μπασκετικό μύθο, τα λόγια που ακούστηκαν γι’ αυτόν αλλά και από αυτόν, μα κυρίως τα πρώτα λεπτά των ευχαριστιών προς απροσδιόριστα μεγέθη του παγκόσμίου μπάσκετ, αποτέλεσαν μία εισαγωγή στη διάλεξη που ακολούθησε.
Σου έδωσαν με απλές, εικονογραφημένες και συναισθηματικά φορτισμένες στιγμές, όπως και τα λόγια του, να καταλάβεις ακόμα κι εσύ που δεν τον έζησες, τι ήταν τελικά ο Νίκος Γκάλης και κυρίως να προσεγγίσεις την ιστορία και τη διδακτική της προέκταση που κουβαλά μέχρι σήμερα. Μαζί με αυτή και μία κοινωνική προέκταση του μπάσκετ, του αθλητισμού, των προσώπων που το δόξασαν και έγιναν ήρωες, δίνοντας το ερέθισμα, την διέξοδο, το έρεισμα για ζωή:
«Είμαι ευγνώμων γι’ αυτό που ζω σήμερα. Το θέμα δεν είναι η κατάκτηση τίτλων αλλά και άλλο πιο σημαντικό που θα σας αποκαλύψω σήμερα. Μια μέρα περπατούσα στη γειτονιά μου στη Θεσσαλονίκη και με σταμάτησε ένας κύριος. Νόμιζα ότι ήθελε μια αναμνηστική φωτογραφία ή ένα αυτόγραφο. Με φώναξε "Νίκο, Νίκο", έτσι με φωνάζουν. Μου είπε «θέλω να σ’ ευχαριστήσω μέσα από την καρδιά μου γιατί έσωσες τον γιο μου, του έκανες το μεγαλύτερο δώρο». Μετά μου εξήγησε ότι ο γιος του ήταν εθισμένος στα ναρκωτικά αλλά το ξεπέρασε, βρήκε το νόημα της ζωής κι έγινε αθλητής μπάσκετ».
Να πάρουμε αυτό το απόσπασμα της ομιλίας του Νίκου Γκάλη. Να το βάλουμε στα σπίτια μας, στα σχολεία μας, στα πανεπιστήμιά μας, αλλά και στα αποδυτήρια της Εθνικής μας.
Κι επειδή αυτή η ομιλία μοιάζει να ήρθε, έστω και συγκυριακά, σε μία στιγμή όπου η Εθνική δείχνει να παλεύει με την επάρατη νόσο της ελληνικής «ανθρωποφαγίας», της εσωστρέφειας και του ξεκατινιάσματος που αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί κακό κύτταρο στο DNA του Έλληνα, ας το χρησιμοποιήσει και ο κόουτς Μίσσας στην τελευταία του ομιλία προς τους παίκτες. Κάνοντας μία παραλλαγή του «Any Given Sunday» με εκείνη την αλησμόνητη πωρωτική ομιλία του Πατσίνο, κάνοντας μία επίκληση στην μεγαλύτερη μπασκετική αυθεντία αυτού του τόπου, κάνοντας μία τελευταία προσπάθεια να εμφυσήσει, να μεταλαμπαδεύσει αλλά και να γεφυρώσει το χάσμα δύο γενεών, με τελείως διαφορετική αντίληψη γύρω από το μπάσκετ και τις εξωγηπεδικές του διαστάσεις.
Προσωπικά, δεν με ενδιαφέρει αν η Εθνική θα κερδίσει ή θα χάσει. Με ενδιαφέρει να δω 12 παίκτες και έναν προπονητή που αυτά τα τέσσερα λεπτά μπασκετικής και κοινωνικής διδασκαλίας θα τα πολλαπλασιάσουν επί 10 και για ένα αγωνιστικό 40λεπτο θα τα τιμήσουν επάξια, παίζοντας πρωτίστως για τον άνθρωπο στον οποίο οφείλουν, όπως και όλοι μας δηλαδή, όχι μόνο την μπασκετική μας ιστορία, αλλά τις προσδοκίες και απαιτήσεις που έχουμε από την Εθνική κάθε γενιάς.